Οι μαθητές και κατ’ επέκταση όλοι οι χριστιανοί που θέλουν και ζούνε σύμφωνα με τον λόγο του Θεού, χαρακτηρίζονται από τον Κύριο στο ευαγγέλιο του Ματθαίου ως το φως και το άλας της γης, αλλά και ως πόλη που βρίσκεται χτισμένη πάνω σε όρος και φαίνεται από παντού.
Τονίζοντας τις κοσμοσωτήριες διαστάσεις ενός τέτοιου τρόπου ζωής, που προκύπτει από την σύνδεση της ζωής του ανθρώπου με την θεία ζωή και είναι καρπός της ελεύθερης βούλησης και της συνέργειάς του με τον ενεργούντα Τρισυπόστατο Θεό – ο Οποίος τον εξομοιώνει μαζί του και από θνητό τον καθιστά κατά χάριν Θεό, ώστε οι χριστιανοί διά της μετοχής τους αυτής και τη λαμπρή ενάρετη και μεστή από καλά έργα ζωή τους, να εξελίσσονται σε μαγνήτη που έλκει τους ανθρώπους από την πλάνη στην αλήθεια, από το σκοτάδι της αμαρτίας στο φως της ζωής, ώστε να επιστρέφουν στην αληθινή ζωή και να αποδίδουν ορθή δόξα στον μόνο αληθινό Θεό.
Μια τέτοια πόλη ψηλά κτισμένη, ώστε να μην διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων αλλά να τους έλκει κοντά της, για να τους προσφέρει ανάπαυση και ένα τέτοιο φως που να φωτίζει τον κόσμο, ο οποίος περιπλανιέται στο σκοτάδι αλλά και ένα τέτοιο άλας που επιφέρει θεραπεία στη σήψη την οποία πληρώνει η αμαρτία στον άνθρωπο, υπήρξε και ο μακαριστός Γέροντας Ιωάννης του Νεοχωρίου. Ο λαμπρός αυτός γέροντας του καιρού μας έλαμψε με την εν Αγίω Πνεύματι ζωή του στη ταλαιπωρημένη γενεά μας, η οποία με την πορεία της στη δική της έρημο δοκιμάζεται στην κρίση και την οδύνη της μακριά από τον Θεό εποχής μας.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Ο πατήρ Ιωάννης Καλαΐδης γεννήθηκε στο Καμαρωτό Σερρών από ευσεβείς γονείς τον Χρυσόστομο και τη Θεοδώρα στις 8 Μαΐου του 1925, ημέρα εορτής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Πήρε έτσι το όνομα του ευαγγελιστή και αγαπημένου μαθητή του Κυρίου μας, Ιωάννη – ενέργεια που φανερώνει το φόβο Θεού αλλά και την αγάπη που είχαν οι γονείς του προς την εκκλησία και τους αγίους της.
Σημαντικό ρόλο στο έναυσμα της καλής πνευματικής του πορείας υπήρξε το πρόσωπο της μητέρας του, η οποία ήταν γυναίκα με πίστη και αγάπη προς τον Θεό και την εκκλησία του. Η Θεοδώρα ήθελε τα παιδιά της να έχουν Θεό μέσα τους και έτσι τα καθοδηγούσε στην προσευχή και στον τακτικό εκκλησιασμό. Η θεοφοβούμενη αυτή γυναίκα είχε την καταγωγή της από την Μικρά Ασία, τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Στο όρος αυτό τα βυζαντινά χρόνια γεννήθηκε και άκμασε μία ολόκληρη μοναστική πολιτεία ομόλογη στο πνευματικό ύψος της Θηβαΐδος της Αιγύπτου και της μοναστικής Αθωνικής πολιτείας του Αγίου Όρους, και η οποία έδωσε στην εκκλησία πλήθος αγίων, ασκητών και μαρτύρων. Στα χαλεπά χρόνια της εικονομαχίας τα μοναστήρια υπήρξαν φάρος και προπύργιο της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας. Αυτή η πνευματικότητα επηρέασε τους ανθρώπους της περιοχής και έφτασε έως και την εποχή της μητέρας του Θεοδώρας. Έτσι, όταν κατά τη μικρασιατική καταστροφή βίωσαν τον ξεριζωμό από τα πάτρια εδάφη τους και έχασαν την υλική τους περιουσία, κατάφεραν να κρατήσουν μέσα τους την πνευματική περιουσία που γνώρισαν.
Ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη για την μάνα του, έτρεφε μεγάλη αδυναμία προς το πρόσωπό της, έτσι ώστε από την μικρή του ηλικία στο Καμαρωτό Σερρών να γίνεται δέκτης των πνευματικών αντανακλάσεων που κληρονόμησε εκείνη και εκ των αντανακλάσεων αυτών να διαμορφώνεται μέσα του ο σεβασμός και η αγάπη του προς τον Θεό.
Η παιδική ηλικία του Γέροντα διέφερε από την ζωή των άλλων παιδιών που ως προτεραιότητά τους είχαν το παιχνίδι, κάτι πολύ φυσικό για την ζωή τους. Ο ίδιος ήταν σοβαρός και αγαπούσε πολύ την εκκλησία και την παραμονή μέσα σ’αυτήν. Θαύμαζε την ζωή του λειτουργού και ήθελε και ο ίδιος να διακονήσει τον Θεό με το ίδιο ιερό έργο. Είχε επιθυμία να γίνει κληρικός, να ανήκει στον κλήρο του Κυρίου και να ποιμάνει τα λογικά πρόβατα, την ποίμνη για την οποία ο Χριστός πρόσφερε το αίμα του και την ζωή του θυσία στον Επουράνιο Πατέρα του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «καθώς θυμάμαι τον εαυτό μου, πήγαινα τακτικά στην εκκλησία και βοηθούσα τον ιερέα στο ιερό βήμα, και έλεγα να με αξιώσει και μένα ο καλός Θεός να γίνω ένας ιερεύς και να τον υπηρετήσω, και ο καλός Θεός που ακούει τα πάντα άκουσε την παιδική μου προσευχή».
Ο Γέροντας βίωσε πολλά θαυμαστά γεγονότα στη ζωή του και η διήγηση του βίου του θυμίζει τα συναξάρια των αγίων τα οποία είναι γεμάτα από ανάλογες διηγήσεις και προκαλούν έκπληξη στους ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες τέτοιων πνευματικών αποκαλύψεων – ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την πίστη των ευσεβών χριστιανών στον Κύριο της δόξης. Η αρχή των αποκαλύψεων αυτών ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Στην ηλικία των δέκα ετών, έζησε ένα θαυμαστό γεγονός, όχι σε όνειρο αλλά ζωντανά. Είδε τρεις αρχιερείς ντυμένους τα ιερά άμφια, να μπαίνουν στο σπίτι τους και να θυμιατίζουν τα δίδυμα της οικογένειας, τον Γιώργο και την Αναστασία, και αυθόρμητα είπε στην μητέρα του: «Βλέπεις τους τρεις ιεράρχες;». Η μητέρα του τότε μονολόγησε με θαυμασμό και φόβο Θεού «Τι βλέπει αυτό το παιδί;». Το ίδιο βράδυ η μικρή αδερφή του Αναστασία άφησε τον πρόσκαιρο κόσμο και πέρασε στον ουράνιο κόσμο του Θεού.
Ο γέροντας υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό στις 28 Οκτωβρίου του 1947 έως και τις 20 Μαρτίου του 1950. Μία πολύ δύσκολη περίοδος για την πατρίδα μας, καθώς αυτά τα χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο που σπάραζε το δοκιμασμένο έθνος μας από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Ο π. Ιωάννης αγαπούσε πολύ την πατρίδα του και πονούσε πολύ από τον βίαιο πόνο που βίωσε το Ελληνικό έθνος.
Συνήθιζε να λέει: «Αδελφός παρέδιδε στον θάνατο τον αδελφό του, φοβερό πράγμα». Βλέποντας το φόβο και τον θάνατο να κυριαρχούν παντού, πονούσε πολύ και δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο ίδιος του κινδύνευσε πολλές φορές και σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Η κυριαρχία του θανάτου πάνω στους ανθρώπους και η απουσία της αγάπης συγκλόνισαν τον Γέροντα βαθύτατα, έτσι κατέφευγε στην προσευχή για να σταματήσουν αυτά τα δεινά, να πάψουν οι άνθρωποι να βιαιοπραγούν, να διαφυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους και τον ίδιο από τον θάνατο και να βασιλεύσει η ειρήνη στο έθνος μας. Προσευχόμενος κάποτε ο π. Ιωάννης αξιώθηκε μία θαυμαστή αποκάλυψη: είδε την ώρα της καρδιακής του προσευχής στον στρατιωτικό θάλαμο τον Κύριο ζωντανό, όπως εικονίζεται στις εκκλησίες μας, στην εικόνα του Παντοκράτορος και άκουσε την φωνή του Κυρίου να τον καθησυχάζει. Πράγματι η θεία πρόνοια τον προστάτεψε πολλές φορές και όπως έλεγε και ο ίδιος: «Ευχαριστώ τον καλό Θεό που με ενθάρρυνε και με γλύτωσε από το πυρ του πολέμου». Τον Αύγουστο του 1949 τελείωσε ο εμφύλιος και ο ίδιος αφού απολύθηκε, επέστρεψε σώος και αβλαβής στο χωριό του κοντά στους γονείς του.
Ήταν ευσεβής άνθρωπος, πιστός στον Θεό, απλός, ήσυχος, ευγενικός προς όλους, εργατικός και ντροπαλός. Η επιστροφή στο χωριό του, δεν ήταν μόνο επιστροφή στο πατρικό του, κοντά στους γονείς του, που σεβόταν και τιμούσε, αλλά ήταν και επιστροφή στην εκκλησία, που κατά την διάρκεια της θητείας του τού έλειψε και αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Ενώ εργαζόταν στα χωράφια δεν παρέλειπε να εκκλησιάζεται τις Κυριακές, να μελετά την Αγία Γραφή και να διαβάζει χριστιανικά έντυπα της εποχής του.
Το 1955 σε ηλικία τριάντα ετών, άμεμπτος από σαρκική αμαρτία, ήλθε σε νόμιμο γάμο με την Πολυξένη, απέκτησε μαζί της τα τρία πρώτα του τέκνα, τη Θεοδώρα, τον Χρήστο, και την Σοφία. Οι δυσκολίες της οικογενειακής ζωής δεν τον εμπόδισαν από τα πνευματικά του καθήκοντα. Εξάλλου, δεν μπορούσε να ζει έξω από την εκκλησία και τη θεία λειτουργία και έδειχνε πολύ ζήλο να είναι μέσα στον ναό, να ίσταται ενώπιον του Θεού και να προσεύχεται για την σωτηρία του και την σωτηρία όλων. Δεν άργησε όμως να έλθει ο πειρασμός: πολλοί χωριανοί που τον έβλεπαν να πηγαίνει με τέτοια σπουδή στην εκκλησία, παρόλη την καθημερινή κούραση από την εργασία του στους αγρούς, άρχισαν να τον πειράζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον αναγκάσουν να πηγαίνει κρυφά και να έχει λογισμούς να βραδύνει τον τακτικό εκκλησιασμό του. Ευρισκόμενος τότε στον χώρο της εργασίας του και συνομιλώντας με τους λογισμούς εκείνους, δέχτηκε θεία υπόδειξη να μην εγκαταλείψει την ιερή του συνήθεια, αλλά να εκκλησιάζεται. Αυτή τη φωνή την άκουσε τρείς φορές στην ζωή του και έκλαψε πικρά γιατί αισθάνθηκε πως λύπησε τον Κύριο και τον πρόδωσε όπως ο απόστολος Πέτρος. Έκτοτε δεν επανέφερε ποτέ ξανά τους λογισμούς εκείνους μέσα του, πρόσεχε δε πολύ να μην λυπήσει τον Κύριό του, όχι μόνο διά λόγων και έργων, αλλά και διά των λογισμών του.
Γνώριζε πολύ καλά ότι το πονηρό πνεύμα πρώτα προσπαθεί να αποσπάσει τους ανθρώπους από την θεία ζωή με την υποβολή των λογισμών και έπειτα να τους αποσπάσει και σωματικώς. Έτσι άρχισε την εργασία της ιερής νήψεως και δεν παρέλειπε τον εκκλησιασμό του. Παρέλειψε να λειτουργηθεί μόνο δύο φορές , ως επίστρατος, όταν λόγω της στρατιωτικής του υπηρεσίας δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την αγαπημένη του εργασία. Μάλιστα, είχε κάνει τότε και έντονα παράπονα προς τους ανωτέρους του, ζητώντας να μην τον αποσπούν από την ευλογημένη συνήθειά του, που είναι τόσο αρεστή στον Θεό, και τους προειδοποίησε πως την επόμενη φορά δεν θα ακολουθούσε στο καθορισμένο πρόγραμμα. Έως το 1970 διακόνησε στην εκκλησία ως νεωκόρος, επίτροπος και ψάλτης, διατηρώντας την αίσθηση πως δεν είχε προσφέρει στην εκκλησία απολύτως τίποτα. Είχε ταπείνωση στην καρδιά και όχι στα λόγια και αυτή η ταπείνωση ήταν συνοδοιπόρος του σε όλα τα χρόνια της ζωής του. Έτσι με μια τέτοια ζωή, σιγά σιγά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την Ιερωσύνη του.
Ιερεύς του Υψίστου
Αρχές του 1970, στις 3 Ιανουαρίου, είδε ένα περίεργο όνειρο, όπως συνήθιζε συχνά να διηγείται, ιδίως σε κληρικούς, για να τονίσει ότι η ιεροσύνη είναι δωρεά του Κυρίου: «Είδα στον ύπνο μου, τον σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας Ιωάννη να με καλεί στην Μητρόπολη και να μου δίνει το ευαγγέλιο, λέγοντάς μου να διαβάσω τους στίχους “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη” (Ματθ. 28,19). Εγώ τους διάβασα, μου λέει καλώς, μέχρι του αγίου Ιωάννου θα σε κάνω ιερέα».Το όνειρο αυτό επαληθεύτηκε μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο π. Γερβάσιος τον κάλεσε στην Μητρόπολη και τα υπόλοιπα εξελίχτηκαν όπως τα προείδε. Η χειροτονία του έγινε στις 3 Ιουλίου από τον μακαριστό Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου κ.κ. Ιωάννη. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και διατηρήθηκε σε όλη την διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του.
Ο λόγος του διανθιζόταν με διάφορα παραδείγματα και συμβουλές ώστε να παρουσιάσει το μεγαλείο της θεοσύστατης ιεροσύνης, αλλά και της ανεπανάληπτης χάρης που προσφέρει ο Θεός στους κληρικούς του. Πίστευε ότι οι ιερείς πρέπει να δοξάζουν τον Θεό μέρα και νύχτα, που τους αξίωσε μια τέτοια δωρεά, γιατί δεν υπάρχει κανείς άξιος για να την ντυθεί. Έλεγε ακόμα πως, αν ο Θεός δεν ήθελε, δεν θα γινόταν κληρικός κάποιος που είχε την επιθυμία αυτή, γιατί ο Κύριος καλεί, αυτός ο Κύριος είναι η θύρα. Γνώριζε πολύ καλά πόσο ο Θεός σέβεται την ελευθερία στον άνθρωπο και δεν καταργεί το ανθρώπινο αυτεξούσιο. Η αγαπημένη του διήγηση, ήταν από το βιβλίο της Γένεσης, για τον Αδάμ και την Εύα, για το κατ ’εικόνα και το καθ’ομοίωση: είχε την άποψη ότι εκεί κρύβεται όλη η θεολογία της εκκλησίας μας. Χρησιμοποιούσε παραδείγματα από το ιερό ευαγγέλιο, τα οποία καταδεικνύουν την πρόνοια του Θεού. Έλεγε: «Ο Θεός έχει καταμετρημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας και χωρίς την θέλησή του, δεν πέφτει καμία τρίχα μας στη γη. Ο Θεός ήθελε, γι’ αυτό γίνατε ιερείς του». Αφού, δηλαδή, δείχνει ενδιαφέρον για μια τέτοια μικρή υπόθεση, πώς θα αμελούσε τότε για ένα τόσο βαρυσήμαντο γεγονός, για το ποιος θα γίνει ποιμένας των λογικών προβάτων του, για το ποιος θα διδάσκει τον λόγο του και θα τελεί τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας του, με τα οποία θα αγιάζεται και θα αγιάζει τους ανθρώπους. Επίσης, επισύναπτε σε αυτό πως η ιερωσύνη είναι ανώτερη και από την βασιλική εξουσία και έλεγε στους κληρικούς πως είναι ασύγκριτη με κάθε άλλη κοσμική θέση επί της γης, τονίζοντας πως δεν ανταλλάσσεται με τίποτα: «Αν μου έλεγε ο Θεός να επιλέξω να γίνω βασιλιάς η παπάς, παπάς θα έλεγα χίλιες φορές !».
Δίδασκε ότι οι Λειτουργοί του Υψίστου θα πρέπει να ζούνε με μεγάλη προσοχή, να είναι διά της προσευχής σε διαρκή επικοινωνία με τον Κύριο, να δίνουν αγώνα κατά τις αμαρτίας, να είναι καθαροί από αυτήν, να αναπαύουν τους ανθρώπους, να ιερουργούν, να μελετούν τον λόγο του Θεού: «Να έχετε μια μικρή Αγία Γραφή πάνω σας συνέχεια, για να την διαβάζετε σε κάθε στιγμή και να είναι ο νους σας στον Θεό». Νουθετούσε να κατηχούν οι ιερείς τον Λαό του Θεού, να τον παροτρύνουν με πολύ αγάπη να ακολουθούν τον Χριστό και να τηρούν τις εντολές του, για να μη φανούν τελικά ανάξιοι της ιεροσύνης στα μάτια του Θεού. Δεν έπαυε να παραινεί για την ταπείνωση, πάνω στην οποία αναπαύεται ο Θεός και οι άνθρωποι και για την μετά βδελυγμίας αποστροφή της υπερηφάνειας, που είναι η αρχή όλων τον κακών: «Η ταπείνωση κάνει τους ανθρώπους αγγέλους και η υπερηφάνεια τους αγγέλους δαίμονες». Για τις πρεσβυτέρες έλεγε πως πρέπει να είναι ειρηνικές και φιλόξενες, να φροντίζουν τον ιερέα τους με αγάπη. Σε μια συζήτηση στο σπίτι του Γέροντα κάποιος ιερομόναχος μας είπε ότι η παπαδιά κάνει τον μισό παπά και τότε αναφώνησε ο π. Ιωάννης: «Όχι τον μισό παπά, όλον τον παπά κάνει η πρεσβυτέρα!». Όντως η αγάπη της πρεσβυτέρας για την εκκλησία δίνει φτερά στον παπά που στέκεται δίπλα της.
Ο π. Ιωάννης διακόνησε σε διάφορες ενορίες της επαρχίας της Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου και απ’ όπου πέρασε ο κόσμος τον αγάπησε. Όταν υπηρετούσε στο Σιδηροχώρι, στον ναό της Αγίας Κυριακής, απέκτησε το τέταρτό του παιδί. Εκεί ξεκίνησε μια απ’ τις πρώτες του δοκιμασίες, καθώς το μικρότερο και νεότερο μέλος της οικογένειας του νόσησε από οξεία λευχαιμία, οι γιατροί του ΑΧΕΠΑ έδωσαν στο παιδί τρεις μήνες ζωή. Άρχισαν έτσι να σκεπάζουν τη ζωή της οικογενείας του τα πρώτα μαύρα σύννεφα. Εκείνος όμως με πλήρη εμπιστοσύνη ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό, ζητώντας να παρατείνει ο Θεός τη ζωή του μικρού Φίλιππα. Όντως, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών, το παιδί συνέχιζε να ζει και τελικά άφησε τη ζωή του σε ηλικία επτά χρονών στην νέα ενορία του γέροντα, τα Κάτω Πορόια.
Στα Κάτω Πορόια υπηρέτησε στον ναό του Προδρόμου όπου ανέγειρε και αποπεράτωσε τον ναό της αγίας Ειρήνης της Μεγαλομάρτυρος. Υπηρέτησε ακόμα στη Λειβαδειά, στον ναό του Αγίου Δημητρίου και στο Νεοχώρι, στον ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου έκτισε με την βοήθεια πολλών ευλαβών ανθρώπων τον ιερό ναό των Αγίων Ραφαήλ Νικολάου και Ειρήνης, τους οποίους ονόμαζε εφημερεύοντες ιατρούς της εποχής μας. Σήμερα αυτός ο ναός είναι προσκύνημα της Μητροπόλεως μας και εδώ ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ.κ. Μακάριος, αναγνωρίζοντας τον ζήλο του και την αγάπη του κόσμου στο πρόσωπο του Γέροντα, κατά την ημέρα των εγκαινίων του ιερού ναού των νεοφανών μαρτύρων, του απένειμε το οφφίκιο του πνευματικού και του πρωτοπρεσβυτέρου. Με την πίστη του και την ταπείνωσή του κέρδιζε τις καρδιές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι που τον γνώρισαν μιλάνε με πολύ θαυμασμό για την προσωπικότητά του, αλλά ο ίδιος δεν είχε ποτέ τέτοιες αξιώσεις. Απέδιδε τα πάντα στη χάρη του Θεού, δεν ήθελε να τον ονομάζουν άγιο, ούτε να διαφημίζουν τις αρετές του – όσο όμως ποθούσε την αφάνεια, τόσο η θεία χάρις τον δόξαζε.
Η μεγάλη αγάπη του για την προσευχή
Αφιέρωνε πολύ ώρα στην προσευχή• εξάλλου, η προσευχή είναι αρετή και μητέρα των αρετών και ως μητέρα μυσταγωγεί τη σύναψη με τον Θεό, κατά τον Μάρκο τον ερημίτη. Ο γέροντας κατέστη ο ίδιος μια αδιάλειπτη προσευχή, με την ενοποίηση που προσφέρει η προσευχή στον άνθρωπο μέσα του και με τον Θεό. Έκαμε τις ακολουθίες του νυχθημέρου επί καθημερινή βάση, του μεσονυκτικού, του όρθρου, διάβαζε παράκληση και μνημόνευε πλήθος ονομάτων, τα απογεύματα διάβαζε τον εσπερινό και το απόδειπνο, αγρυπνούσε και έλεγε την ευχή στον Κύριο, στη Θεοτόκο και σε διάφορους αγίους της εκκλησίας. Πολλές φορές για ώρες προσευχόταν έτσι, αν λειτουργούσε διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως και μετά την ευχαριστία. Στην εκκλησία ως τα βαθιά του γεράματα κατά τη διάρκεια των ακολουθιών και της θείας λειτουργίας προσευχόταν όρθιος ή γονατιστός.
Νήστευε όλη την διάρκεια του έτους, έτρωγε μια σούπα με ρύζι, καρότα και πατάτες. Ακόμα και στη διάρκεια των ασθενειών του δεν άλλαζε την συνήθειά του, όσο και αν επέμεναν τα παιδιά του και οι γιατροί. Συνέχεια αναφερόταν στο μαρτύριο του Χριστού, το οποίο έπαθε για εμάς, στις ύβρεις και τους εξευτελισμούς, στο μαστίγιο στη φραγγέλωση και στον σταυρικό θάνατο, ώστε να κατανοήσουμε την μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς, αλλά και για να είναι παράδειγμα υπομονής και ταπείνωσης στις διάφορες δοκιμασίες μας, και να διάγουμε την ζωή μας με δοξολογία, αποβλέποντες στον στέφανο της αιωνίου ζωής κατά την ημέρα της δευτέρας παρουσίας Του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς είναι που έλκυε και οδηγούσε τον ίδιο σε τέτοια μέτρα ασκήσεως.
Ο π. Σωτήριος Βραμπάκης, που στα γεράματα του π. Ιωάννη ερχότανε με εντολή της Μητροπόλεώς μας να τον βοηθήσει στη λειτουργία, αφού λειτούργησε κάποτε μαζί με τον Γέροντα κι εμένα στον Άγιο Γεώργιο Νεοχωρίου, μου πρότεινε να πάμε για έναν καφέ. Εγώ επέμενα να περιμένουμε και τον Γέροντα και μου απάντησε γνωρίζοντας τις συνήθειες του γέροντα: «Τον παπαΓιάννη; Το μεσημέρι θα βγει από την εκκλησία!». Αργότερα ρώτησα την πρεσβυτέρα του Πολυξένη αν είχε συνήθεια να μένει προσευχόμενος στον Ναό μετά από την θεία λειτουργία και τότε μου αποκάλυψε πως ερχόταν κατά τη μία με δύο το μεσημέρι στο σπίτι. Η απάντησή της με κατέπληξε γιατί πέραν του ότι ήταν μεγάλος στην ηλικία, ήταν και πολύ φιλάσθενος. Βυθισμένος κάποια νύχτα μέσα στο πέλαγος μιας τέτοιας προσευχής προς την θεομήτορα ο Γέροντας Ιωάννης. η οποία ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε 7 ώρες μετά, λέγοντας το «Υπεραγία θεοτόκε, σώσον ημάς» και εναλλάσσοντάς το με τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας. Έξαφνα εμφανίστηκε ζωντανά μπροστά του μέσα σε φως η Κυρία Θεοτόκος ανάμεσα σε δύο χορούς αγίων γυναικών, οι οποίες έψαλλαν διάφορους θεομητορικούς ύμνους, από τα δεξιά ο χορός των μαρτύρων γυναικών που υπέφεραν βίαιο θάνατο για τον Χριστό και από τα αριστερά των οσίων γυναικών που έλαμψαν με την άθλησή τους αφήνοντας όλα τα εγκόσμια. Τότε η Θεομήτωρ μέσα στη δόξα της τον χαιρέτισε και του είπε να συμβουλεύει όλους και κυρίως τους κληρικούς να καταφεύγουν στις πρεσβείες της και θα λαμβάνουν μεγάλη χάρη στο όνομά της. Αμέσως χάθηκαν όλα και από την μεγάλη χαρά ο ίδιος λιποθύμησε.
Το μέγεθος της αγάπης και της υπομονής του
Θαύμαζε κανείς την ασκητικότητά του, η οποία πήγαζε από την αγάπη του Θεού και την αγάπη του πλησίον. Έκπληξη προκαλούσε ακόμα η υπομονή του και η χαρά που δοκίμαζε κατά τις ασθένειές του. Δεν έδειχνε ποτέ την παραμικρή ενόχληση, συνέχεια τα χείλη του ψιθύριζαν το «δόξα σοι ο Θεός, χίλιες φορές δόξα σοι ο Θεός». Στην ερώτηση πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει έτσι τα πράγματα, έδινε την απάντηση: «Αν δεν πονέσουμε, πώς θα καταλάβουμε; Πώς θα αισθανθούμε τον πόνο του αδελφού μας και πώς θα προσευχηθούμε με την καρδιά μας με πόνο για αυτόν;». Ακριβώς για αυτόν το λόγο, παράδοξο για εμάς, θεωρούσε τις δοκιμασίες των ασθενειών ευλογίες.
Ένοιωθε δια του πόνου του τους ανθρώπους μέσα του και κατά την διάρκεια της προσευχής του έχυνε δάκρυα για όλους, πονούσε για όλους. Σε όλους φαινόταν πολύ παράξενο πώς μπορούσε και αγαπούσε έτσι. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, το τέταρτο κατά σειρά παιδί του άφησε τον κόσμο μας σε ηλικία 7 ετών• σε άλλη περίπτωση κόντευε να χάσει τον εγγονό του και – ω του θαύματος, όπως και ο ίδιος το προείπε – το παιδί έμεινε στη ζωή• κάποτε έσπασε τον γοφό του, είχε μεγάλα προβλήματα με την πίεσή του, με το αναπνευστικό του και άλλα πολλά και στεκόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και στα τεμάχια των λειψάνων των πολυαγαπημένων του αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης και παρακαλούσε με πόνο για όλους, μνημονεύοντας τα ονόματά τους.
Πώς πονούσε έτσι για τους άλλους, αφού τους περισσότερους δεν τους ήξερε; Αν κανείς εμβαθύνει στη Θεολογία της εκκλησίας μας, θα δει πως όλα αυτά προκύπτουν από την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό: μέσα στην αγάπη του Θεού βρίσκει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και όλον τον κόσμο, σε μία οντολογική ένωση. Αυτό επιτυγχάνεται δια της οδού που διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία, με τα στάδια της κάθαρσης του φωτισμού και της θέωσης. Όταν θελήσει ο άνθρωπος να συνεργήσει με το Θεό, αναδεικνύεται σε αληθινή υπόσταση.
Όσοι έμειναν κοντά στον π. Ιωάννη και τον γνώριζαν, έβλεπαν ανθρώπους φοβισμένους, πονεμένους από τα βάσανα της ζωής, απογοητευμένους και μπερδεμένους, να έρχονται κοντά του και να φεύγουν γεμάτοι από χαρά: Ζούσαν το δικό τους προσωπικό θαύμα, έμεναν έκπληκτοι όταν προγνώριζε τα αιτήματά τους, τα προβλήματά τους, τα ονόματά τους, αλλά και έβρισκαν την λύση στα προβλήματά τους. Ήθελε όλοι να ενεργοποιήσουν το μεγάλο χάρισμα της Πίστης στον Χριστό, συμβούλευε τους ανθρώπους να εξομολογούνται, να κάνουν ευχέλαιο με νηστεία και προσευχή και έχοντας την άδεια του πνευματικού τους να κοινωνούν με πίστη των αγίων μυστηρίων. Ο ίδιος κοινωνούσε με φόβο Θεού και από τα μάτια του πάντοτε ανέβλυζαν δάκρυα προ της θείας κοινωνίας, δεν εξοικειώθηκε ποτέ με τα άγια, συμβούλευε να μεταλαμβάνουμε δακρυσμένοι, κι αν δεν μπορούσαμε, έλεγε, ας προσφέρουμε τουλάχιστον έναν αναστεναγμό συναισθανόμενοι την αμαρτωλότητά μας και την απέραντη δωρεά της αγάπης του Χριστού μας. Έλεγε ακόμη: «παιδιά μου πάντα να χαιρετάτε τις ιερές εικόνες όταν εισέρχεστε στην εκκλησία• σκέφτεστε να έρθει κανείς στο σπίτι σας και να μη σας χαιρετήσει; Δεν θα σας αρέσει η συμπεριφορά του, θα στενοχωρηθείτε». Απερίγραπτος ήταν ο τρόπος της εισόδου του στην εκκλησία – ξέρουν οι άνθρωποι που τον έβλεπαν: έκανε κοντά στα δέκα λεπτά ή και παραπάνω, για να φτάσει στο ιερό, έμενε μπροστά στις εικόνες και μιλούσε σαν να ήταν ζωντανές.
Πολλά ήταν αυτά που μου έκαναν εντύπωση στον π. Ιωάννη. Κάποτε πήγα με έναν φίλο μου ιερομόναχο να τον δούμε, αφού μας μίλησε και σηκωθήκαμε να φύγουμε, ήθελε να ευχαριστήσει τον ιερομόναχο. Πήρε μερικά φρούτα και του τα έδινε στο χέρι, εκείνος από ευγένεια και ντροπή αρνιότανε να τα πάρει και έλεγε πως δεν τα έχει ανάγκη. Τότε ο Γέροντας μάς αποστόμωσε λέγοντας «εγώ τα έχω ανάγκη γι’ αυτό τα δίνω»: ήξερε καλά πως αναπαύοντας τους ανθρώπους, αναπαύεις τον Θεό και πως η σωτηρία μας εξαρτάται από την αγάπη στον πλησίον. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να διδάσκει, δίδασκε με την ζωή του. Ακόμη έλεγε και το εννοούσε από την ψυχή του, από το είναι του, πως είναι ο τελευταίος παπάς της Ελλάδας, ονόμαζε τον εαυτό του ελεεινό και «σκωλήκων βρώμα», ασπαζόταν με πολύ χαρά το χέρι των επισκόπων της Εκκλησίας μας, αλλά και των νεωτέρων ιερέων. Μετά τη θεία λειτουργία μάς φιλούσε στο μέτωπο, εγώ παραπονιόμουν και έλεγα «μη Γέροντα, είμαι ιδρωμένος» και έλεγε «παιδί μου αυτό δεν είναι ιδρώτας, είναι αγιασμός».
Θείες Εμπειρίες
Η θεωρία του ακτίστου φωτός, κατά τους ιερούς νηπτικούς της Εκκλησίας μας, είναι η ύψιστη κατάσταση που μπορεί να φτάσει κάποιος και αναφέρεται στους τελείους. Ήθελα πολλές φορές να τον ρωτήσω αν είχε τέτοια εμπειρία να δει το άκτιστο Φως. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως δεν αξιώθηκε ένας τέτοιος άνθρωπος με τέτοια πίστη στον Θεό αλλά και τέτοια ταπείνωση να δεχτεί την αποκάλυψη της δόξης του Θεού. Είχα την πίστη πως ο Γέροντας σίγουρα είδε το άγιο φώς, καθώς όλοι οι άνθρωποι που τον γνώριζαν μιλούσαν για την λάμψη φωτός του προσώπου του.
Έτσι μια μέρα που τον επισκέφτηκα μαζί με ένα παιδί της ενορίας μας (αφού προσκυνήσαμε τα ιερά λείψανα, έψαλε τροπάρια αγίων, μας έχρισε με το ιερό έλαιο που έκαιγε μπροστά στις εικόνες και τα λείψανα, διαβάζοντας ευχές υπέρ υγείας φωτίσεως και σωτηρίας – αυτό γινόταν όλη μέρα σε όποιον και αν έμπαινε στην οικία του – περάσαμε στο καθιστικό όπου κερνούσε σε όλους χυμό πορτοκάλι), του έθεσα την ερώτηση αν έχει δει το Άγιο Φως. Εκείνος κατέβασε αμέσως το κεφάλι του, εγώ έκανα την ερώτηση και πάλι, και τότε έγνεψε αρνητικά. Του είπα λοιπόν: «λένε πως έχει ένα γαλάζιο φώς» και αυτός απάντησε: «ναι παιδί μου».
Αναθάρρησα, είπα ότι θα μάθω, θα μου πει. Μας αποκάλυψε λοιπόν πως είχε δει το άγιο Φως αρκετές φορές αλλά η πιο συγκλονιστική ήταν στον ιερό ναό του τιμίου Προδρόμου στα Κάτω Πορόια. «Στις 24 Απριλίου του 1976, Μεγάλο Σάββατο, την ώρα της θείας λειτουργίας που έριχνα τις δάφνες στον ιερό ναό και έψαλλα “ανάστα ο Θεός”, όταν έφτασα στο δεξιό μέρος της αγίας τραπέζης, φως έλαμψε από ψηλά σαν αστραπή και με περιέλουσε ολόκληρο. Ένιωσα να φεύγω ολόκληρος από τον κόσμο αυτό, πλημμύρισε όλη η ψυχή μου χαρά και αγαλλίαση. Πολλά άτομα μέσα στον ναό ομολογούσαν πως πάνω στο κεφάλι μου έλαμψε φως και κράτησε αρκετά λεπτά. Αυτό έγινε όταν ήμουν εφημέριος εκεί στον Τίμιο Πρόδρομο, όπου υπηρέτησα από το 1973 έως το 1989».
Αργότερα έμαθα ότι από τότε έζησε με την πρεσβυτέρα του σαν να ήταν αδέρφια και πως τότε απέκτησε το διορατικό και το ιαματικό χάρισμα. Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε τον πρώην γραμματέα της κοινότητας Καμαρωτού, ο οποίος νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην κλινική Γαληνός. Του διάβασε ευχές υπέρ υγείας και τον σταύρωσε με έναν ξύλινο Σταυρό που έφερε πάντα μαζί του. Αμέσως ο ασθενής θεραπεύτηκε και απέστειλε ευχαριστήρια επιστολή, η οποία διαβάστηκε την Κυριακή στην εκκλησία του Καμαρωτού.
πηγή
Τονίζοντας τις κοσμοσωτήριες διαστάσεις ενός τέτοιου τρόπου ζωής, που προκύπτει από την σύνδεση της ζωής του ανθρώπου με την θεία ζωή και είναι καρπός της ελεύθερης βούλησης και της συνέργειάς του με τον ενεργούντα Τρισυπόστατο Θεό – ο Οποίος τον εξομοιώνει μαζί του και από θνητό τον καθιστά κατά χάριν Θεό, ώστε οι χριστιανοί διά της μετοχής τους αυτής και τη λαμπρή ενάρετη και μεστή από καλά έργα ζωή τους, να εξελίσσονται σε μαγνήτη που έλκει τους ανθρώπους από την πλάνη στην αλήθεια, από το σκοτάδι της αμαρτίας στο φως της ζωής, ώστε να επιστρέφουν στην αληθινή ζωή και να αποδίδουν ορθή δόξα στον μόνο αληθινό Θεό.
Μια τέτοια πόλη ψηλά κτισμένη, ώστε να μην διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων αλλά να τους έλκει κοντά της, για να τους προσφέρει ανάπαυση και ένα τέτοιο φως που να φωτίζει τον κόσμο, ο οποίος περιπλανιέται στο σκοτάδι αλλά και ένα τέτοιο άλας που επιφέρει θεραπεία στη σήψη την οποία πληρώνει η αμαρτία στον άνθρωπο, υπήρξε και ο μακαριστός Γέροντας Ιωάννης του Νεοχωρίου. Ο λαμπρός αυτός γέροντας του καιρού μας έλαμψε με την εν Αγίω Πνεύματι ζωή του στη ταλαιπωρημένη γενεά μας, η οποία με την πορεία της στη δική της έρημο δοκιμάζεται στην κρίση και την οδύνη της μακριά από τον Θεό εποχής μας.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Ο πατήρ Ιωάννης Καλαΐδης γεννήθηκε στο Καμαρωτό Σερρών από ευσεβείς γονείς τον Χρυσόστομο και τη Θεοδώρα στις 8 Μαΐου του 1925, ημέρα εορτής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Πήρε έτσι το όνομα του ευαγγελιστή και αγαπημένου μαθητή του Κυρίου μας, Ιωάννη – ενέργεια που φανερώνει το φόβο Θεού αλλά και την αγάπη που είχαν οι γονείς του προς την εκκλησία και τους αγίους της.
Σημαντικό ρόλο στο έναυσμα της καλής πνευματικής του πορείας υπήρξε το πρόσωπο της μητέρας του, η οποία ήταν γυναίκα με πίστη και αγάπη προς τον Θεό και την εκκλησία του. Η Θεοδώρα ήθελε τα παιδιά της να έχουν Θεό μέσα τους και έτσι τα καθοδηγούσε στην προσευχή και στον τακτικό εκκλησιασμό. Η θεοφοβούμενη αυτή γυναίκα είχε την καταγωγή της από την Μικρά Ασία, τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Στο όρος αυτό τα βυζαντινά χρόνια γεννήθηκε και άκμασε μία ολόκληρη μοναστική πολιτεία ομόλογη στο πνευματικό ύψος της Θηβαΐδος της Αιγύπτου και της μοναστικής Αθωνικής πολιτείας του Αγίου Όρους, και η οποία έδωσε στην εκκλησία πλήθος αγίων, ασκητών και μαρτύρων. Στα χαλεπά χρόνια της εικονομαχίας τα μοναστήρια υπήρξαν φάρος και προπύργιο της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας. Αυτή η πνευματικότητα επηρέασε τους ανθρώπους της περιοχής και έφτασε έως και την εποχή της μητέρας του Θεοδώρας. Έτσι, όταν κατά τη μικρασιατική καταστροφή βίωσαν τον ξεριζωμό από τα πάτρια εδάφη τους και έχασαν την υλική τους περιουσία, κατάφεραν να κρατήσουν μέσα τους την πνευματική περιουσία που γνώρισαν.
Ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη για την μάνα του, έτρεφε μεγάλη αδυναμία προς το πρόσωπό της, έτσι ώστε από την μικρή του ηλικία στο Καμαρωτό Σερρών να γίνεται δέκτης των πνευματικών αντανακλάσεων που κληρονόμησε εκείνη και εκ των αντανακλάσεων αυτών να διαμορφώνεται μέσα του ο σεβασμός και η αγάπη του προς τον Θεό.
Η παιδική ηλικία του Γέροντα διέφερε από την ζωή των άλλων παιδιών που ως προτεραιότητά τους είχαν το παιχνίδι, κάτι πολύ φυσικό για την ζωή τους. Ο ίδιος ήταν σοβαρός και αγαπούσε πολύ την εκκλησία και την παραμονή μέσα σ’αυτήν. Θαύμαζε την ζωή του λειτουργού και ήθελε και ο ίδιος να διακονήσει τον Θεό με το ίδιο ιερό έργο. Είχε επιθυμία να γίνει κληρικός, να ανήκει στον κλήρο του Κυρίου και να ποιμάνει τα λογικά πρόβατα, την ποίμνη για την οποία ο Χριστός πρόσφερε το αίμα του και την ζωή του θυσία στον Επουράνιο Πατέρα του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «καθώς θυμάμαι τον εαυτό μου, πήγαινα τακτικά στην εκκλησία και βοηθούσα τον ιερέα στο ιερό βήμα, και έλεγα να με αξιώσει και μένα ο καλός Θεός να γίνω ένας ιερεύς και να τον υπηρετήσω, και ο καλός Θεός που ακούει τα πάντα άκουσε την παιδική μου προσευχή».
Ο Γέροντας βίωσε πολλά θαυμαστά γεγονότα στη ζωή του και η διήγηση του βίου του θυμίζει τα συναξάρια των αγίων τα οποία είναι γεμάτα από ανάλογες διηγήσεις και προκαλούν έκπληξη στους ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες τέτοιων πνευματικών αποκαλύψεων – ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την πίστη των ευσεβών χριστιανών στον Κύριο της δόξης. Η αρχή των αποκαλύψεων αυτών ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Στην ηλικία των δέκα ετών, έζησε ένα θαυμαστό γεγονός, όχι σε όνειρο αλλά ζωντανά. Είδε τρεις αρχιερείς ντυμένους τα ιερά άμφια, να μπαίνουν στο σπίτι τους και να θυμιατίζουν τα δίδυμα της οικογένειας, τον Γιώργο και την Αναστασία, και αυθόρμητα είπε στην μητέρα του: «Βλέπεις τους τρεις ιεράρχες;». Η μητέρα του τότε μονολόγησε με θαυμασμό και φόβο Θεού «Τι βλέπει αυτό το παιδί;». Το ίδιο βράδυ η μικρή αδερφή του Αναστασία άφησε τον πρόσκαιρο κόσμο και πέρασε στον ουράνιο κόσμο του Θεού.
Ο γέροντας υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό στις 28 Οκτωβρίου του 1947 έως και τις 20 Μαρτίου του 1950. Μία πολύ δύσκολη περίοδος για την πατρίδα μας, καθώς αυτά τα χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο που σπάραζε το δοκιμασμένο έθνος μας από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Ο π. Ιωάννης αγαπούσε πολύ την πατρίδα του και πονούσε πολύ από τον βίαιο πόνο που βίωσε το Ελληνικό έθνος.
Συνήθιζε να λέει: «Αδελφός παρέδιδε στον θάνατο τον αδελφό του, φοβερό πράγμα». Βλέποντας το φόβο και τον θάνατο να κυριαρχούν παντού, πονούσε πολύ και δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο ίδιος του κινδύνευσε πολλές φορές και σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Η κυριαρχία του θανάτου πάνω στους ανθρώπους και η απουσία της αγάπης συγκλόνισαν τον Γέροντα βαθύτατα, έτσι κατέφευγε στην προσευχή για να σταματήσουν αυτά τα δεινά, να πάψουν οι άνθρωποι να βιαιοπραγούν, να διαφυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους και τον ίδιο από τον θάνατο και να βασιλεύσει η ειρήνη στο έθνος μας. Προσευχόμενος κάποτε ο π. Ιωάννης αξιώθηκε μία θαυμαστή αποκάλυψη: είδε την ώρα της καρδιακής του προσευχής στον στρατιωτικό θάλαμο τον Κύριο ζωντανό, όπως εικονίζεται στις εκκλησίες μας, στην εικόνα του Παντοκράτορος και άκουσε την φωνή του Κυρίου να τον καθησυχάζει. Πράγματι η θεία πρόνοια τον προστάτεψε πολλές φορές και όπως έλεγε και ο ίδιος: «Ευχαριστώ τον καλό Θεό που με ενθάρρυνε και με γλύτωσε από το πυρ του πολέμου». Τον Αύγουστο του 1949 τελείωσε ο εμφύλιος και ο ίδιος αφού απολύθηκε, επέστρεψε σώος και αβλαβής στο χωριό του κοντά στους γονείς του.
Ήταν ευσεβής άνθρωπος, πιστός στον Θεό, απλός, ήσυχος, ευγενικός προς όλους, εργατικός και ντροπαλός. Η επιστροφή στο χωριό του, δεν ήταν μόνο επιστροφή στο πατρικό του, κοντά στους γονείς του, που σεβόταν και τιμούσε, αλλά ήταν και επιστροφή στην εκκλησία, που κατά την διάρκεια της θητείας του τού έλειψε και αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Ενώ εργαζόταν στα χωράφια δεν παρέλειπε να εκκλησιάζεται τις Κυριακές, να μελετά την Αγία Γραφή και να διαβάζει χριστιανικά έντυπα της εποχής του.
Το 1955 σε ηλικία τριάντα ετών, άμεμπτος από σαρκική αμαρτία, ήλθε σε νόμιμο γάμο με την Πολυξένη, απέκτησε μαζί της τα τρία πρώτα του τέκνα, τη Θεοδώρα, τον Χρήστο, και την Σοφία. Οι δυσκολίες της οικογενειακής ζωής δεν τον εμπόδισαν από τα πνευματικά του καθήκοντα. Εξάλλου, δεν μπορούσε να ζει έξω από την εκκλησία και τη θεία λειτουργία και έδειχνε πολύ ζήλο να είναι μέσα στον ναό, να ίσταται ενώπιον του Θεού και να προσεύχεται για την σωτηρία του και την σωτηρία όλων. Δεν άργησε όμως να έλθει ο πειρασμός: πολλοί χωριανοί που τον έβλεπαν να πηγαίνει με τέτοια σπουδή στην εκκλησία, παρόλη την καθημερινή κούραση από την εργασία του στους αγρούς, άρχισαν να τον πειράζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον αναγκάσουν να πηγαίνει κρυφά και να έχει λογισμούς να βραδύνει τον τακτικό εκκλησιασμό του. Ευρισκόμενος τότε στον χώρο της εργασίας του και συνομιλώντας με τους λογισμούς εκείνους, δέχτηκε θεία υπόδειξη να μην εγκαταλείψει την ιερή του συνήθεια, αλλά να εκκλησιάζεται. Αυτή τη φωνή την άκουσε τρείς φορές στην ζωή του και έκλαψε πικρά γιατί αισθάνθηκε πως λύπησε τον Κύριο και τον πρόδωσε όπως ο απόστολος Πέτρος. Έκτοτε δεν επανέφερε ποτέ ξανά τους λογισμούς εκείνους μέσα του, πρόσεχε δε πολύ να μην λυπήσει τον Κύριό του, όχι μόνο διά λόγων και έργων, αλλά και διά των λογισμών του.
Γνώριζε πολύ καλά ότι το πονηρό πνεύμα πρώτα προσπαθεί να αποσπάσει τους ανθρώπους από την θεία ζωή με την υποβολή των λογισμών και έπειτα να τους αποσπάσει και σωματικώς. Έτσι άρχισε την εργασία της ιερής νήψεως και δεν παρέλειπε τον εκκλησιασμό του. Παρέλειψε να λειτουργηθεί μόνο δύο φορές , ως επίστρατος, όταν λόγω της στρατιωτικής του υπηρεσίας δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την αγαπημένη του εργασία. Μάλιστα, είχε κάνει τότε και έντονα παράπονα προς τους ανωτέρους του, ζητώντας να μην τον αποσπούν από την ευλογημένη συνήθειά του, που είναι τόσο αρεστή στον Θεό, και τους προειδοποίησε πως την επόμενη φορά δεν θα ακολουθούσε στο καθορισμένο πρόγραμμα. Έως το 1970 διακόνησε στην εκκλησία ως νεωκόρος, επίτροπος και ψάλτης, διατηρώντας την αίσθηση πως δεν είχε προσφέρει στην εκκλησία απολύτως τίποτα. Είχε ταπείνωση στην καρδιά και όχι στα λόγια και αυτή η ταπείνωση ήταν συνοδοιπόρος του σε όλα τα χρόνια της ζωής του. Έτσι με μια τέτοια ζωή, σιγά σιγά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την Ιερωσύνη του.
Ιερεύς του Υψίστου
Αρχές του 1970, στις 3 Ιανουαρίου, είδε ένα περίεργο όνειρο, όπως συνήθιζε συχνά να διηγείται, ιδίως σε κληρικούς, για να τονίσει ότι η ιεροσύνη είναι δωρεά του Κυρίου: «Είδα στον ύπνο μου, τον σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας Ιωάννη να με καλεί στην Μητρόπολη και να μου δίνει το ευαγγέλιο, λέγοντάς μου να διαβάσω τους στίχους “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη” (Ματθ. 28,19). Εγώ τους διάβασα, μου λέει καλώς, μέχρι του αγίου Ιωάννου θα σε κάνω ιερέα».Το όνειρο αυτό επαληθεύτηκε μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο π. Γερβάσιος τον κάλεσε στην Μητρόπολη και τα υπόλοιπα εξελίχτηκαν όπως τα προείδε. Η χειροτονία του έγινε στις 3 Ιουλίου από τον μακαριστό Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου κ.κ. Ιωάννη. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και διατηρήθηκε σε όλη την διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του.
Ο λόγος του διανθιζόταν με διάφορα παραδείγματα και συμβουλές ώστε να παρουσιάσει το μεγαλείο της θεοσύστατης ιεροσύνης, αλλά και της ανεπανάληπτης χάρης που προσφέρει ο Θεός στους κληρικούς του. Πίστευε ότι οι ιερείς πρέπει να δοξάζουν τον Θεό μέρα και νύχτα, που τους αξίωσε μια τέτοια δωρεά, γιατί δεν υπάρχει κανείς άξιος για να την ντυθεί. Έλεγε ακόμα πως, αν ο Θεός δεν ήθελε, δεν θα γινόταν κληρικός κάποιος που είχε την επιθυμία αυτή, γιατί ο Κύριος καλεί, αυτός ο Κύριος είναι η θύρα. Γνώριζε πολύ καλά πόσο ο Θεός σέβεται την ελευθερία στον άνθρωπο και δεν καταργεί το ανθρώπινο αυτεξούσιο. Η αγαπημένη του διήγηση, ήταν από το βιβλίο της Γένεσης, για τον Αδάμ και την Εύα, για το κατ ’εικόνα και το καθ’ομοίωση: είχε την άποψη ότι εκεί κρύβεται όλη η θεολογία της εκκλησίας μας. Χρησιμοποιούσε παραδείγματα από το ιερό ευαγγέλιο, τα οποία καταδεικνύουν την πρόνοια του Θεού. Έλεγε: «Ο Θεός έχει καταμετρημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας και χωρίς την θέλησή του, δεν πέφτει καμία τρίχα μας στη γη. Ο Θεός ήθελε, γι’ αυτό γίνατε ιερείς του». Αφού, δηλαδή, δείχνει ενδιαφέρον για μια τέτοια μικρή υπόθεση, πώς θα αμελούσε τότε για ένα τόσο βαρυσήμαντο γεγονός, για το ποιος θα γίνει ποιμένας των λογικών προβάτων του, για το ποιος θα διδάσκει τον λόγο του και θα τελεί τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας του, με τα οποία θα αγιάζεται και θα αγιάζει τους ανθρώπους. Επίσης, επισύναπτε σε αυτό πως η ιερωσύνη είναι ανώτερη και από την βασιλική εξουσία και έλεγε στους κληρικούς πως είναι ασύγκριτη με κάθε άλλη κοσμική θέση επί της γης, τονίζοντας πως δεν ανταλλάσσεται με τίποτα: «Αν μου έλεγε ο Θεός να επιλέξω να γίνω βασιλιάς η παπάς, παπάς θα έλεγα χίλιες φορές !».
Δίδασκε ότι οι Λειτουργοί του Υψίστου θα πρέπει να ζούνε με μεγάλη προσοχή, να είναι διά της προσευχής σε διαρκή επικοινωνία με τον Κύριο, να δίνουν αγώνα κατά τις αμαρτίας, να είναι καθαροί από αυτήν, να αναπαύουν τους ανθρώπους, να ιερουργούν, να μελετούν τον λόγο του Θεού: «Να έχετε μια μικρή Αγία Γραφή πάνω σας συνέχεια, για να την διαβάζετε σε κάθε στιγμή και να είναι ο νους σας στον Θεό». Νουθετούσε να κατηχούν οι ιερείς τον Λαό του Θεού, να τον παροτρύνουν με πολύ αγάπη να ακολουθούν τον Χριστό και να τηρούν τις εντολές του, για να μη φανούν τελικά ανάξιοι της ιεροσύνης στα μάτια του Θεού. Δεν έπαυε να παραινεί για την ταπείνωση, πάνω στην οποία αναπαύεται ο Θεός και οι άνθρωποι και για την μετά βδελυγμίας αποστροφή της υπερηφάνειας, που είναι η αρχή όλων τον κακών: «Η ταπείνωση κάνει τους ανθρώπους αγγέλους και η υπερηφάνεια τους αγγέλους δαίμονες». Για τις πρεσβυτέρες έλεγε πως πρέπει να είναι ειρηνικές και φιλόξενες, να φροντίζουν τον ιερέα τους με αγάπη. Σε μια συζήτηση στο σπίτι του Γέροντα κάποιος ιερομόναχος μας είπε ότι η παπαδιά κάνει τον μισό παπά και τότε αναφώνησε ο π. Ιωάννης: «Όχι τον μισό παπά, όλον τον παπά κάνει η πρεσβυτέρα!». Όντως η αγάπη της πρεσβυτέρας για την εκκλησία δίνει φτερά στον παπά που στέκεται δίπλα της.
Ο π. Ιωάννης διακόνησε σε διάφορες ενορίες της επαρχίας της Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου και απ’ όπου πέρασε ο κόσμος τον αγάπησε. Όταν υπηρετούσε στο Σιδηροχώρι, στον ναό της Αγίας Κυριακής, απέκτησε το τέταρτό του παιδί. Εκεί ξεκίνησε μια απ’ τις πρώτες του δοκιμασίες, καθώς το μικρότερο και νεότερο μέλος της οικογένειας του νόσησε από οξεία λευχαιμία, οι γιατροί του ΑΧΕΠΑ έδωσαν στο παιδί τρεις μήνες ζωή. Άρχισαν έτσι να σκεπάζουν τη ζωή της οικογενείας του τα πρώτα μαύρα σύννεφα. Εκείνος όμως με πλήρη εμπιστοσύνη ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό, ζητώντας να παρατείνει ο Θεός τη ζωή του μικρού Φίλιππα. Όντως, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών, το παιδί συνέχιζε να ζει και τελικά άφησε τη ζωή του σε ηλικία επτά χρονών στην νέα ενορία του γέροντα, τα Κάτω Πορόια.
Στα Κάτω Πορόια υπηρέτησε στον ναό του Προδρόμου όπου ανέγειρε και αποπεράτωσε τον ναό της αγίας Ειρήνης της Μεγαλομάρτυρος. Υπηρέτησε ακόμα στη Λειβαδειά, στον ναό του Αγίου Δημητρίου και στο Νεοχώρι, στον ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου έκτισε με την βοήθεια πολλών ευλαβών ανθρώπων τον ιερό ναό των Αγίων Ραφαήλ Νικολάου και Ειρήνης, τους οποίους ονόμαζε εφημερεύοντες ιατρούς της εποχής μας. Σήμερα αυτός ο ναός είναι προσκύνημα της Μητροπόλεως μας και εδώ ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ.κ. Μακάριος, αναγνωρίζοντας τον ζήλο του και την αγάπη του κόσμου στο πρόσωπο του Γέροντα, κατά την ημέρα των εγκαινίων του ιερού ναού των νεοφανών μαρτύρων, του απένειμε το οφφίκιο του πνευματικού και του πρωτοπρεσβυτέρου. Με την πίστη του και την ταπείνωσή του κέρδιζε τις καρδιές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι που τον γνώρισαν μιλάνε με πολύ θαυμασμό για την προσωπικότητά του, αλλά ο ίδιος δεν είχε ποτέ τέτοιες αξιώσεις. Απέδιδε τα πάντα στη χάρη του Θεού, δεν ήθελε να τον ονομάζουν άγιο, ούτε να διαφημίζουν τις αρετές του – όσο όμως ποθούσε την αφάνεια, τόσο η θεία χάρις τον δόξαζε.
Η μεγάλη αγάπη του για την προσευχή
Αφιέρωνε πολύ ώρα στην προσευχή• εξάλλου, η προσευχή είναι αρετή και μητέρα των αρετών και ως μητέρα μυσταγωγεί τη σύναψη με τον Θεό, κατά τον Μάρκο τον ερημίτη. Ο γέροντας κατέστη ο ίδιος μια αδιάλειπτη προσευχή, με την ενοποίηση που προσφέρει η προσευχή στον άνθρωπο μέσα του και με τον Θεό. Έκαμε τις ακολουθίες του νυχθημέρου επί καθημερινή βάση, του μεσονυκτικού, του όρθρου, διάβαζε παράκληση και μνημόνευε πλήθος ονομάτων, τα απογεύματα διάβαζε τον εσπερινό και το απόδειπνο, αγρυπνούσε και έλεγε την ευχή στον Κύριο, στη Θεοτόκο και σε διάφορους αγίους της εκκλησίας. Πολλές φορές για ώρες προσευχόταν έτσι, αν λειτουργούσε διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως και μετά την ευχαριστία. Στην εκκλησία ως τα βαθιά του γεράματα κατά τη διάρκεια των ακολουθιών και της θείας λειτουργίας προσευχόταν όρθιος ή γονατιστός.
Νήστευε όλη την διάρκεια του έτους, έτρωγε μια σούπα με ρύζι, καρότα και πατάτες. Ακόμα και στη διάρκεια των ασθενειών του δεν άλλαζε την συνήθειά του, όσο και αν επέμεναν τα παιδιά του και οι γιατροί. Συνέχεια αναφερόταν στο μαρτύριο του Χριστού, το οποίο έπαθε για εμάς, στις ύβρεις και τους εξευτελισμούς, στο μαστίγιο στη φραγγέλωση και στον σταυρικό θάνατο, ώστε να κατανοήσουμε την μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς, αλλά και για να είναι παράδειγμα υπομονής και ταπείνωσης στις διάφορες δοκιμασίες μας, και να διάγουμε την ζωή μας με δοξολογία, αποβλέποντες στον στέφανο της αιωνίου ζωής κατά την ημέρα της δευτέρας παρουσίας Του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς είναι που έλκυε και οδηγούσε τον ίδιο σε τέτοια μέτρα ασκήσεως.
Ο π. Σωτήριος Βραμπάκης, που στα γεράματα του π. Ιωάννη ερχότανε με εντολή της Μητροπόλεώς μας να τον βοηθήσει στη λειτουργία, αφού λειτούργησε κάποτε μαζί με τον Γέροντα κι εμένα στον Άγιο Γεώργιο Νεοχωρίου, μου πρότεινε να πάμε για έναν καφέ. Εγώ επέμενα να περιμένουμε και τον Γέροντα και μου απάντησε γνωρίζοντας τις συνήθειες του γέροντα: «Τον παπαΓιάννη; Το μεσημέρι θα βγει από την εκκλησία!». Αργότερα ρώτησα την πρεσβυτέρα του Πολυξένη αν είχε συνήθεια να μένει προσευχόμενος στον Ναό μετά από την θεία λειτουργία και τότε μου αποκάλυψε πως ερχόταν κατά τη μία με δύο το μεσημέρι στο σπίτι. Η απάντησή της με κατέπληξε γιατί πέραν του ότι ήταν μεγάλος στην ηλικία, ήταν και πολύ φιλάσθενος. Βυθισμένος κάποια νύχτα μέσα στο πέλαγος μιας τέτοιας προσευχής προς την θεομήτορα ο Γέροντας Ιωάννης. η οποία ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε 7 ώρες μετά, λέγοντας το «Υπεραγία θεοτόκε, σώσον ημάς» και εναλλάσσοντάς το με τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας. Έξαφνα εμφανίστηκε ζωντανά μπροστά του μέσα σε φως η Κυρία Θεοτόκος ανάμεσα σε δύο χορούς αγίων γυναικών, οι οποίες έψαλλαν διάφορους θεομητορικούς ύμνους, από τα δεξιά ο χορός των μαρτύρων γυναικών που υπέφεραν βίαιο θάνατο για τον Χριστό και από τα αριστερά των οσίων γυναικών που έλαμψαν με την άθλησή τους αφήνοντας όλα τα εγκόσμια. Τότε η Θεομήτωρ μέσα στη δόξα της τον χαιρέτισε και του είπε να συμβουλεύει όλους και κυρίως τους κληρικούς να καταφεύγουν στις πρεσβείες της και θα λαμβάνουν μεγάλη χάρη στο όνομά της. Αμέσως χάθηκαν όλα και από την μεγάλη χαρά ο ίδιος λιποθύμησε.
Το μέγεθος της αγάπης και της υπομονής του
Θαύμαζε κανείς την ασκητικότητά του, η οποία πήγαζε από την αγάπη του Θεού και την αγάπη του πλησίον. Έκπληξη προκαλούσε ακόμα η υπομονή του και η χαρά που δοκίμαζε κατά τις ασθένειές του. Δεν έδειχνε ποτέ την παραμικρή ενόχληση, συνέχεια τα χείλη του ψιθύριζαν το «δόξα σοι ο Θεός, χίλιες φορές δόξα σοι ο Θεός». Στην ερώτηση πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει έτσι τα πράγματα, έδινε την απάντηση: «Αν δεν πονέσουμε, πώς θα καταλάβουμε; Πώς θα αισθανθούμε τον πόνο του αδελφού μας και πώς θα προσευχηθούμε με την καρδιά μας με πόνο για αυτόν;». Ακριβώς για αυτόν το λόγο, παράδοξο για εμάς, θεωρούσε τις δοκιμασίες των ασθενειών ευλογίες.
Ένοιωθε δια του πόνου του τους ανθρώπους μέσα του και κατά την διάρκεια της προσευχής του έχυνε δάκρυα για όλους, πονούσε για όλους. Σε όλους φαινόταν πολύ παράξενο πώς μπορούσε και αγαπούσε έτσι. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, το τέταρτο κατά σειρά παιδί του άφησε τον κόσμο μας σε ηλικία 7 ετών• σε άλλη περίπτωση κόντευε να χάσει τον εγγονό του και – ω του θαύματος, όπως και ο ίδιος το προείπε – το παιδί έμεινε στη ζωή• κάποτε έσπασε τον γοφό του, είχε μεγάλα προβλήματα με την πίεσή του, με το αναπνευστικό του και άλλα πολλά και στεκόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και στα τεμάχια των λειψάνων των πολυαγαπημένων του αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης και παρακαλούσε με πόνο για όλους, μνημονεύοντας τα ονόματά τους.
Πώς πονούσε έτσι για τους άλλους, αφού τους περισσότερους δεν τους ήξερε; Αν κανείς εμβαθύνει στη Θεολογία της εκκλησίας μας, θα δει πως όλα αυτά προκύπτουν από την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό: μέσα στην αγάπη του Θεού βρίσκει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και όλον τον κόσμο, σε μία οντολογική ένωση. Αυτό επιτυγχάνεται δια της οδού που διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία, με τα στάδια της κάθαρσης του φωτισμού και της θέωσης. Όταν θελήσει ο άνθρωπος να συνεργήσει με το Θεό, αναδεικνύεται σε αληθινή υπόσταση.
Όσοι έμειναν κοντά στον π. Ιωάννη και τον γνώριζαν, έβλεπαν ανθρώπους φοβισμένους, πονεμένους από τα βάσανα της ζωής, απογοητευμένους και μπερδεμένους, να έρχονται κοντά του και να φεύγουν γεμάτοι από χαρά: Ζούσαν το δικό τους προσωπικό θαύμα, έμεναν έκπληκτοι όταν προγνώριζε τα αιτήματά τους, τα προβλήματά τους, τα ονόματά τους, αλλά και έβρισκαν την λύση στα προβλήματά τους. Ήθελε όλοι να ενεργοποιήσουν το μεγάλο χάρισμα της Πίστης στον Χριστό, συμβούλευε τους ανθρώπους να εξομολογούνται, να κάνουν ευχέλαιο με νηστεία και προσευχή και έχοντας την άδεια του πνευματικού τους να κοινωνούν με πίστη των αγίων μυστηρίων. Ο ίδιος κοινωνούσε με φόβο Θεού και από τα μάτια του πάντοτε ανέβλυζαν δάκρυα προ της θείας κοινωνίας, δεν εξοικειώθηκε ποτέ με τα άγια, συμβούλευε να μεταλαμβάνουμε δακρυσμένοι, κι αν δεν μπορούσαμε, έλεγε, ας προσφέρουμε τουλάχιστον έναν αναστεναγμό συναισθανόμενοι την αμαρτωλότητά μας και την απέραντη δωρεά της αγάπης του Χριστού μας. Έλεγε ακόμη: «παιδιά μου πάντα να χαιρετάτε τις ιερές εικόνες όταν εισέρχεστε στην εκκλησία• σκέφτεστε να έρθει κανείς στο σπίτι σας και να μη σας χαιρετήσει; Δεν θα σας αρέσει η συμπεριφορά του, θα στενοχωρηθείτε». Απερίγραπτος ήταν ο τρόπος της εισόδου του στην εκκλησία – ξέρουν οι άνθρωποι που τον έβλεπαν: έκανε κοντά στα δέκα λεπτά ή και παραπάνω, για να φτάσει στο ιερό, έμενε μπροστά στις εικόνες και μιλούσε σαν να ήταν ζωντανές.
Πολλά ήταν αυτά που μου έκαναν εντύπωση στον π. Ιωάννη. Κάποτε πήγα με έναν φίλο μου ιερομόναχο να τον δούμε, αφού μας μίλησε και σηκωθήκαμε να φύγουμε, ήθελε να ευχαριστήσει τον ιερομόναχο. Πήρε μερικά φρούτα και του τα έδινε στο χέρι, εκείνος από ευγένεια και ντροπή αρνιότανε να τα πάρει και έλεγε πως δεν τα έχει ανάγκη. Τότε ο Γέροντας μάς αποστόμωσε λέγοντας «εγώ τα έχω ανάγκη γι’ αυτό τα δίνω»: ήξερε καλά πως αναπαύοντας τους ανθρώπους, αναπαύεις τον Θεό και πως η σωτηρία μας εξαρτάται από την αγάπη στον πλησίον. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να διδάσκει, δίδασκε με την ζωή του. Ακόμη έλεγε και το εννοούσε από την ψυχή του, από το είναι του, πως είναι ο τελευταίος παπάς της Ελλάδας, ονόμαζε τον εαυτό του ελεεινό και «σκωλήκων βρώμα», ασπαζόταν με πολύ χαρά το χέρι των επισκόπων της Εκκλησίας μας, αλλά και των νεωτέρων ιερέων. Μετά τη θεία λειτουργία μάς φιλούσε στο μέτωπο, εγώ παραπονιόμουν και έλεγα «μη Γέροντα, είμαι ιδρωμένος» και έλεγε «παιδί μου αυτό δεν είναι ιδρώτας, είναι αγιασμός».
Θείες Εμπειρίες
Η θεωρία του ακτίστου φωτός, κατά τους ιερούς νηπτικούς της Εκκλησίας μας, είναι η ύψιστη κατάσταση που μπορεί να φτάσει κάποιος και αναφέρεται στους τελείους. Ήθελα πολλές φορές να τον ρωτήσω αν είχε τέτοια εμπειρία να δει το άκτιστο Φως. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως δεν αξιώθηκε ένας τέτοιος άνθρωπος με τέτοια πίστη στον Θεό αλλά και τέτοια ταπείνωση να δεχτεί την αποκάλυψη της δόξης του Θεού. Είχα την πίστη πως ο Γέροντας σίγουρα είδε το άγιο φώς, καθώς όλοι οι άνθρωποι που τον γνώριζαν μιλούσαν για την λάμψη φωτός του προσώπου του.
Έτσι μια μέρα που τον επισκέφτηκα μαζί με ένα παιδί της ενορίας μας (αφού προσκυνήσαμε τα ιερά λείψανα, έψαλε τροπάρια αγίων, μας έχρισε με το ιερό έλαιο που έκαιγε μπροστά στις εικόνες και τα λείψανα, διαβάζοντας ευχές υπέρ υγείας φωτίσεως και σωτηρίας – αυτό γινόταν όλη μέρα σε όποιον και αν έμπαινε στην οικία του – περάσαμε στο καθιστικό όπου κερνούσε σε όλους χυμό πορτοκάλι), του έθεσα την ερώτηση αν έχει δει το Άγιο Φως. Εκείνος κατέβασε αμέσως το κεφάλι του, εγώ έκανα την ερώτηση και πάλι, και τότε έγνεψε αρνητικά. Του είπα λοιπόν: «λένε πως έχει ένα γαλάζιο φώς» και αυτός απάντησε: «ναι παιδί μου».
Αναθάρρησα, είπα ότι θα μάθω, θα μου πει. Μας αποκάλυψε λοιπόν πως είχε δει το άγιο Φως αρκετές φορές αλλά η πιο συγκλονιστική ήταν στον ιερό ναό του τιμίου Προδρόμου στα Κάτω Πορόια. «Στις 24 Απριλίου του 1976, Μεγάλο Σάββατο, την ώρα της θείας λειτουργίας που έριχνα τις δάφνες στον ιερό ναό και έψαλλα “ανάστα ο Θεός”, όταν έφτασα στο δεξιό μέρος της αγίας τραπέζης, φως έλαμψε από ψηλά σαν αστραπή και με περιέλουσε ολόκληρο. Ένιωσα να φεύγω ολόκληρος από τον κόσμο αυτό, πλημμύρισε όλη η ψυχή μου χαρά και αγαλλίαση. Πολλά άτομα μέσα στον ναό ομολογούσαν πως πάνω στο κεφάλι μου έλαμψε φως και κράτησε αρκετά λεπτά. Αυτό έγινε όταν ήμουν εφημέριος εκεί στον Τίμιο Πρόδρομο, όπου υπηρέτησα από το 1973 έως το 1989».
Αργότερα έμαθα ότι από τότε έζησε με την πρεσβυτέρα του σαν να ήταν αδέρφια και πως τότε απέκτησε το διορατικό και το ιαματικό χάρισμα. Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε τον πρώην γραμματέα της κοινότητας Καμαρωτού, ο οποίος νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην κλινική Γαληνός. Του διάβασε ευχές υπέρ υγείας και τον σταύρωσε με έναν ξύλινο Σταυρό που έφερε πάντα μαζί του. Αμέσως ο ασθενής θεραπεύτηκε και απέστειλε ευχαριστήρια επιστολή, η οποία διαβάστηκε την Κυριακή στην εκκλησία του Καμαρωτού.
πηγή