Περπατούσε και έβλεπες συνεχώς τα χείλη του να κινούνται. Εμάς, πού ήμασταν μοναχές, μας έλεγε να διαβάζουμε πολύ και κυρίως πατερικά βιβλία, όπως τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον Άγιο Εφραίμ τον Σύρο, την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, την Αγία Γραφή… Το Ευαγγέλιο, μας έλεγε, να μη σας λείπει από το χέρι σας. Την Καινή Διαθήκη να τη διαβάζετε τακτικά».
Ο πατήρ Φιλούμενος έζησε αθόρυβα και ταπεινά. Η ασκητική ζωή και η ακρίβεια της τήρησης των μοναχικών ιδεωδών, ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν. Πολλές φορές έκανε και τον σαλό (Σ.Σ τον «σαλεμένο») για να κρύβεται από τον κόσμο. «Έκανε μερικές χαζομάρες για να μη δείξει την αγιότητά του», όπως το διατύπωσε ο Μητροπολίτης Νεόφυτος.
***
Στην
κηδεία του πλήθος κόσμου μαζεύτηκε, όχι μόνο χριστιανοί, αλλά και
ετερόδοξοι, μουσουλμάνοι και χοτζάδες ακόμη. Όλοι ήρθαν να του δώσουν
τον τελευταίο ασπασμό. Όλοι τον έκλαψαν, γιατί ήταν ένας καλός και άγιος
ιερομόναχος.
Το Πατριαρχείο ειδοποίησε τους συγγενείς
του να πάνε στην κηδεία, όπως πράγματι αρκετοί μπόρεσαν να πάνε. Ο π.
Ελπίδιος, ο δίδυμος αδελφός του, τον καιρό εκείνο ζούσε στην Νέα Σκήτη
του Αγίου Όρους. Ένας ανεψιός του (γνωστός μου) τον ειδοποίησε σχετικά
με την κηδεία, αλλ᾿ εκείνος δεν προλάβαινε να πάει από το Άγιο Όρος.
Πήγαινε, του είπε και στην επιστροφή μου λες τι έγινε.
Πράγματι μετά την κηδεία και την
επιστροφή του στην Αθήνα ξαναπήρε στο τηλέφωνο τον π. Ελπίδιο, στον
οποίο είπε λίγα πράγματα για την δολοφονία και την κηδεία του π.
Φιλουμένου. Εκείνος του είπε, δεν μου τα λες καλά. Μου κρύβεις κάποια
πράγματα. Την ώρα που τον βασάνιζαν και τον έκοβαν, εγώ άκουγα την φωνή
του. Αδελφέ, με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού, μου φώναζε. Σε παρακαλώ, μην αγανακτήσεις.
Ο π. Ελπίδιος από το Άγιο Όρος άκουε και ήξερε τι γινόταν στον αδελφό
του και τι τραβούσε την ώρα του μαρτυρίου του. Τους ίδιους πόνους
αισθανόταν και αυτός. Κάνε κουράγιο, του απαντούσε.
Είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση τα δύο αδέλφια από παλιά. Όταν πονούσε ο ένας, πονούσε και ο άλλος. Όταν ήταν στενοχωρημένος ο ένας, ήταν και ο άλλος. Όταν ήταν χαρούμενος ο ένας, το ίδιο ήταν και ο άλλος.
Κάποτε μάλιστα, όταν σπούδαζαν στην Πατριαρχική Σχολή της Σιών, τους έβαλαν σε δύο διαφορετικές αίθουσες και τους έδωσαν να γράψουν μία έκθεση με το ίδιο θέμα. Έγραψαν και οι δύο ακριβώς τα ίδια πράγματα, σαν να είχαν καρμπόν από κάτω, με τα ίδια ορθογραφικά λάθη.
Κάποια
θαύματα για να τελειώσουμε. Στην δεύτερη εκταφή απουσίαζε ο π.
Σωφρόνιος (φίλος του κι ο οποίος βρέθηκε κοντά του αμέσως μετά το
μαρτύριο του και τον έντυσε), γιατί δεν είχε ειδοποιηθεί. Το προηγούμενο
βράδυ είδε σαν σε όνειρο τον άγιο Φιλούμενο να του λέει: Εσύ Σωφρόνιε, δεν θα έρθεις αύριο; Έτσι πληροφορήθηκε για την εκταφή.
Στην πρώτη αγρυπνία, που
θα γινόταν προς τιμήν του Αγίου στην Κύπρο, λέει ο Μητροπολίτης Μόρφου
Νεόφυτος στην αδελφή του Αγίου Φιλουμένου Γαλάτεια, δεν θα έρθεις στην
αγρυπνία; Δεν μπορώ, Σεβασμιώτατε. Έχω σοβαρά προβλήματα υγείας, μου
πονάνε και τα πόδια…Στενοχωριόταν που δεν θα μπορούσε να πάει στην
Εκκλησία. Είχε μία φωτογραφία του π. Φιλουμένου κορνιζομένη σ᾿ ένα τραπέζι κοντά της. Κάποια στιγμή βγαίνει από την φωτογραφία και της λέει, να έρθεις κι᾿ εγώ θα είμαι εκεί και θα σε βοηθήσω.
Τότε απεφάσισε να πάει στην αγρυπνία. Και πραγματικά πέρασε όλες τις
ώρες της αγρυπνίας χωρίς να έχει καμιά δυσκολία και μάλιστα στεκόταν
συνέχεια όρθια.
Το
2005, ενώ ο ναός είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, δέχτηκε επίθεση από δύο
εβραϊκά τάνκς. «Την ώρα που έγινε η επίθεση, στις 3:45 π.μ.», θυμάται ο
π. Ιουστίνος, «βρισκόμουν στο ηγουμενείο. Μου τηλεφώνησε η γυναίκα του
φύλακα που δουλεύει εδώ, η οποία μένει ακριβώς απέναντι από την κεντρική
πύλη του προσκυνήματος, και μου είπε: “Πρόσεξε, μην πλησιάσεις στα
παράθυρα, διότι δύο τάνκς είναι έτοιμα να κτυπήσουν το Μοναστήρι!”
»Έμεινα πραγματικά μέσα και κοιτάζοντας
πλαγίως από το ένα παράθυρο είδα μία οβίδα να κτυπά την εκκλησία. “ Άγιε
Ιακώβ… Αγία Φωτεινή…”, φώναξα. ‘‘ Εγώ έφτιαξα το σπίτι σας με το
υστέρημα του φτωχού λαού. Προστατέψτε το, διότι μπροστά στα τάνκς δεν
μπορώ να κάνω τίποτα!” Όταν όμως άκουσα και το δεύτερο κτύπημα κάτω από
το καμπαναριό, δίπλα στον σταυρό, απελπίστηκα και είπα: ” Ε, πάτερ Φιλούμενε, αν είσαι Άγιος, δείξε μου το τώρα!”
Και τότε πραγματικά, με αυτά τα αμαρτωλά μου μάτια είδα τον Άγιο με το
γκρίζο του αντερί επάνω στον σταυρό, στο κέντρο της προσόψεως του ναού,
να κινεί τα χέρια του, σαν να έδιωχνε κάτι. Έπειτα διαπίστωσα, ότι αυτό
που έδιωχνε ήταν τρεις οβίδες, οι οποίες έπεσαν κάτω χωρίς να εκραγούν
και κατρακυλούσαν πάνω στο λιθόστρωτο, σαν να ήταν μπουκάλια. Έτσι, τα
τάνκς απεχώρησαν άπρακτα και σώθηκε ο ναός.»
Ένα
βράδυ τον είδε πάλι στον ύπνο του. Σήκω, του είπε, είναι η ώρα της
ακολουθίας. Πράγματι σηκώθηκε, αλλά είδε το ωρολόι και διεπίστωσε ότι
ήταν νωρίς ακόμη. Όπως στεκόταν δίπλα στο κρεββάτι του, βλέπει το χέρι
του αγίου Φιλουμένου με το γκρίζο αντερί, που συνήθιζε να φοράει και
άκουσε αυστηρή την φωνή του να του λέει; Σου είπα να σηκωθείς, αλλά
κατέβα στην εκκλησία από την αριστερή πόρτα, όχι από την δεξιά.
Σκέφτηκε μήπως είναι πειρασμός από τον διάβολο και άρχισε να λέει το Θεοτόκε Παρθένε… Ο άγιος τον έπιασε από τον αριστερό ώμο και του ξαναλέει, έλα, ο ίδιος είμαι, ο Φιλούμενος, μη δοκιμάζεις. Σου ξαναλέω, κατέβα στο προσκύνημα από την αριστερή πόρτα και όχι από την δεξιά.
Έκανε το σταυρό του και κατέβηκε. Στην αριστερή πλευρά της αγίας
τραπέζης άκουσε θόρυβο ρολογιού. Κάποιοι είχαν τοποθετήσει ωρολογιακή
βόμβα… Κάλεσε αμέσως την αστυνομία και μόλις που πρόλαβαν και την
πέταξαν έξω, έσκασε, έγινε η έκρηξη.
Την τρίτη φορά που δέχθηκε επίθεση ο π. Ιουστίνος, ήταν από έναν φανατικό Εβραίο που κρατούσε τσεκούρι. Θα σε σκοτώσω, όπως σκότωσα και τον άλλο, του είπε. Ήταν ο ίδιος που σκότωσε τον π. Φιλούμενο. Όμως με ένα μονόκερο μπρούντζινο μανουάλι ο π. Ιουστίνος τον χτύπησε και του έσπασε τα χέρια, έτσι τον συνέλαβαν. Ομολόγησε τον φόνο, πόσοι ήταν, πως μπήκαν μέσα και έκανε αναπαράσταση του φόνου.