Εικ. 1. Σχέδια γεωργικών εργαλείων. Ferrara, Ariostea
Δημοτική
Βιβλιοθήκη, κωδ. 11116, φ. 145r (φωτ. Derenzini 1995, εικ. 4).
|
Οι πληροφορίες μας για το σχήμα, το μέγεθος, το υλικό και τη χρήση τους είναι περιορισμένες και προέρχονται από τα λίγα ανασκαφικά ευρήματα, τις παραστάσεις των αντικειμένων σε διάφορα έργα τέχνης και κυρίως από τις γραπτές πηγές, όπως είναι ο Νόμος Γεωργικός, τα Γεωργικά, τα Γεωπονικά, Βίοι αγίων και διάφορα άλλα θρησκευτικά και μη κείμενα. Τα τελευταία χρόνια οι γνώσεις μας για το θέμα αυτό έχουν πολλαπλασιαστεί χάρη στη μελέτη εικονογραφημένων χειρογράφων του 13ου και 14ου αιώνα, που περιέχουν το έργο του Ησιόδου "Εργα καί Ήμέραι. Στους κώδικες αυτούς απεικονίζονται σκαριφήματα αγροτικών εργαλείων που συνοδεύονται από επιγραφές με τα ονόματα τους (Εικ. 1,2).
Εικ. 2. Σχέδια γεωργικών εργαλείων. Βενετία, Μαρκιανή
Βιβλιοθήκη,
κώδ.
marc.464, φ. 34r
(1316-1319) (φωτ. Paribeni
1995, εικ. 1).
|
Οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν γεωργικά εργαλεία
ονομάζονταν σιοηρεϊς, σιδηρουργοί, σιόηροκόποι, χαλκοτύποι, χαλκεΐς και
κωμοόρόμοι. Η θέση των σιδηρουργείων οριζόταν με νόμο μακριά από την πόλη, όπως
αναφέρει ο Αρμενόπουλος (Έξάβιβλος, 2,4,19), επειδή ήταν εργαστήρια επιβλαβή
και επικίνδυνα για την υγεία, εξαιτίας του συνεχούς καπνού και του κινδύνου πυρκαγιάς.
Γεωργικά εργαλεία απεικονίζονται σπάνια στη βυζαντινή τέχνη.
Τα περισσότερα από τα παραδείγματα που σώζονται, προέρχονται από
εικονογραφημένα χειρόγραφα, κυρίως από σκηνές που παριστάνουν δραστηριότητες του
αγρότη, όπως όργωμα, σκάψιμο, κλάδεμα, θερισμό και τρύγο, και αποδίδουν χωρία της Παλαιάς και
της Καινής Διαθήκης ή άλλων θρησκευτικών κειμένων με ηθογραφικό και βουκολικό
χαρακτήρα. Σπανιότερα, παραστάσεις γεωργικών εργαλείων απαντούν σε ανάγλυφα
κιβωτίδια ή πλακίδια από ελεφαντόδοντο του 10ου-12ου αιώνα, που αποδίδουν
σκηνές από την ιστορία του Αδάμ και της Εύας. Ακόμη πιο σπάνια απεικονίζονται
σε τοιχογραφίες του 13ου και του 14ου αιώνα, συγκεκριμένα στη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας ως
εργαλεία τιμωρίας των κολασμένων.
Θα ακολουθήσει παρουσίαση των εργαλείων κατά ομάδες, ανάλογα
με τη χρήση τους, αναφορά στην ονομασία τους, στην απεικόνιση τους σε διάφορα
έργα τέχνης ή, ακόμη, στα ανασκαφικά ευρήματα, όπου υπάρχουν.
Εργαλεία οργώματος
- Αλέτρι (άροτρον). Απεικονίζεται σε σκηνές άροσης που
υπάρχουν σε μικρογραφίες εικονογραφημένων χειρογράφων από τον 9ο έως το 14ο
αιώνα, όπως είναι το Βιβλίον τον Ίώβ, οι 'Ομιλίες τοϋ Γρηγορίον Ναζιανζηνόν, οι
Όκτάτευχοι (Εικ. 3) και άλλα κείμενα (Εικ.4). Σχεδιαστικές απεικονίσεις αρότρου
ή τμημάτων αυτού, άλλοτε ακριβείς, άλλοτε ακότεχνες, πράγμα που ισχύει για όλα
τα σχήματα εργαλείων, υπάρχουν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στα λεγόμενα ησιόδεια
χειρόγραφα (Εικ. 1-2).
Εικ. 3. Άροτρον. Άγιον Όρος, μονή Βατοπεδίου, Οκτάτευχος,
κώδ. 602, φ. 384r (13ος αι.) (φωτ.
Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών
Μελετών).
|
Σε τοιχογραφίες από το 13ο έως το 15ο αιώνα στην Ελλάδα, την
Κύπρο και τη Σερβία το αλέτρι είναι ζωγραφισμένο στη σκηνή που αποδίδει την
τιμωρία του παραυλακιστοϋ, δηλαδή του γεωργού που έκλεβε το γείτονα του
μεταθέτοντας τους αύλακες, τα όρια του χωραφιού, και οργώνοντας το χωράφι του.
Η σκηνή αυτή κατά κανόνα περιέχεται στη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας, αλλά
απαντά και ανεξάρτητη, συχνά σε συνδυασμό με επιμέρους θέματα, όπως η
ψυχοστασία ή οι ομαδικές τιμωρίες. Το εργαλείο τιμωρίας του αμαρτωλού γεωργού,
το αλέτρι, συνήθως κρέμεται από το λαιμό του ή σπανιότερα από τα χέρια ή τα
πόδια του, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις λείπει, παρόλο που η μορφή ταυτίζεται από
επιγραφή. Άλλοτε πάλι ο κολασμένος είναι ζεμένος στο αλέτρι, που σε ορισμένες
περιπτώσεις το οδηγεί ως ζευγολάτης ένας διάβολος.
Σιδερένιο υνί έχει βρεθεί σε ανασκαφές στη Δινογετία της
Ρουμανίας.
Εικ. 4. Άροτρον. Άγιον Όρος, μονή Βατοπεδίου, Τυπικόν,
κώδ. 1199, φ. 76ν (1346) (φωτ. Πατριαρχικού Ιδρύματος
Πατερικών Μελετών).
|
Εικ. 6. Τυκάνη. Άγιον Όρος, μονή Εσφιγμένου, κώδ. 14, φ.
386ν (11ος αι.) (φωτ. Paribeni 1995, εικ. 24).
|
Εργαλεία θερισμού
- Δρέπανον ή θέριστρον. Απεικονίζεται σε σκηνές θερισμού που
διακοσμούν εικονογραφημένα χειρόγραφα από τον 11ο έως το 14ο αιώνα, όπως είναι
τα Μηνολόγια, οι Όμιλίες τον Γρηγορίου Ναζιανζηνοϋ, τα Ψαλτήρια, η Όκτάτενχος,
το Βιβλίον τον Ίώβ (Εικ. 5) και ένα Τνπικόν μονής. Απαντά επίσης σε ανάγλυφα κιβωτίδια
ή πλακίδια από ελεφαντόδοντο του 10ου-12ου αιώνα.
Μεμονωμένα δρεπάνια απεικονίζονται στα λεγόμενα ησιόδεια
χειρόγραφα και σε τοιχογραφίες βυζαντινών ναών στην Αττική, τη Μάνη και την
Κρήτη, του 13ου και του 14ου αιώνα, στη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας ή
ανεξάρτητα από αυτή, σε διάχωρα με ποινές κολασμένων. Ο βυζαντινός ζωγράφος
αποδίδει με τρόπο γραφικό και ρεαλιστικό τον παραθεριστήν γεωργό, δηλαδή το
γεωργό που θέρισε το χωράφι του γείτονα του, και τον απεικονίζει να τιμωρείται
με «το εργαλείο της αδικίας» που κρέμεται από το λαιμό του, ενώ σε ορισμένους κρητικούς
ναούς καταδικάζεται συγχρόνως και ως παραυλακιστής, όπως ήδη αναφέρθηκε. Σε
ανασκαφές στη Ρουμανία και την Ελλάδα (Νεμέα, Ολυμπία) έχουν βρεθεί σιδερένια
δρεπάνια που έχουν χρονολογηθεί από το 10ο έως το 15ο αιώνα.
Τα βυζαντινά δρεπάνια ήταν μικρά και το σχήμα τους έμοιαζε
με το σημερινό: καμπυλωτό μεταλλικό στέλεχος με οδοντωτή εσωτερική παρυφή και
ξύλινη λαβή. Υπήρχε όμως ένα είδος δρεπανιού με πολύ μακριά λαβή για το κόψιμο
του χόρτου, όπως φαίνεται στο Ψαλτήρι του Βρετανικού Μουσείου (Add. 19.352, φ.
36Γ).Το ότι οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τα δρεπάνια και για το κόψιμο χόρτων
φαίνεται επίσης από την παράσταση της παραβολής του αμπελώνα στο Τετραευάγγελο
par. gr. 74, φ. 39ν (μέσα 11ου αι.).
Εργαλεία αλωνισμού
και λιχνίσματος
- Τυκάνη ή οοκάνη. Πρόκειται για μια φαρδιά σανίδα που
στην κάτω επιφάνεια της ήταν προσαρμοσμένες μικρές, κοφτερές πέτρες και τη
χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα. Την έσυραν δύο ζεμένα ζώα, ενώ οι γεωργοί ήταν
ανεβασμένοι πάνω σε αυτή. Ο Βάρρων την περιγράφει στο έργο του De re rustica,
1,52. Η χρήση της τυκάνης ήταν άγνωστη στη Δύση, ίσως γιατί ήταν κατάλληλη για
ξηρά και άγονα εδάφη, με εξαίρεση την Ισπανία.
Εκεί υπήρχαν παρόμοια εργαλεία, όπως μας πληροφορούν οι
παραστάσεις τους ως attributa του μήνα Αυγούστου σε μεσαιωνικά ημερολόγια,
κατάλοιπα ίσως της σύντομης παρουσίας των Βυζαντινών στην περιοχή.
Τυκάνη απεικονίζεται στο Μηνολόγιο της μονής Εσφιγμένου,
κώδ. 14, φ. 386ν (11ος αι.).(Εικ. 6) και σε ανάγλυφη ελεφαντοστέινη πλάκα του
11ου ή του 12ου αιώνα στο Kunstgewerbe Museum της Κολωνίας. Ένα εντελώς σχηματικό
και κακότεχνο σχέδιο της κάτω πλευράς της απεικονίζεται στο ησιόδειο
χειρόγραφο, Vind. phil.
Άλλα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν κατά το αλώνισμα και
το λίχνισμα είναι το πτνον (=φτυάρι), το οικράνιον, οι θρίνακες και οι
λικμητρίοες ή το λικμητήριον ή λικμητικόν πτύον. Τα τρία τελευταία εργαλεία
ήταν είδος φτυαριού, που η άκρη του διαμορφωνόταν σε τρία
ή τέσσερα δόντια. Σχέδια τους υπάρχουν σε ησιόδεια χειρόγραφα,
ενώ σιδερένια φτυάρια έχουν βρεθεί επίσης στη Δινογετία της Ρουμανίας.
Σκαπτικά εργαλεία
Οι βυζαντινοί συγγραφείς μνημονεύουν τα ονόματα πολλών
σκαπτικών εργαλείων:
1) το τζαπίον, 2) τη όίκελλα, 3) το σκαφεΐον ή λίσγον ή
λισγάριον ή λιστρίον ή πλατυλίσγον, 4) την άξίνην ή το άξινάριον ή το άξινορύγιον
και 5) το σκαλιστήριον ή σκαλίδιν.
Η δίκελλα (το δικέλλι) ή τσάπα με δύο δόντια
αναγνωρίζεται στο ψηφιδωτό δάπεδο του Μεγάλου Παλατιού της Κωνσταντινούπολης,
όπου ο ένας από τους δύο άνδρες σκάβει, καθώς επίσης και σε ανάγλυφα ελεφαντοστέινα
κιβωτίδια, από τα τέλη του 10ου έως το 12ου αιώνα, στα οποία ο Αδάμ είτε φέρει
τη δίκελλα στον ώμο είτε σκάβει είτε την κρατάει. Πολλές φορές η δίκελλα συγχέεται
ή ταυτίζεται με το λισγάριον ή το δικράνιον.
Απεικονίζεται επίσης σε ησιόδεια χειρόγραφα. Το λισγάριον
είναι πιο διαδεδομένο. Ταυτίζεται δύο φορές στο Τετραευάγγελο, par. gr. 74, φ.
39ν (μέσα 11ου αι.) (Εικ. 7) και συχνά στα ησιόδεια χειρόγραφα. Πολλές
φορές το μεταλλικό του στέλεχος έχει τη μορφή του ελληνικού πι, ενώ στο μέσον
της οριζόντιας κεραίας του υπάρχει μια κοιλότητα, στην οποία στερεώνεται η
μακριά ξύλινη λαβή (Εικ. 8).
Εικ. 7. Λισγάρια, κλαδευτήρια, δρεπάνια. Παρίσι, Εθνική
Βιβλιοθήκη,
κώδ.par. gr. 74, φ. 39ν (μέσα 11ου αι.) (φωτ. Γαλάβαρης 1995, εικ.
67).
|
Εικ. 8. Λισγάριον. Άγιον Όρος, μονή Βατοπεδίου, Οκτάτευχος,
κώδ. 602, φ. 384r (13ος αι.) (φωτ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών).
|
Εικ. 9. Λισγάριον και αξίνη. Άγιον Όρος, μονή Διονυσίου, Ευαγγελιστάριο,
κώδ. 567μ, φ. 148r (11ος αι.). (φωτ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών).
|
Διάφορα άλλα
εργαλεία
- Κλαδευτήρια απεικονίζονται σε εικονογραφημένα
χειρόγραφα (Όκτάτευχοι Σμύρνης και Βατοπεδίου, 'Ομιλίες Γρηγορίον Ναζιανζηνοϋ,
Τυπικόν μονής Αγίου Ευγενίου Τραπεζούντας) (Εικ. 7,10,11) και σε σχέδια ησιόδειων
χειρογράφων. Έχουν επίσης βρεθεί σε ανασκαφές στη Ρουμανία. Ο Bryer ξεχωρίζει
έξι τύπους κλαδευτηρίων.
Εικ. 10. Κλαδευτήρι. Άγιον Όρος, μονή Βατοπεδίου,
Τυπικόν,
κώδ. 1199, φ. 89ν (1346) (φωτ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών
Μελετών).
|
-Τσεκούρι απεικονίζεται στη σκηνή της Βάπτισης του
Χριστού, ενώ στα ανάλογα χωρία του Ευαγγελίου (Ματθ. γ' 10 και Λουκ. γ' 9)
αναφέρεται ως άξίνη. Το ίδιο εργαλείο απαντά επίσης σε σκηνές που απεικονίζουν
το κήρυγμα του Προδρόμου, όπως στο Ευαγγελιστάριον της μονής Διονυσίου στο
Άγιον Όρος, κώδ. 587μ, φ. 138Γ60.
Υπάρχουν ακόμη γεωργικά εργαλεία, για τα οποία έχουμε
πληροφορίες μόνο από γραπτές πηγές ή από το σχέδιο τους στα ησιόδεια
χειρόγραφα.
Μηχανές
Ελαιοπιεστήρια (γαλεάγρα, τραπητός)
Οι γνώσεις μας για τις βυζαντινές μηχανές είναι ακόμη πιο
περιορισμένες. Βυζαντινά έγγραφα αναφέρουν τη χρήση της γαλεάγρας για τη
συμπίεση του ελαιοκάρπου, των σταφυλιών και των κερηθρών61. Ήταν δηλαδή είδος
πιεστηρίου, του οποίου η μορφή δεν είναι παντελώς γνωστή. Μερικές φορές η
γαλεάγρα ταυτίζεται και με τη ληνό γιατί, όπως προκύπτει από το κείμενο των Γεωπονικών
(9.19, 7), ο τρόπος παραγωγής ελαίου και οίνου ήταν συγγενής. Η βάση της πρέπει να ήταν λίθινη, στο
μέσον είχε μία στρόφιγγα (κοχλία), που πιθανώς γύριζε με μοχλό, και
περιβαλλόταν από μία ξύλινη κατασκευή που συγκρατούσε τον προς σύνθλιψη καρπό, όπως
δείχνουν αρχαιολογικά ευρήματα από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και την
Ιορδανία.
Ο κοχλίας σε συνδυασμό με το μοχλό περιγράφεται
λεπτομερώς από τον Πλίνιο και η χρήση του είναι ευρεία σε όλη τη Μεσόγειο από
τη ρωμαϊκή ήδη εποχή. Η τεχνολογική αυτή επινόηση αποτελεί, κατά την άποψη του Σ. Χατζησάββα,
«τη δεύτερη μεγάλη ανέλιξη στο δεύτερο στάδιο της παραγωγής», δηλαδή τη
συμπίεση του πολτού που προέρχεται από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου.
Ακολουθεί το τρίτο στάδιο, ο διαχωρισμός του λαδιού από
άλλες φυτικές ουσίες. Ο τύπος αυτού του πιεστηρίου, γνωστός ως trapetum κατά τη
ρωμαϊκή εποχή, στον ελλαδικό χώρο
εμφανίστηκε πρώτα στη Μακεδονία στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.64, κατά δε τους ερευνητές
η μέθοδος παραγωγής λαδιού με αυτού του είδους τους ελαιόμυλους (mola olearia)
είναι η καλύτερη. Το λάδι, το οποίο παράγεται, είναι άριστης ποιότητας, γιατί
οι ελαιοπυρήνες παραμένουν ακέραιοι και έτσι δεν αλλοιώνονται το άρωμα και η
γεύση του.
Ο Σ. Χατζησάββας αναφέρει πιεστήρια διαφόρων τύπων από τη
ρωμαϊκή, την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή εποχή, που έχουν βρεθεί στην
Κύπρο (Κουκλιά Πάφου, παλαιοχριστιανική βασιλική Πάφου, φρούριο Λεμεσού). Μία
γαλεάγρα-«δίστυλο» από γρανίτη έχει επίσης εντοπιστεί στο χώρο του κελλιού του
Ραβδούχου στο Άγιον Όρος7 . Η πλάκα αυτή, με δύο τετράγωνες οπές στα άκρα της,
χρησίμευε ως βάση για τη στερέωση και τοποθέτηση του πιεστικού συστήματος. Απλουστευμένη
παραλλαγή του αρχαίου τύπου mola olearia αποτελεί η βάση ενός κυκλικού
ελαιοτριβείου που έχει βρεθεί στη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και
πιθανώς ανήκει στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο (6ος-7ος αι.). Έχει λαξευθεί σε
μονόλιθο από γρανίτη, έχει ορθογωνική κάτοψη, στο κέντρο της υπάρχει διαμπερής οπή
και στο μέσον της μιας πλευράς της στόμιο εξόδου.
Μέρη ή θραύσματα τραπητών, δηλαδή λίθινων, κυπελλόσχημων,
υπαίθριων ελαιοτριβείων της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής περιόδου έχουν
εντοπιστεί σε ορισμένα σημεία της Χαλκιδικής και της Κύπρου και χρησιμοποιούνταν
για την παραγωγή ελαιόλαδου, αλλά και δαφνόλαδου, όπως στην περίπτωση της κατασκευής που
αποκαλύφθηκε μεταξύ των μονών Ζωγράφου και Χελανδαρίου. Αξίζει να σημειωθεί
πως, εξαιτίας του εξαγροικισμού της αυτοκρατορίας κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή, έχει
επισημανθεί η μετατροπή χώρων αλλότριας χρήσης σε ελαιοτριβεία και
ελαιοαποθήκες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μετατροπή ενός παλαιού αρχιτρίκλινου σε
ελαιοτριβείο στη Σαλαμίνα της Κύπρου κατά τον 8ο αιώνα ή άλλων χώρων στην
Πελοπόννησο (Κόρινθο, Τεγέα, Άργος και Πάτρα) τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Μοναστηριακό
ελαιοτριβείο βυζαντινής εποχής διατηρείται στη μονή του Οσίου Λουκά, ενώ στοιχεία
εξοπλισμού βυζαντινού «λαδαριού» μπορούν με επιφύλαξη να αναγνωριστούν σε αγιορείτικα μοναστήρια, όπως στη μονή
Μεγίστης Λαύρας.
Από τα παραπάνω
συνάγονται τα εξής: Τα βυζαντινά γεωργικά εργαλεία ήταν απλά στην κατασκευή
και αργοκίνητα ως προς την αποτελεσματικότητα, αφού ήταν χειροκίνητα ή
κινούνταν με τη βοήθεια ζώων. Ήταν όμως εξαιρετικά πρακτικά, εξυπηρετούσαν τις
ανάγκες των γεωργών ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή, διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της
βυζαντινής εποχής, ενώ ορισμένα από αυτά βρίσκονται σε χρήση έως σήμερα σε πολλές
περιοχές εντός και εκτός της Ελλάδας. Η εξέλιξη τους υπήρξε βραδεία, όπως
αποδεικνύει η μακροχρόνια χρήση τους και η αξιολόγηση των πληροφοριών που
παρέχουν οι παραστάσεις των αντικειμένων
σε διάφορα έργα τέχνης, τα ανασκαφικά ευρήματα και οι γραπτές πηγές. Τόσο το
σχήμα, όσο το υλικό και η χρήση των εργαλείων παρέμειναν για αιώνες αμετάβλητα.
Ακόμη, διαπιστώνεται ποικιλία γεωργικών εργαλείων, σε
αντίθεση με τη χρήση μηχανών που, όπως επισημάνθηκε, ήταν περιορισμένη. Μεγάλη
διάδοση είχαν μόνο διάφοροι τύποι πιεστηρίων για τη σύνθλιψη σταφυλιών, κερηθρών
ή ελαιοκάρπου. Εντυπωσιακή είναι η άγνοια (;) από τους Βυζαντινούς της
θεριστικής μηχανής vallus, γνωστής στη Δύση από τη ρωμαϊκή ήδη εποχή.
Ωστόσο, παρά την έλλειψη αρχαιολογικών τεκμηρίων, οι
Βυζαντινοί ήταν εφευρετικοί και έκαναν στους ιδιωτικούς τους κήπους γεωργικά
πειράματα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αυτοκρατόρων, όπως ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος
(1042-55). Ο Μιχαήλ Ψελλός μας πληροφορεί ότι το πάθος του αυτοκράτορα για τη
γεωργία και την «αρχιτεκτονική τοπίου» ήταν τόσο μεγάλο, ώστε είχε τοποθετήσει
στα κτήματα του έξυπνες, γρήγορες και αποτελεσματικές μηχανές.
Αγγελική ΛΙΒΕΡΗ