Κατά καιρούς πολλοί Πατέρες και αδελφοί χριστιανοί, σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους έχουν δει θαυμαστά και υπερφυσικά πράγματα.
Πριν
από τριάντα πέντε χρόνια, κοιμήθηκε και προς τις αιώνιες Μονές του
Κυρίου αναπαύθηκε, ό Γέρο - Κυπριανός, από τη Μικρή Αγιάννα, στο
σημερινό ησυχαστήριο των χρυσοχόων Θωμάδων, ό όποιος μας διηγήθηκε το
ακόλουθο περιστατικό :
«Θα έχουν περάσει πολλά χρόνια, δε θυμάμαι καλά πότε, κίνησε ένας ευλαβής χριστιανός από την Κρήτη νάρθει στο Άγιο Όρος, για να προσκυνήσει τον ιερό αυτόν τόπο με τους Αγίους του, και να δει τον πρώτο του ξάδερφο, το Γέροντα Ευθύμιο, που έμενε στη τελευταία ησυχαστική Καλύβα πού είναι χωρίς εκκλησία στο κατώτερο μέρος της Μικρής Αγιάννας.Ό χριστιανός αυτός, στη Δάφνη πού είναι το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Όρους, είχε έρθει από την Κρήτη με πλοίο, πού περνούσε τότε μια φορά την βδομάδα, κι από κει με μια μικρή βάρκα έφτασε το απογευματάκι, ό καλός αυτός χριστιανός, στο μικρό φυσικό ορμίσκο της Αγιάννας. Δε γνώριζε πώς να πάει στη μικρή Αγιάννα, πού ασκήτευε Όρος συγγενής του Γέρο - Ευθύμιος.
Ρώτησε ένα Μοναχό, ό όποιος πρόθυμα του έδειξε το δρόμο, φυσικά το μέρος εκεί όλο κατσάβραχα με πολλά κατσικοδρομάκια. Ό άνθρωπος πήρε ένα από τα δρομάκια αυτά, πού τον έβγαλε στη τοποθεσία πού τη λένε «Πείνα», εκεί όμως συναντά κανείς βράχια πού τον οδηγούν σ' αδιέξοδο.Πήρε τον ανήφορο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ή ώρα περνούσε, ό ήλιος έγερνε προς τη δύση, τελικά με πολύ κόπο και κίνδυνο να γκρεμιστεί, αφού περιπλανήθηκε πολλή ώρα γύρω στα βράχια, έφτασε στο ησυχαστήριο των Αρχαγγέλων, εκεί πού, ό Κρητικός Αγάπιος Λάνδος, έγραψε το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία» και πού ανήκει στην περιφέρεια της Μικρής Αγιάννας. Εκεί από τον Γέροντα Γρηγόριο οδηγήθηκε και πήγε στον ξάδελφο του Γέρο - Ευθύμιο.
Ό Γέρο - Ευθύμιος, γέροντας του Γέρο - Χριστόδουλου του επίσης Κρητικού, περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον ξάδελφο του και τον έβαλε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωσε να συνέλθει από τον πολύ κόπο, άρχισε να διηγείται στον Γέρο - Ευθύμιο την περιπέτεια του πού είχε στα βράχια και κει πού του 'λεγε αυτά, ρώτησε το Γέρο - Ευθύμιο:
— Δε μου λες ξάδερφε, αυτόν τον πεθαμένο πού είδα πέρα κει δα στα βράχια, μέσα σε μια σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω κι εγώ να ιδώ πώς θάβετε τους πεθαμένους μοναχούς.
Ό Γέρο - Ευθύμιος σαν άκουσε για σπηλιά και πεθαμένο, την άλλη μέρα πρωί - πρωί, πήρε τον ξάδελφο του και πήγε στο Γέρο Κυπριανό το χρυσοχόο πού γνώριζε τα μέρη εκείνα σπιθαμή προς σπιθαμή, γιατί ό Γέρο Κυπριανός ασκήτευε εκεί από μικρό παιδάκι και συχνά στα μέρη εκείνα μάζευε όπως και άλλοι Πατέρες και ασκητές σαλιγκάρια. Όταν του είπαν αυτά τα πράγματα, ό Γέρο-Κυπριανός έμεινε κατάπληκτος, σαν άκουσε για σπηλιά, έπεσε σε μεγάλη συλλογή, πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, μήπως από την πείνα κι από την κούραση, ό Κρητικός, φαντάστηκε τα πράγματα αυτά και παρεκάλεσαν τον Κρητικό προσκυνητή να τους ειπεί, τι ακριβώς είδε. Πώς και που είδε τον πεθαμένο;Ό ευλαβής χριστιανός μ' όλη την απλότητα πού τον διέκρινε, είπε στο Γέρο - Κυπριανό:
«Γέροντα, από την Αγιάννα βγήκα σ' αυτά τα βράχια, δεν ήξερα που να πάω και τι δρόμο να πάρω για να 'ρθώ εδώ. Με κόπο και πολύ κίνδυνο ανέβηκα ψηλά και βρέθηκε μπροστά μου μια σπηλιά, μπήκα μέσα και είδα πάνω σε πέτρινο κρεβάτι ξαπλωμένο ένα σεβάσμιο Γέροντα να κοιμάται. Είπα ένα χαιρετισμό και περίμενα απάντηση, Όρος κοιμώμενος γέροντας δε σάλεψε από τη θέση του και τότε αφού διαπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, πλησίασα περισσότερο και είδα πάνω από το κεφάλι του ένα σταυρό, την εικόνα της Παναγίας και ένα καντηλάκι να καίει. Έκαμα το σταυρό μου, προσκύνησα τρεις φορές και σκέφτηκα πώς, ό γέροντας αυτός, θα είχε πεθάνει τώρα και επειδή δεν προλάβατε να τον θάψετε ασφαλώς θα τον θάβατε αύριο. Αισθάνθηκα ευωδιά μοσχολίβανου και νόμισα πώς κείνη την ώρα είχατε θυμιάσει και φύγατε».Ό γέρο - Κυπριανός δε γνώριζε καμιά σπηλιά εκεί πού τους έλεγε ό προσκυνητής και όλοι μαζί ξεκίνησαν και πήγαν να τους δείξει που είδε αυτό το άγιο λείψανο. Γύρισαν όλη την περιοχή εκείνη όλη την ήμερα, αλλά σπηλιά και λείψανο δε βρέθηκε πουθενά. Μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα αισθάνθηκαν να βγαίνει από τα μέρη εκείνα μια έντονη ευωδιά μοσχολίβανου. Την ευωδιά αυτή είχε πολλές φορές ό Γέρο - Κυπριανός αισθανθεί, όπως μας βεβαίωνε ό ίδιος, τίποτε όμως άλλο δεν είδε πέραν αυτού. Ό ευλαβής προσκυνητής έλεγε επί λέξει: «Να εδώ, σε τούτο το δέντρο δίπλα μπήκα στη σπηλιά, πού είναι τώρα; τι γίνηκε; Αχ μωρέ δεν ήξερα πώς είναι άγιο λείψανο να το πάρω στον ώμο μου και να φύγω!» Τότε είπαμε το προφητικό λόγιο της Αγίας Γραφής: «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις Αγίοις αυτού και τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάσωσεν Όρος Κύριος» (Ψαλμ. ΞΖ' 36) και αμέσως γυρίσαμε πίσω γεμάτοι πνευματική χαρά και αγαλλίαση, με πλήρη τη βεβαιότητα, πώς όλα τα βράχια και όλες οι πέτρες του Αγίου Όρους κρύβουν κι από έναν άγιο, τον οποίον, όταν θέλει και σ' όποιον θέλει, ό Πανάγαθος Θεός, αποκαλύπτει και δοξάσαμε μ' ένα στόμα τον Τρισυπόστατο Ένα Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα /
«Θα έχουν περάσει πολλά χρόνια, δε θυμάμαι καλά πότε, κίνησε ένας ευλαβής χριστιανός από την Κρήτη νάρθει στο Άγιο Όρος, για να προσκυνήσει τον ιερό αυτόν τόπο με τους Αγίους του, και να δει τον πρώτο του ξάδερφο, το Γέροντα Ευθύμιο, που έμενε στη τελευταία ησυχαστική Καλύβα πού είναι χωρίς εκκλησία στο κατώτερο μέρος της Μικρής Αγιάννας.Ό χριστιανός αυτός, στη Δάφνη πού είναι το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Όρους, είχε έρθει από την Κρήτη με πλοίο, πού περνούσε τότε μια φορά την βδομάδα, κι από κει με μια μικρή βάρκα έφτασε το απογευματάκι, ό καλός αυτός χριστιανός, στο μικρό φυσικό ορμίσκο της Αγιάννας. Δε γνώριζε πώς να πάει στη μικρή Αγιάννα, πού ασκήτευε Όρος συγγενής του Γέρο - Ευθύμιος.
Ρώτησε ένα Μοναχό, ό όποιος πρόθυμα του έδειξε το δρόμο, φυσικά το μέρος εκεί όλο κατσάβραχα με πολλά κατσικοδρομάκια. Ό άνθρωπος πήρε ένα από τα δρομάκια αυτά, πού τον έβγαλε στη τοποθεσία πού τη λένε «Πείνα», εκεί όμως συναντά κανείς βράχια πού τον οδηγούν σ' αδιέξοδο.Πήρε τον ανήφορο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ή ώρα περνούσε, ό ήλιος έγερνε προς τη δύση, τελικά με πολύ κόπο και κίνδυνο να γκρεμιστεί, αφού περιπλανήθηκε πολλή ώρα γύρω στα βράχια, έφτασε στο ησυχαστήριο των Αρχαγγέλων, εκεί πού, ό Κρητικός Αγάπιος Λάνδος, έγραψε το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία» και πού ανήκει στην περιφέρεια της Μικρής Αγιάννας. Εκεί από τον Γέροντα Γρηγόριο οδηγήθηκε και πήγε στον ξάδελφο του Γέρο - Ευθύμιο.
Ό Γέρο - Ευθύμιος, γέροντας του Γέρο - Χριστόδουλου του επίσης Κρητικού, περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον ξάδελφο του και τον έβαλε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωσε να συνέλθει από τον πολύ κόπο, άρχισε να διηγείται στον Γέρο - Ευθύμιο την περιπέτεια του πού είχε στα βράχια και κει πού του 'λεγε αυτά, ρώτησε το Γέρο - Ευθύμιο:
— Δε μου λες ξάδερφε, αυτόν τον πεθαμένο πού είδα πέρα κει δα στα βράχια, μέσα σε μια σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω κι εγώ να ιδώ πώς θάβετε τους πεθαμένους μοναχούς.
Ό Γέρο - Ευθύμιος σαν άκουσε για σπηλιά και πεθαμένο, την άλλη μέρα πρωί - πρωί, πήρε τον ξάδελφο του και πήγε στο Γέρο Κυπριανό το χρυσοχόο πού γνώριζε τα μέρη εκείνα σπιθαμή προς σπιθαμή, γιατί ό Γέρο Κυπριανός ασκήτευε εκεί από μικρό παιδάκι και συχνά στα μέρη εκείνα μάζευε όπως και άλλοι Πατέρες και ασκητές σαλιγκάρια. Όταν του είπαν αυτά τα πράγματα, ό Γέρο-Κυπριανός έμεινε κατάπληκτος, σαν άκουσε για σπηλιά, έπεσε σε μεγάλη συλλογή, πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, μήπως από την πείνα κι από την κούραση, ό Κρητικός, φαντάστηκε τα πράγματα αυτά και παρεκάλεσαν τον Κρητικό προσκυνητή να τους ειπεί, τι ακριβώς είδε. Πώς και που είδε τον πεθαμένο;Ό ευλαβής χριστιανός μ' όλη την απλότητα πού τον διέκρινε, είπε στο Γέρο - Κυπριανό:
«Γέροντα, από την Αγιάννα βγήκα σ' αυτά τα βράχια, δεν ήξερα που να πάω και τι δρόμο να πάρω για να 'ρθώ εδώ. Με κόπο και πολύ κίνδυνο ανέβηκα ψηλά και βρέθηκε μπροστά μου μια σπηλιά, μπήκα μέσα και είδα πάνω σε πέτρινο κρεβάτι ξαπλωμένο ένα σεβάσμιο Γέροντα να κοιμάται. Είπα ένα χαιρετισμό και περίμενα απάντηση, Όρος κοιμώμενος γέροντας δε σάλεψε από τη θέση του και τότε αφού διαπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, πλησίασα περισσότερο και είδα πάνω από το κεφάλι του ένα σταυρό, την εικόνα της Παναγίας και ένα καντηλάκι να καίει. Έκαμα το σταυρό μου, προσκύνησα τρεις φορές και σκέφτηκα πώς, ό γέροντας αυτός, θα είχε πεθάνει τώρα και επειδή δεν προλάβατε να τον θάψετε ασφαλώς θα τον θάβατε αύριο. Αισθάνθηκα ευωδιά μοσχολίβανου και νόμισα πώς κείνη την ώρα είχατε θυμιάσει και φύγατε».Ό γέρο - Κυπριανός δε γνώριζε καμιά σπηλιά εκεί πού τους έλεγε ό προσκυνητής και όλοι μαζί ξεκίνησαν και πήγαν να τους δείξει που είδε αυτό το άγιο λείψανο. Γύρισαν όλη την περιοχή εκείνη όλη την ήμερα, αλλά σπηλιά και λείψανο δε βρέθηκε πουθενά. Μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα αισθάνθηκαν να βγαίνει από τα μέρη εκείνα μια έντονη ευωδιά μοσχολίβανου. Την ευωδιά αυτή είχε πολλές φορές ό Γέρο - Κυπριανός αισθανθεί, όπως μας βεβαίωνε ό ίδιος, τίποτε όμως άλλο δεν είδε πέραν αυτού. Ό ευλαβής προσκυνητής έλεγε επί λέξει: «Να εδώ, σε τούτο το δέντρο δίπλα μπήκα στη σπηλιά, πού είναι τώρα; τι γίνηκε; Αχ μωρέ δεν ήξερα πώς είναι άγιο λείψανο να το πάρω στον ώμο μου και να φύγω!» Τότε είπαμε το προφητικό λόγιο της Αγίας Γραφής: «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις Αγίοις αυτού και τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάσωσεν Όρος Κύριος» (Ψαλμ. ΞΖ' 36) και αμέσως γυρίσαμε πίσω γεμάτοι πνευματική χαρά και αγαλλίαση, με πλήρη τη βεβαιότητα, πώς όλα τα βράχια και όλες οι πέτρες του Αγίου Όρους κρύβουν κι από έναν άγιο, τον οποίον, όταν θέλει και σ' όποιον θέλει, ό Πανάγαθος Θεός, αποκαλύπτει και δοξάσαμε μ' ένα στόμα τον Τρισυπόστατο Ένα Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα /