Του Θεόφιλου Πουταχίδη
Με τόσο θανατικό τριγύρω, με δάση ερημωμένα απ’ τη φωτιά και με τον κάμπο καταποντισμένο κι όταν έχεις γράψει τόσα και τόσα από καιρό, σαν πας να γράψεις κάτι σταματάς. Σου ‘ρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Εγγονόπουλου από το ποίημά του Ποίηση 1948 και χάνεις την όρεξή σου. «Τούτη η εποχή», όπου το βδέλυγμα της ερήμωσης ερημώνει τους τόπους, καθώς και τις ψυχές, «δεν είναι εποχή για» δοκίμια «κι άλλα παρόμοια: σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου»¹.
Εγκληματικές αμέλειες που τις λέν’ ατυχήματα. Φονικά κι αυτοκτονίες. Φωτιές και πλημμύρες κι ενέσιμα δηλητήρια. Κι αντίς των νέων οι καρδιές να φλέγονται, φλεγμαίνουν.
Και πέφτουν και δεν ξανασηκώνονται, όσο και να φωνάζει η μάνα «σήκω!». Και μου λες: «γράψε για τις ψηφιακές ταυτότητες». Και σου λέω: «Έγραψα, δεν είδες; Μόλις τελείωσα την απόδοση του κοντακίου του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για τους Άγιους τρεις Παίδες “εν καμίνω”». Είναι και για τις ψηφιακές ταυτότητες αυτό το κοντάκιο και για τους Ναβουχοδονόσορες του καιρού μας και για την αντίσταση που οφείλουμε όλοι ενάντια στις άνομες επιταγές τους.
Τόσον καιρό γράφω από το περίσσεμα της καρδιάς κι από το υστέρημα του χρόνου κι ανιδιοτελώς και με πόνο. Από πριν τα έγραψα· όταν έπρεπε και –σχετικά– εγκαίρως. Σε χρόνο ανύποπτο που λένε– αν και όχι και τόσο ανύποπτο, αν με ρωτάς… Και τι έγινε; Τώρα να γράψω τι; Που ότι και να γράψεις θα ‘ναι «ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου».
Είδα κι άκουσα αρκετές πληρωμένες απαντήσεις και εύστοχη κριτική για την ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με τις νέες ψηφιακές αστυνομικές ταυτότητες. Για να αντιπαρατεθείς, όμως, μ’ ένα κείμενο και τους συλλογισμούς, τις θέσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλει, τουλάχιστον αυτό θα πρέπει να στέκεται όρθιο. Όμως, ένα κείμενο με θολή διαλεκτική, υπαινικτικό λόγο και επιτηδευμένα ασαφείς εκφράσεις του τύπου: «όσες απόψεις ή επιφυλάξεις αναπαράγονται από παραθρησκευτικές αντιλήψεις», «δεν είναι αμιγώς ορθόδοξης προέλευσης», «δεν είναι θεολογικώς ισχυρές» και «παραθρησκευτική αφετηρία έχει η χρήση φράσεων…», είναι ένα κείμενο που δεν στέκει όρθιο. Είναι ήδη πεσμένο, ηττημένο και αξιολύπητο.
Χώρια που επιλέγει να απαντήσει σε ερώτημα που κανείς δεν θέτει, αντί να απαντήσει στην ουσία του ζητήματος. Λέει: «Δεν είναι θεολογικώς ισχυρές οι θεωρίες ότι προσβάλλεται το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού από τη μορφή και το περιεχόμενο της νέας αστυνομικής ταυτότητας». Δηλαδή, αν επέλεγες να περιγράψεις το κύριο στοιχείο της δράσης του Διοκλητιανού, του Νέρωνα, των Οθωμανών κατακτητών ή των Σοβιετικών, απέναντι στους Χριστιανούς, αυτό θα ήταν η προσβολή του δόγματος; Το πρωτεύον για το αν θα ανέβουμε ή όχι στο πρώτο σκαλοπάτι μιας κυλιόμενης σκάλας που οδηγεί στον ψηφιακό εξανδραποδισμό των πολιτών μέσω μιας μελλοντικής ψηφιακής ταυτότητας-κάρτας «όλα σε ένα» και του ψηφιακού χρήματος, «ίνα μη τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μη ο έχων το χάραγμα, το όνομα του θηρίου ή τον αριθμόν του ονόματος αυτού» (Αποκ. 13,17), είναι η προσβολή του δόγματος;
Έγραφα στον πρόλογο του βιβλίου μου Πενήντα και οκτώ αλεξίκακα άρθρα: «Ζούμε εποχή ακραίας πνευματικής έκπτωσης και αποστασίας. Κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό, πριν αρχίσει ν’ αναλαμβάνει ακόμα πιο δυναμικά την παιδαγωγία μας εκείνος ο μέγας παιδαγωγός των ανεπίδεκτων μαθήσεως που τον λένε πόνο»². Τότε που το ‘γραφα ήμασταν δεν ήμασταν πέντε λεπτά από το πρωινό κουδούνι του σχολείου. Τώρα πια, όμως, έχουμε μπει στην τάξη σαν άπειρα μαθητούδια και το μάθημα του πόνου ξεκίνησε. Κι είναι ακόμα η πρώτη ώρα.
Έτσι είναι: ο υπνωτισμένος, ο ζαβλακωμένος, ο υστερικός δεν ακούει τίποτα. Κι οι γιατροί το λένε: πρέπει να του δώσει κανείς δυο σκαμπίλια, για να βγει από την υστερία. Όχι από μίσος, ούτε με θυμό. Ως αναγκαίο μέτρο το συστήνουν οι γιατροί, γιατί λένε πώς ο πόνος μόνο μπορεί να βγάλει τον υστερικό από την κατάστασή του, ώστε να μπορέσει κάποιος σε δεύτερο χρόνο να συζητήσει μαζί του λογικά.
Εδώ και κάμποσο καιρό τώρα, επειδή κουράστηκα πια να γυρίζω κηδειόχαρτα από την άλλη μεριά και να γράφω αναλύσεις, έπιασα να κάνω αποδόσεις ποιητικές τα κοντάκια του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού³.
Άσε να λέει ο Εγγονόπουλος. Αυτό που λέει δεν ισχύει για την ποίηση· το αντίθετο. Η απόδειξη είναι ότι γράφοντας πως δεν έχει όρεξη να γράψει, έγραψε το καλύτερό του ποίημα.
Καλύτερα, λοιπόν, να μείνω στον Άγιο Ρωμανό. Είναι αργά πια για επιχειρήματα κι αναλύσεις. Για ένα πράγμα ποτέ δεν είναι αργά: για μετάνοια.
Και μην το ξεχνάμε: «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα (ψηφιακά) και
καρτέρι»… Κι αν είσαι καλό κι υπάκουο παιδί, στα δίνω. Μα αν δεν είσαι
κι έχεις… αναπαραγμένες επιφυλάξεις αντιλήψεων ανίσχυρης προελεύσεως και
μη αμιγούς αφετηρίας; E, τότε την έβαψες.
__