π. Δημητρίου Μπόκου
Ἡ Παναγία «εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Βρέθηκε νὰ ἐγκυμονεῖ χωρὶς νὰ ἔχει σχέση μὲ ἄνδρα. Ἡ ἐγκυμοσύνη της δὲν προέκυψε κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ὀφειλόταν ἀποκλειστικὰ σὲ θεϊκὴ ἐνέργεια.
«Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου». Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ μέρες γιὰ νὰ γεννήσει, «ἔτεκε τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως).
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ δὲν ὑπάκουσε στοὺς φυσικοὺς νόμους. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα μόνο ἀπὸ τὴ μητέρα του. Ἡ Παναγία γέννησε ἐνῶ ἦταν παρθένος. Κατὰ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε πάντοτε, ψυχῇ τε καὶ σώματι,παρθένος. «Πρὸ τόκου», πρὶν γεννήσει τὸν Χριστό, «ἐν τόκῳ», κατὰ τὴ γέννα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ «μετὰ τόκον», μετὰ τὸν τοκετό. Εἶναι Ἀειπάρθενη. Κυοφόρησε καὶ γέννησε τὸν Κτίστη, «μηδὲν τῆς παρθενίας λυμανθείσης». Χωρὶς νὰ φθαρεῖ καθόλου ἡ παρθενία της. Εἶναι ἡ «ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσα».
Ἡ σάρκα ποὺ ἔδωσε στὸν Υἱό της ἦταν πανάχραντη. Ἄσπιλη καὶ ἀμόλυντη. Ἂν καὶ ἡ Θεοτόκος γεννήθηκε ὄχι μὲ ἄσπιλη σύλληψη, ἀλλὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, φέροντας καὶ αὐτὴ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὡς θυγατέρα καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, ὅμως κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἀποδεχόμενη τὴ θεϊκὴ πρόταση νὰ γίνει μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καθαρίστηκε. Ἐξαγιάστηκε μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἐπισκίασή της ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ. Τὸ βρέφος ποὺ μὲ ἐντελῶς ὑπερφυσικὸ τρόπο θὰ γεννιόταν ἀπὸ αὐτήν, θὰ ἦταν ἅγιο καὶ ἀναμάρτητο. Θὰ ὀνομαζόταν Υἱὸς Θεοῦ. «Διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱὸς Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35).
Ὁ Χριστὸς παίρνει τὴ σάρκα τῆς Παρθένου, ἐπειδὴ διάλεξε νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ὁ ἴδιος. Θέλησε νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ ἐντελῶς ρεαλιστικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο, φυσική, κατὰ κυριολεξία σωματική. Σαρκώνεται, ἀποκτᾶ «ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ παρθενικῶν αἱμάτων» τῆς Παναγίας σῶμα ἴδιο μὲ μᾶς, τὸ ἁγιάζει καὶ μᾶς τὸ ἀντιπροσφέρει (μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία), γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ὄχι ἁπλῶς πνευματικὰ ἢ ἠθικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά, δηλαδὴ ὀντολογικά, σωματικά, μαζί μας. Μὲ τὴ θεία Μετάληψη πλέον ὁ ἄνθρωπος γίνεται σύσσωμος καὶ σύναιμος μὲ τὸν Χριστό.
«Διὰ τοῦτο ἀνέμιξεν Ἑαυτὸν ἡμῖν καὶ ἀνέφυρε (ἀνέμιξε) τὸ σῶμα Αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς», γιὰ νὰ γίνουμε ἕνα, ὅπως τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ἑνωμένο μὲ τὴν κεφαλή.
«Τῶν γὰρ σφόδρα ποθούντων ἐστὶ τοῦτο δεῖγμα».
Ἔτσι ἐνεργοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν δυνατά.
«Ἀδελφὸς ἠθέλησα ὑμέτερος γενέσθαι. Ἐκοινώνησα σαρκὸς καὶ αἵματος δι’ ὑμᾶς» (ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος).
Θεμέλιο καὶ βαθύτατη ρίζα τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ εἶναι ἡ Παναγία, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ποὺ κοινωνοῦμε σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο. Στὴ Θεία Εὐχαριστία μεταλαμβάνουμε τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Θεοτόκο. Εἶναι συνεπῶς καὶ δική της σάρκα. Καὶ μέσῳ τοῦ Χριστοῦ τὴν παίρνουμε κι ἐμεῖς. Γινόμαστε κι ἐμεῖς υἱοί της, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ αὐτὴ γίνεται Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν διστάζει νὰ ὑποστηρίξει μὲ τόλμη τὴν ἀλήθεια τοῦ πράγματος αὐτοῦ, διότι πράγματι ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου ὁ κάτω κόσμος, ὁ ἀνθρώπινος, ἑνώθηκε μὲ τὸν ἄνω, τὸν ἀγγελικὸ (π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, Ἀνατομία προβλημάτων τῆς Πίστεως, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1977, σ. 151, 161).
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀμελοῦμε ποτὲ νὰ μνημονεύουμε «ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου…».