Η Κινστέρνα του Θεοδοσίου είναι Βυζαντινή σκεπαστή κινστέρνα, δεξαμενή νερού της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα διασώζεται και βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στην περιοχή μεταξύ του αρχαίου φόρουμ του Κωνσταντίνου και του ιπποδρόμου δίπλα στην Κινστέρνα του Φιλοξένου. Η είσοδος του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται στην οδό Piyer Loti Caddesi.
Η κινστέρνα χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ μεταξύ των ετών 428 και 443[1]. Υπάρχει η εκδοχή ότι η κατασκευή της ίσως ξεκίνησε από την αδελφή του αυτοκράτορα Πουλχερία όταν ήταν αντιβασιλέας για τον ανήλικο Θεοδόσιο και τον αδελφό του την περίοδο 414-421[2].
Το νερό εισέρχεται στη δεξαμενή από το Υδραγωγείο του Ουάλεντος και διανεμόταν στο Νυμφαίο, τις Θέρμες Ζευξίππου, το Μέγα Παλάτιον και πολλές βρύσες. Πιθανώς η δεξαμενή συνδεόταν με τη γειτονική δεξαμενή του Φιλόξενου[2].
Η δεξαμενή έχει σχήμα ορθογώνιο 45 × 25μ, η χωρητικότητα της ήταν περίπου 11.250 m³, η στέγη υποστηρίζεται από 32 μονολιθικούς μαρμάρινους κίονες, που περιβάλλονται από σφιγκτήρες σιδήρου[3]. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μισοί κίονες και στην μία πλευρά είναι ακριβώς ίδιοι και έχουν ύψος 9μ, από την άλλη πλευρά, είναι διαφορετικοί. Μερικοί από αυτούς είναι κορινθιακού ρυθμού και άλλοι δωρικού ρυθμού[2]. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι κατασκευαστικές εργασίες στη δεξαμενή διεξήχθησαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της αυτοκρατορίας, με περίσσεια και έλλειψη υλικών[1].
Η Κινστέρνα αποκαταστάθηκε και άνοιξε για το κοινό το 1994, τώρα είναι μουσείο υπό την προστασία της ΟΥΝΕΣΚΟ.