Όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης επίσκοπος Αναστασιουπόλεως
Εορτάζει στις 22 Απριλίου
Στίχος
Και Θεοδώρω, και νεκρώ Θεοδώρου,
Το θαυματουργείν δώρον εκ Θεού μέγα.
Εικάδι δευτερίη Συκεώτην τύμβος έκρυψεν.
Ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης καταγόταν από την χώρα των Γαλατών, από ένα χωριό που ωνομαζόταν Συκεών της Αναστασιουπόλεως της μεγαλύτερης επαρχίας της Άγκυρας. Αμέσως από την βρεφική ηλικία ανέδειξε ο Όσιος τον εαυτό του αγαπητό και αξιολάτρευτο στον Θεό και στον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο με τέτοιο τρόπο, ώστε ο μέγας Γεώργιος φαινόταν, ότι πάντοτε βρίσκεται μαζί του, ότι τον δίδασκε ως ένας παιδαγωγός ότι τον ανέβαζε σε ανώτερες επιθυμίες μεγαλυτέρων αρετών και ότι τον αγαπούσε με μια θεία αγάπη και με έναν πνευματικό και θαυμαστό έρωτα. Μια νύχτα εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος και αφού τον ξύπνησε του είπε: «Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε».
Ο Όσιος είχε τόση ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας από το σχολείο ανέβαινε στο γειτονικό πετρώδες όρος, όπου ήταν το προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου. Τον οδηγούσε ο ίδιος ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού.
Έτσι έγινε Μοναχός και ανέβηκε στο βουνό, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Δίπλα στην Αγία Τράπεζα άνοιξε μια κρύπτη και εκεί περνούσε τις ημέρες του μέσα σε προσευχή και νηστεία.
Σε ηλικία, μόνον, δεκαοκτώ ετών, ο Θεόδωρος έγινε ιερεύς του Υψίστου, κι απόκτησε από τον Θεό την ενέργεια των θαυμάτων. Όλη δε την ημέρα ήταν μέσα σε μια σπηλιά και προσηύχετο προς τον Πανάγαθο Θεό να τον συγχωρήσει για τις αμαρτίες του και τα ελαττώματά του και να φωτίσει τους ανθρώπους να υπηρετούν το Άγιο θέλημά Του. Με την βοήθεια της χάριτος του Θεού, ο Θεόδωρος ημέρωνε και τα άγρια θηρία ακόμη.
Καθημερινώς μια φοβερή αρκούδα ερχόταν έξω από την σπηλιά του και έπαιρνε τροφή, από τα χέρια του Αγίου.
Απεσταλμένοι του Αρχιεπισκόπου Παύλου ήλθαν στο Μοναστήρι και ζήτησαν να αναλάβει την Επισκοπή της Αναστασιουπόλεως. Ο Όσιος όμως ούτε θέλησε να ακούσει τέτοιο πράγμα, διότι έλεγε ότι η κοσμική εξουσία θα τον αποσπούσε από την πνευματική του άσκηση και την συνεχή επικοινωνία του με το Θεό. Έτσι οι Χριστιανοί κατέφυγαν στη βία. Τον έβγαλαν έξω και αφού τον τοποθέτησαν επάνω σε ένα φορείο, τον απήγαγαν.
Κατά την χειροτονία του σε Επίσκοπο κάποιος είδε ένα τεράστιο αστέρι που ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται επάνω στην εκκλησία, αστράφτοντας και φωτίζοντας την πόλη και την γύρω περιοχή.
Ο Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, τον Τάφο του Κυρίου και όλα τα αγιάσματα που υπήρχαν στην περιοχή, καθώς και τα κοντινά μοναστήρια. Τον ενοχλούσε όμως ο λογισμός και τον έπεισε τελικά να μην επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, αλλά να ζήσει ησυχαστική ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια που υπήρχαν εκεί.
Νόμισε πως είχε πέσει έξω από το μοναχικό μέτρο, επειδή ανέλαβε την πνευματική ευθύνη της Επισκοπής και διότι τον στεναχωρούσαν οι ενοχλητικές καταστάσεις που υπήρχαν σε αυτήν. Πήγε λοιπόν στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και ζούσε εκεί σε ένα κελλί κάποιου αγωνιστή μοναχού, που τον έλεγαν Ανδρέα.
Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος και, αφού του έδωσε ένα ραβδί, του είπε: «Σήκω και περπάτα για να φύγουμε στην πατρίδα, διότι πολλοί άνθρωποι αδύνατοι και φτωχοί λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Δεν είναι επιτρεπτό να εγκαταλείψεις την Επισκοπή σου». Έτσι ο Όσιος αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Τελικά, ο φιλήσυχος Θεόδωρος εγκατέλειψε την επισκοπή και επιδόθηκε απερίσπαστος στην αγαπημένη του άσκηση και ησυχία. Αυτός με τα θαύματα ωφέλησε τους Χριστιανούς, που βρίσκονταν παντού, και μέσω των μεγάλων σημείων, που έκανε, (τα οποία δεν είναι εύκολο να τα γράψη κανείς) τους εξέπληξε όλους. Αυτός στο τέλος, αφού προφήτευσε σε πολλούς τα μέλλοντα, τελείωσε την ζωή του υποδεχόμενος τους Αγγέλους και τους Αγίους, που ήλθαν να πάρουν την ψυχή του με ένα σεμνό και χαρούμενο χαμόγελο, το οποίο φανέρωνε την εσωτερική αγαλλίασι της καρδιάς του. Λένε δε, ότι λίγο πριν πεθάνη, εμφανίστηκε στο όνειρο του ο ένδοξος Μάρτυρας του Χριστού Γεώργιος και του έδωσε ένα ραβδί, για να ακουμπά. Έπειτα του εμφανίσθηκε και δεύτερη φορά καβαλάρης επάνω σε άλογο και έσυρε μαζί του και άλλο άλογο, επάνω στο οποίο πρόσταξε τον Όσιο να καβαλικεύση. Και φανέρωναν με αινιγματικό τρόπο το ραβδί και το άλογο τον δρόμο, που επρόκειτο να κάνη ο Όσιος στα Ουράνια. Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, την 22α Απριλίου.
Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος (π. 575 – 11 Φεβρουαρίου 641) και ο Πατριάρχης Σέργιος μετέφεραν το ιερό λείψανο του Αγίου Θεοδώρου από τη Γαλατία στην Κωνσταντινούπολη και το κατέθεσαν στο ναό του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου «εν τω Δευτέρω», όπου τελείται η Σύναξι του, ώστε με την παρουσία του εκεί να προστατεύει την πρωτεύουσα από την περσική επίθεση. Κατά την τελετή υποδοχής ο αυτοκράτορας γονάτισε μπροστά στο λείψανο παρουσία της συγκλήτου. Ο Ηράκλειος επιθυμούσε και χρειάζονταν, την άνωθεν βοήθεια και τις πρεσβείαις του Οσίου.Το λείψανο του αγίου είδε και προσκύνησε ο Αντώνιος από το Νόβγκοροντ, ένας Ρώσος μοναχός και προσκυνητής που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1200 .
(.(Лидов, А.М., (ed.), Реликвии в Византии и Древней Руси. Письменные источники. Москва 2006, 202.
– Антоний, 1899. Книга Паломник Сказание мест святых во Царе-граде Антония Архиепископа Новгородского в 1200 году /Под ред. Хр. М. Лопарева //Православный Палестинский сборник. СПб., 1899. Т. XVII, вып. 3(51).).
https://iconandlight.wordpress.com
Εορτάζει στις 22 Απριλίου
Στίχος
Και Θεοδώρω, και νεκρώ Θεοδώρου,
Το θαυματουργείν δώρον εκ Θεού μέγα.
Εικάδι δευτερίη Συκεώτην τύμβος έκρυψεν.
Ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης καταγόταν από την χώρα των Γαλατών, από ένα χωριό που ωνομαζόταν Συκεών της Αναστασιουπόλεως της μεγαλύτερης επαρχίας της Άγκυρας. Αμέσως από την βρεφική ηλικία ανέδειξε ο Όσιος τον εαυτό του αγαπητό και αξιολάτρευτο στον Θεό και στον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο με τέτοιο τρόπο, ώστε ο μέγας Γεώργιος φαινόταν, ότι πάντοτε βρίσκεται μαζί του, ότι τον δίδασκε ως ένας παιδαγωγός ότι τον ανέβαζε σε ανώτερες επιθυμίες μεγαλυτέρων αρετών και ότι τον αγαπούσε με μια θεία αγάπη και με έναν πνευματικό και θαυμαστό έρωτα. Μια νύχτα εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος και αφού τον ξύπνησε του είπε: «Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε».
Ο Όσιος είχε τόση ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας από το σχολείο ανέβαινε στο γειτονικό πετρώδες όρος, όπου ήταν το προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου. Τον οδηγούσε ο ίδιος ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού.
Έτσι έγινε Μοναχός και ανέβηκε στο βουνό, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Δίπλα στην Αγία Τράπεζα άνοιξε μια κρύπτη και εκεί περνούσε τις ημέρες του μέσα σε προσευχή και νηστεία.
Σε ηλικία, μόνον, δεκαοκτώ ετών, ο Θεόδωρος έγινε ιερεύς του Υψίστου, κι απόκτησε από τον Θεό την ενέργεια των θαυμάτων. Όλη δε την ημέρα ήταν μέσα σε μια σπηλιά και προσηύχετο προς τον Πανάγαθο Θεό να τον συγχωρήσει για τις αμαρτίες του και τα ελαττώματά του και να φωτίσει τους ανθρώπους να υπηρετούν το Άγιο θέλημά Του. Με την βοήθεια της χάριτος του Θεού, ο Θεόδωρος ημέρωνε και τα άγρια θηρία ακόμη.
Καθημερινώς μια φοβερή αρκούδα ερχόταν έξω από την σπηλιά του και έπαιρνε τροφή, από τα χέρια του Αγίου.
Απεσταλμένοι του Αρχιεπισκόπου Παύλου ήλθαν στο Μοναστήρι και ζήτησαν να αναλάβει την Επισκοπή της Αναστασιουπόλεως. Ο Όσιος όμως ούτε θέλησε να ακούσει τέτοιο πράγμα, διότι έλεγε ότι η κοσμική εξουσία θα τον αποσπούσε από την πνευματική του άσκηση και την συνεχή επικοινωνία του με το Θεό. Έτσι οι Χριστιανοί κατέφυγαν στη βία. Τον έβγαλαν έξω και αφού τον τοποθέτησαν επάνω σε ένα φορείο, τον απήγαγαν.
Κατά την χειροτονία του σε Επίσκοπο κάποιος είδε ένα τεράστιο αστέρι που ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται επάνω στην εκκλησία, αστράφτοντας και φωτίζοντας την πόλη και την γύρω περιοχή.
Ο Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, τον Τάφο του Κυρίου και όλα τα αγιάσματα που υπήρχαν στην περιοχή, καθώς και τα κοντινά μοναστήρια. Τον ενοχλούσε όμως ο λογισμός και τον έπεισε τελικά να μην επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, αλλά να ζήσει ησυχαστική ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια που υπήρχαν εκεί.
Νόμισε πως είχε πέσει έξω από το μοναχικό μέτρο, επειδή ανέλαβε την πνευματική ευθύνη της Επισκοπής και διότι τον στεναχωρούσαν οι ενοχλητικές καταστάσεις που υπήρχαν σε αυτήν. Πήγε λοιπόν στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και ζούσε εκεί σε ένα κελλί κάποιου αγωνιστή μοναχού, που τον έλεγαν Ανδρέα.
Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος και, αφού του έδωσε ένα ραβδί, του είπε: «Σήκω και περπάτα για να φύγουμε στην πατρίδα, διότι πολλοί άνθρωποι αδύνατοι και φτωχοί λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Δεν είναι επιτρεπτό να εγκαταλείψεις την Επισκοπή σου». Έτσι ο Όσιος αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Τελικά, ο φιλήσυχος Θεόδωρος εγκατέλειψε την επισκοπή και επιδόθηκε απερίσπαστος στην αγαπημένη του άσκηση και ησυχία. Αυτός με τα θαύματα ωφέλησε τους Χριστιανούς, που βρίσκονταν παντού, και μέσω των μεγάλων σημείων, που έκανε, (τα οποία δεν είναι εύκολο να τα γράψη κανείς) τους εξέπληξε όλους. Αυτός στο τέλος, αφού προφήτευσε σε πολλούς τα μέλλοντα, τελείωσε την ζωή του υποδεχόμενος τους Αγγέλους και τους Αγίους, που ήλθαν να πάρουν την ψυχή του με ένα σεμνό και χαρούμενο χαμόγελο, το οποίο φανέρωνε την εσωτερική αγαλλίασι της καρδιάς του. Λένε δε, ότι λίγο πριν πεθάνη, εμφανίστηκε στο όνειρο του ο ένδοξος Μάρτυρας του Χριστού Γεώργιος και του έδωσε ένα ραβδί, για να ακουμπά. Έπειτα του εμφανίσθηκε και δεύτερη φορά καβαλάρης επάνω σε άλογο και έσυρε μαζί του και άλλο άλογο, επάνω στο οποίο πρόσταξε τον Όσιο να καβαλικεύση. Και φανέρωναν με αινιγματικό τρόπο το ραβδί και το άλογο τον δρόμο, που επρόκειτο να κάνη ο Όσιος στα Ουράνια. Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, την 22α Απριλίου.
Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος (π. 575 – 11 Φεβρουαρίου 641) και ο Πατριάρχης Σέργιος μετέφεραν το ιερό λείψανο του Αγίου Θεοδώρου από τη Γαλατία στην Κωνσταντινούπολη και το κατέθεσαν στο ναό του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου «εν τω Δευτέρω», όπου τελείται η Σύναξι του, ώστε με την παρουσία του εκεί να προστατεύει την πρωτεύουσα από την περσική επίθεση. Κατά την τελετή υποδοχής ο αυτοκράτορας γονάτισε μπροστά στο λείψανο παρουσία της συγκλήτου. Ο Ηράκλειος επιθυμούσε και χρειάζονταν, την άνωθεν βοήθεια και τις πρεσβείαις του Οσίου.Το λείψανο του αγίου είδε και προσκύνησε ο Αντώνιος από το Νόβγκοροντ, ένας Ρώσος μοναχός και προσκυνητής που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1200 .
(.(Лидов, А.М., (ed.), Реликвии в Византии и Древней Руси. Письменные источники. Москва 2006, 202.
– Антоний, 1899. Книга Паломник Сказание мест святых во Царе-граде Антония Архиепископа Новгородского в 1200 году /Под ред. Хр. М. Лопарева //Православный Палестинский сборник. СПб., 1899. Т. XVII, вып. 3(51).).
https://iconandlight.wordpress.com