Το ότι η συγγραφή και έκδοση του βιβλίου αυτού ("Ελληνική Νομαρχία") είναι έργο του επιτελείου του Ναπολέοντα, ξεσκεπάζεται σαφώς από την πολεμική την οποία επιχειρεί ο "συγγραφέας" (Αδαμάντιος Κοραής) εναντίον της ισότητας των ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι και στην αυτοκρατορία μπορεί να υπάρχει ελευθερία: «επειδή και εις τας δύο αυτάς διοικήσεις, δημοκρατίαν και αριστοκρατίαν σώζεται η ελευθερία. Αδιάφορος είναι η εκλογή».
Κατά τον συντάκτη, η ελευθερία, δηλαδή η Νομαρχία,
«χωρίς να θελήση ματαίως να κάμη όλους δυνατούς , όλους πεπαιδευμένους
,όλους πλουσίους, ή τουναντίων, εμετρίασε μόνον με τους νόμους την
φυσικήν ανομοιότητα, και τόσον καλώς εξίσωσε τας λοιπάς, ώστε οπού έκαμε
να χαίρονται οι άνθρωποι μίαν εντελή ομοιότητα, αγκαλά και κατά φύσιν
ανόμοιοι».
Η
ομοιότητα λοιπόν όλων, επιτυχάνεται με την υπακοή στους νόμους, που
κάνει εξ ίσου ελεύθερους και τον αριστοκράτη και τον μη αριστοκράτη, αν
και υφίστανται μεταξύ των ανθρώπων ανομοιότητες:
«Οι άνθρωποι διαφέρουσι αναμεταξύ των κατά φυσικόν τρόπον».
Ουσιαστικά πρόκειται
περί ανατροπής των θεμελίων της δημοκρατίας και ελευθερίας και σαφούς
επιστροφής στην μεσαιωνική ρατσιστική φιλοσοφία-θεολογία της τευτονικής
ευγένειας της Ευρώπης. Αυτής που γέννησε τον Καρλομάγνο, τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ.
Μάλιστα είναι κωμική η αγανάκτηση του αριστοκράτη συντάκτη του βιβλίου, επειδή ένας τιποτένιος γεωργικής προέλευσης νέος μπορεί να φθάσει μέχρι του αξιώματος του Πατριάρχη. Κωμικά αλλά και ουσιώδη είναι επίσης τα λάθη που διατυπώνονται περί της οργάνωσης και λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας (την οποία αντιλαμβάνεται σαν όμοια με την Παπική), μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Αγνοώντας το συνοδικό μας σύστημα, θεωρεί ότι οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων "υπόκεινται" στον Οικουμενικό Πατριάρχη, γι' αυτό γράφει: «ο γελοιώδης τίτλος οικουμενικός φανερώνει, ότι οι άλλοι τρεις Πατριάρχαι υπόκεινται εις αυτόν. Αυτός λοιπόν διαμοιράζει εις όλας τας επαρχίας του Οθωμανικού κράτους».
Καθόλου
δεν υποπτεύεται ο συντάκτης ότι στον χώρο της εν λόγω Αυτοκρατορίας
υπάρχουν αυτοκέφαλες και αυτόνομες Εκκλησίες, η κάθε μία των οποίων έχει
τη δική της σύνοδο προεδρευομένη από του Πατριάρχη, Μητροπολίτη ή
Αρχιεπισκόπου, και ότι εκλέγει τους επισκόπους της αυτόνομα. Ισχυρίζεται
ακόμα ο συντάκτης του βιβλίου, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης «πολλάκις
πέμπει εις όλην την Οθωμανικήν επικράτειαν και εκεί που δεν είναι
Χριστιανοί τόσας εκατοντάδας αρχιεπισκόπους, εξ ων ο καθείς έχει
τέσσαρες ή πέντε επισκοπάς, εις τας οποίας πέμπει και αυτός τόσους
επισκόπους».
Ο Φράγκος νομίζει ότι μόνο η Κωνσταντινούπολις έχει σύνοδο, στην οποία ο
Πατριάρχης είναι δέσμιος, όπως ακριβώς στην Curia ο Πάπας της Ρώμης.
Μία φορά αναφέρει το όνομα "μητρόπολις" αλλά ουδέποτε "μητροπολίτες",
ενώ είναι γνωστό ότι κατά την εποχή εκείνη, ο Μητροπολίτης προήδρευε
συνήθως συνόδου. Ο δε Αρχιεπίσκοπος ως μέλος αυτής της συνόδου, ήταν ο
πρώτος κατά πρεσβεία επίσκοπος, όπως ο Αρχιδιάκονος μεταξύ των διακόνων.
Η σύγχυση του συντάκτη όσον αφορά θέματα οργάνωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ασφαλώς οφείλεται στις πηγές από τις οποίες αντλεί τις πληροφορίες του, που βρίσκονταν στα αρχεία κατασκοπίας. Στα αρχεία αυτά, βρίσκονταν κατατεθειμένες οι αναφορές των "περιηγητών", οι οποίοι συνέλεγαν πληροφορίες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους, μη μπορώντας όμως να κατανοήσουν ορθά όσα έβλεπαν και άκουγαν. Είναι χαρακτηριστικό το ότι μιλάει ο συντάκτης για «κλάσιν της ιερωσύνης», ακριβώς επειδή έχει υπ' όψιν του τη δική του Φράγκικη παράδοση, κατά την οποία ο κλήρος αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη (classe). Σε αυτή ηγούνταν οι Φράγκοι επίσκοποι, και ήταν διαφορετική από την classe των ευγενών στην οποία ανήκαν οι Φράγκοι, και της τρίτης κατάστασης στην οποία ανήκαν οι Γαλλορωμαίοι.
Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ιερέας του χωριού, που φέρει «φόρεμα ιερωσύνης», αναγορεύεται σε αρχιμανδρίτη «με γρόσια», και με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ανέλθει μέχρι τον πατριαρχικό θρόνο. Αγνοεί εμφανώς ότι οι Ιερείς των χωριών, (όπως μέχρι σήμερα), ήταν έγγαμοι και επομένως δεν προβιβάζονταν σε αυτούς τους βαθμούς. Φανταζόταν εσφαλμένα ότι οι Ιερείς και οι Επίσκοποι όλων των βαθμίδων άρχιζαν τη σταδιοδρομία τους ως Ιερείς χωριών, λόγω των πληροφοριών του περί χωρικής προελεύσεως. Συγχέει τους Ιερείς των χωριών με τους άγαμους κληρικούς και αγνοεί ότι μόνο οι άγαμοι αποκτούν τα ανωτέρω οφφίκια. Η προέλευση των μοναχών από τα χωριά, που ανέβαιναν μέχρι τη θέση του Πατριάρχη, τον οδηγεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτοί είναι απαίδευτοι. Και αυτό επειδή στη δική του πατρίδα μόνο οι αριστοκράτες σπουδάζουν στις ανώτερες σχολές για να αποκτήσουν νευραλγικές θέσεις στην Εκκλησία. Και είναι γνωστό ότι εκεί η "Εκκλησία" κυβερνιόταν κυρίως από Φράγκους ευγενείς, όπως ακριβώς και το κράτος.
Αγνοεί
ο συντάκτης ότι από αυτούς τους χωρικούς αναδείχθηκαν μέγιστες
φυσιογνωμίες της Ορθόδοξης Θεολογίας, λόγω ακριβώς της σπουδής
χειρογράφων των ιερών μονών, μέσα στις τεράστιες βιβλιοθήκες. Γι' αυτό
ακριβώς γνώριζαν καλύτερα από τους Λατίνους τους πατέρες και την ιστορία
της αυτοκρατορίας. Γιατί οι Λατίνοι τους μελετούσαν με κλειδί ερμηνείας
μόνο τον Αυγουστίνο και τους σχολαστικούς. Είναι γνωστό ότι ο εκ γενετής αριστοκράτης δεν μπορεί να αποκρύψει την απέχθειά του για όσους γίνονταν ηγέτες χωρίς να είναι αριστοκράτες.
Γι' αυτό και ο συντάκτης της "Ελληνικής Νομαρχίας" γράφει: «όθεν όλοι οι αρχηγοί της Εκκλησίας κατάγονται από την ιδίαν ποταπότητα και οι περισσότεροι είναι αμαθέστατοι». Φαίνεται μάλιστα να αγνοεί ο αριστοκράτης αυτός, ότι οι Απόστολοι ήταν "ποταποί" και ο κορυφαίος Πέτρος "αγράμματος".
- Από τον πρόλογο της β΄ έκδοσης του βιβλίου: "ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ" εκδόσεις Δομός δεύτερη έκδοση, του π. Ι. Ρωμανίδη, γραμμένο το Πάσχα του 1989.