ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ – Η ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ ΔΥΟ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΑΓΙΩΝ
~Μόλις είχε τελέσει Εσπερινό στο μοναστήρι του στην Κλεισούρα ό γέροντας Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης καί ετοιμαζόταν νά κλείσει τήν πόρτα, όταν ακούσε νά έρχεται ένα αυτοκίνητο. ‘Ο π. Βασίλειος συνήθιζε μετά τή Δύση του ήλιου νά άποσύρεται στο κελάκι του.
Έκανε τό Απόδειπνο, διάβαζε αρκετές σελίδες άπό τήν Καινή Διαθήκη σε καθημερινή βάση καί ξάπλωνε. Εκείνο τό δειλινό βλέπει έναν άνδρα καί μία γυναίκα νά έρχονται στό μοναστήρι. Ήταν πολλοί αναστατωμένοι. Ή γυναίκα έκλαιγε καί ό άνδρας εμφανώς στενοχωρημένος προσπαθούσε νά τήν παρηγορήσει… ‘Η διεισδυτική ματιά τού γέροντα διέγνωσε άμέσως τό πρόβλημα.
-Μετά τήν άμαρτία έρχεται ή μετάνοια, Δημήτρη. Μετά τήν άμαρτία, έρχεται ή μετάνοια καί ή μεγάλη ευτυχία τής ζωής του άνθρώπου, διότι ή ζωή δεν είναι έδώ. Είθε νά τό καταλάβετε αυτό Έλενίτσα μου, είπε ό γέροντας ύποδεχόμενος τούς δύο νέους!
-Σάς τηλεφώνησε ό Λάμπρος γέροντα καί σάς πληροφόρησε πώς ανεβαίνουμε στό μοναστήρι.
-Όχι, Έλενίτσα!
-Τότε πώς γνωρίζετε τά όνόματά μας;
– Νά, καθώς παρκάρατε ήρθε ό Άγιος Δημήτριος καί μου τά ψιθύρισε… Δέν έπρεπε παιδιά μου νά τό κάνετε αυτό. Δέν έπρεπε.
– Τό κάναμε όμως γέροντα καί τώρα δεν μάς χωράει ό τόπος. Δέν μπορώ άκόμη να τό χωνέψω πώς σκοτώσαμε τό παιδί μας.
– Ελάτε, ελάτε νά άνάψετε ένα κεράκι και νά προσκυνήσετε στήν Εκκλησία. Σήμερα νά μείνετε, έάν τό επιθυμείτε στό μοναστήρι.
– Ναί γέροντα, θά μείνουμε γιατί δέν θέλω ή μάνα μου νά μέ δει σέ τέτοιο χάλι.
Ό γέροντας τούς οδήγησε στό ναό και στή συνέχεια τούς έφτιαξε ένα ζεστό τσάι καί κάθισαν όλοι μαζί στό άρχονταρίκι.
-Κάναμε έγκλημα! Κάναμε έγκλημα! Εγώ πίεσα τήν Ελένη νά κάνει έκτρωση. Έγώ φταίω. Έγώ έχω τήν ευθύνη γιατί την εκβίασα ότι αν δέν τό ρίξει θά τήν έγκαταλείψω. Έπρεπε νά τό πώ στούς δικούς μου καί νά προχωρήσουμε άμέσως σέ γάμο και όχι νά θέσουμε ώς άφετηρία τής ζωής μας τή θηλιά ενός φόνου. Φοβήθηκα όμως γιατί ό πατέρας τής Ελένης έχει υποψιαστεί έδώ καί καιρό ότι βγαίνω μέ τήν κόρη του και κάθε φορά πού μέ βλέπει μέ αγριοκοιτάζει.
Δείλιαζα μόνο μέ τή σκέψη νά μάθαινε πώς ή κόρη του είναι έγκυος. Φοβήθηκα μήν τα βάλει μέ τήν Ελένη καί τήν χτυπήσει.
-Δέν φταίει ό Δημήτρης πάτερ. Καί έγώ τά ίδια σκεφτόμουν.
-Ό άνθρωπος είναι ένα όπλο ολόκληρος. Μπορεί νά σκοτώσει μέ πολλούς τρόπους, άλλά τό μεγαλύτερο όπλο είναι ή γλώσσα.
Μπορεί ή γλώσσα νά κάνει έγκλήματα, να κάνει μεγαλύτερο κακό άπό ό,τι κάνει ή άτομική βόμβα. Ή βόμβα θά σκοτώσει τό σώμα, ή γλώσσα όμως μπορεί νά σκοτώσει την ψυχή. Είναι όμως καί ό καλύτερος γιατρός.
Πολλές φορές θεραπεύει άρρώστιες πού δέν μπορούν νά τις θεραπεύσουν γιατροί. Τό χειρότερο αμάρτημα πού κάνουμε, είναι πού σκοτώνουμε τόν άνθρωπο ψυχικά καί σωματικά, έκούσια ή άκούσια. Ή οικογένεια είναι σάν μία έκκλησία. Εκκλησία μέ ζωντανές εικόνες. Γι’ αύτό τό λόγο, πρέπει νά είναι άγαπημένη καί ενωμένη σάν ένα δεμάτι κληματόβεργες. Γιατί ή γυναίκα είναι ή κολώνα του σπιτιού, ό δέ άνδρας είναι τό δοκάρι. Οί ζωντανές εικόνες είναι τά παιδιά μας, τά οποία πρέπει νά πειθαρχούμε καί νά τά οδηγούμε, στον σωστό δρόμο τού Θεού. Έάν ή κολώνα λυγίσει, τότε καί τό δοκάρι θά άρχίσει κι αυτό νά κάμπτεται καί τότε ή εκκλησία, αύτή ή οικογένεια, θά γκρεμιστεί καί οί ζωντανές εικόνες, οί οποίες είναι τά παιδιά μας, θα καταστραφούν. Γι’ αύτό άς προσέχουν όλοι οί γονείς, πειθαρχία εις τά παιδιά τους, έξίσου άγάπη καί όχι με διάκριση.
Η αγάπη δέ νά είναι γνήσια καί όχι επιδεικτική, γιατί ή επίδειξη είναι καταστροφική.
– Δεν σας είπαμε γέροντα άκόμη τό πιό χειρότερο. Στό νοσοκομείο πού πήγαμε για τήν έκτρωση, πέσαμε πάνω σε μία χωριανή μας, φίλη της μάνας μου. Ή κόρη της δουλεύει νοσοκόμα καί δέν ξέρω άν έμαθε γιά τήν έκτρωση. Αποφασίσαμε με τόν Δημήτρη νά μήν πάμε στό χωριό. Δέν ξέρω τι νά κάνουμε;
– Αύριο θά έρθει ένας παπάς άπό τή Σιάτιστα νά λειτουργήσει. Είναι καί καλός πνευματικός. Αύτά πού σάς βαρύνουν να τά πείτε στό πετραχήλι του καί εκείνος θά σάς πει τί θά κάνετε. Απόψε θά κάνω κομποσκοίνι. Τώρα νά δούμε τί έχουμε στο ψυγείο γιατί ’Ελενίτσα πέραν τού πόνου πού ένιωσες θά είσαι κι εξαντλημένη. Κάποιος χριστιανός πού πέρασε τό μεσημέρι – έβαλε μία τσάντα μέ τρόφιμα στό ψυγείο.
Ανοίξτε την νά δείτε τί έφερε.
Ή Ελένη σηκώθηκε καί άνοιξε τό ψυγείο ένώ ό Δημήτρης άρχισε νά στρώνει τό τραπέζι. Στήν τσάντα ύπήρχαν όλα τα καλούδια τού Θεού. Είχε τέσσερα μεγάλα κομμάτια τυρόπιττα χωριάτικη, είχε τρεις ντομάτες, ένα μπολ μέ κεφτεδάκια κι ένα μπόλ μέ πατάτες καί ρύζι. Ή Ελένη τά μοίρασε σέ τρία πιάτα, όμως ό γέροντας κράτησε λίγο ρύζι καί τά ύπόλοιπα τά μοίρασε στά δύο παιδιά. ‘Ο ίδιος άλλωστε είχε νά φάει κρέας άπό τό 1965.
-Μά γέροντα μόνο δύο κουταλιές ρύζι θά φάτε, άκόμη καί τά σπουργίτια τρώνε περισσότερο;
– Είχα τσιμπήσει κάτι, λίγο πρίν έρθετε. Παρέα θά σας κάνω… είπε ό γέροντας Βασίλειος, ό όποιος πάντοτε ήταν λιτοδίαιτος κι έτρωγε σάν πουλάκι. Οί δύο νέοι έφαγαν καί στή συνέχεια ό π. Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης τούς οδήγησε στά δωμάτια τους.
-’Ελενίτσα κοίταξε νά ξεκουραστείς και νά κοιμηθείς. ‘Η Παναγία μας άφουγκράστηκε τόν πόνο σου καί θά δώσει τήν καλύτερη λύση. Έσύ Δημήτρη πάρε αύτό το βιβλίο καί θά διαβάσεις αύτούς τούς ψαλμούς όρθιος γιά νά μήν σέ πάρει ό ύπνος. ‘Ο γέροντας τού έδωσε τό ψαλτήριο και τού ύπέδειξε ποιούς ψαλμούς θά διαβάσει πρίν νά ξαπλώσει.
Ήταν περασμένες δύο μετά τά μεσάνυχτα όταν ό Δημήτρης άκουσε ένα θόρυβο εξωτερικό άπό τό μέρος τής Εκκλησίας. Κοίταξε έξω άπό τό παράθυρο καί είδε πώς ολόκληρος ό ναός φεγγοβολούσε ένώ άπό τό παράθυρο διέκρινε τή φιγούρα του γέροντα. Είχε κοιμηθεί δύο-τρείς ώρες με τό ζόρι ό ίδιος. Ή ένταση τής χθεσινής ημέρας τού προκαλούσε χίλιες σκέψεις πού τον εμπόδιζαν νά συνεχίσει τόν ύπνο του.
Αποφάσισε λοιπόν νά κατέβει στό ναό. Ντύθηκε καί άφού κοντοστάθηκε στήν πόρτα της άγαπημένης του καί άφουγκράστηκε την άναπνοή της κατέβηκε στό ναό. «Ανοιξε την πόρτα σιγά-σιγά. Τό θέαμα πού είδε τότε θά τό θυμάται σέ όλη τή ζωή του. Είδε τον γέροντα γονατιστό μπροστά στήν εικόνα τής Παναγιάς νά φεγγοβολά ένώ δύο λευκοντυμένοι άνδρες, σάν άγγελοι στέκονταν δίπλα του. ‘Ο γέροντας φαινόταν νά συνομιλεί μέ τήν Παναγία. Στήν άρχή νόμιζα πώς λέγει προσευχές άλλά όταν έστησα τό αύτί μου γιά να ακούσω καλύτερα διαπίστωσα πώς της μιλούσε γιά μένα και τήν Ελένη. Τό μόνο πού συγκρότησα άπό τήν όλη υπερκόσμια εικόνα ήταν τά λόγια τού γέροντα:
«Πάντες οι μετανοούντες, οί προστρέχοντες εις τήν οδόν του φωτός, πάντες σωθήσονται. Γιατί ό Θεός θέλει πάντες σωθήναι. Κι εις έπίγνωσιν έλθεΐν. Στενή γάρ καί τεθλιμμένη ει ή οδός τής σωτηρίας, φαρδιά καί ευρύχωρος ει ή οδηγούσα εις τήν απώλεια. Μετάνοια, ταπείνωση, ύπομονή, αγάπη, οδηγούν εις τήν στενή πύλη τής σωτηρίας των ψυχών.
Ούχί ύψηλοφροσύνη, ούχί κοιλιοδουλεία, ούχί φιλαργυρία, ούχί πορνεία»!
Έκλεισα πάλι τήν πόρτα καί γύρισα στό δωμάτιό μου. Αρχισα νά λέγω συνεχώς τό «Κύριε ’Ελέησον» μέχρι πού μέ ξαναπήρε ό ύπνος μέχρι τίς έξι τά ξημερώματα, όταν ό γέροντας Βασίλειος μου χτύπησε τήν πόρτα.
-Δημήτρη, αυτό πού είδες τό βράδυ στο ναό, νά μήν τό πεις σέ κανένα. Κατάλαβες; Ούτε στήν ’Ελενίτσα. Σέ δύο μήνες από σήμερα θά έρθω στό γάμο σου νά ψάλω καί του χρόνου έδώ στό μοναστήρι θά βαπτίσουμε τήν κορούλα σου, στήν όποια θα δώσεις τό όνομα τής Παναγιάς, του είπε ό γέροντας ένώ του έδωσε ένα φάκελο, λέγοντάς του νά τόν άνοίξει μόλις φθάσει στό χωριό.
-Ναί, ναί, άπάντησε άμήχανα ό Δημήτρης.
Λίγο πρίν τίς επτά στό μοναστήρι έφθασε μέ ένα ταξί ό.. .παπάς άπό τά Σιάτιστα.
Μόλις τόν είδα τά έχασα. Δέν ήταν απλός παπάς άλλά ό δεσπότης Αντώνιος. Κι ήταν μόνος.
Σέ λίγο άρχισε ή Θεία Λειτουργία. Ό δεσπότης λειτούργησε ώς άπλός παπάς καί ό γέροντας έψαλλε. Τέτοια θεία Λειτουργία δέν έχω βιώσει στή ζωή μου. Τόσο έγώ, όσο καί ή Ελένη νομίζαμε πώς είμαστε στον ουρανό καί άκούγαμε άγγελικούς ύμνους. Στό τέλος τής Θείας Λειτουργίας ό δεσπότης είπε:
-π. Βασίλειε λέγω νά μήν καταλύσω άκόμη. Νά εξομολογήσω τά δύο παιδιά, νά τα κοινωνήσω καί μετά νά καταλύσω.
-Νά είναι εύλογημένο Σεβασμιώτατε, να είναι ευλογημένο!
Πρώτα εξομολογήθηκε ή ’Ελενίτσα. Μιλούσε μέ τόν Αγιο Επίσκοπο μία σχεδόν ώρα! Κάποια στιγμή έκλαιγαν καί οι δύο, γεγονός πού έκανε τόν Δημήτρη νά άπορε!. Στό τέλος, όμως είδε τήν Ελένη καί τα έχασε. Ελαμπε σάν τόν ήλιο. Τόσο όμορφη δέν τήν είχε δε! ποτέ. Στήν συνέχεια στον θρόνο τής μετάνοιας κάθισε ό Δημήτρης. Εμεινε κι αυτός άρκετή ώρα. Τό χρονικό εκείνο διάστημα ή ’Ελένη συζητούσε μέ τον γέροντα Βασίλειο.
-Πάτερ, χθές ήθελα νά άνοίξει ή γή νά με καταπιεί. Σήμερα πετάω μετά τήν εξομολόγηση. Σάς εύχαριστώ, σάς ευχαριστώ!
-Ή πίστις καί τό θάρρος ’Ελενίτσα σώζουν. Ας έχουμε λοιπόν πίστη πρός τόν Κύριόν μας καί θάρρος εις τά μαρτύριά μας. Ένα ψηλό βουνό διά τής πίστεως πρός τον Ιησού, μέ τόν λόγο μας μπορούμε νά τό ραγίσουμε. Αύτός πού πιστεύει στόν Χριστό κι άν άκόμη πεθάνει θά ζήσει. ’Ελενίτσα σ’ όλη σου τή ζωή νά μήν λησμονάς νά ανάβεις κάθε φορά πού πηγαίνεις στήν εκκλησία κι ένα κεράκι γιά τό παιδί πού έχασες. Πολύ όφελος πνευματικό θά έχεις. Θά κοιτάξω νά έρθω στό γάμο σας, τόν όποιο πρέπει νά επισπεύσεις. Τό νά ζείτε έτσι συνιστά πορνεία. Θά μιλήσεις πρώτα στή μητέρα σου γιά τόν Δημήτρη καί ό δεσπότης θα άναλάβει τόν πατέρα σου.
-Πάτερ, θά μπορούσα νά έρχομαι στό μοναστήρι μέ τόν Δημήτρη, νά σάς βοηθάμε;
-Τώρα προέχει νά κοιτάξεις τό γάμο σου.’Ε! μετά δέν ξέρεις μπορεί ό Θεός νά σου χαρίσει κανένα άγγελουδάκι.
Οί δύο τους είπαν άρκετά, μέχρι τήν ώρα πού ό δεσπότης φώναξε τήν Έλενίτσα καί κοινώνησε καί τα δύο παιδιά.
Έπειτα άπό όλιγόλεπτη συζήτηση πού είχε ό δεσπότης μέ τόν γέροντα ό Δημήτρης καί ή ’Ελένη άλλά καί ό δεσπότης άποχαιρέτισαν τόν π. Βασίλειο.
Τά δύο παιδιά μετέφεραν τόν Αγιο Επίσκοπο στά γραφεία τής Μητροπόλεως και κίνησαν νά επιστρέφουν στό χωριό τους.
Τήν ίδια ώρα ό δεσπότης τηλεφώνησε στο παπά του χωριού τους καί του ανακοίνωσε πώς θά ήθελε επειγόντως νά δει τόν πατέρα τής ’Ελενίτσας, ό όποιος ήταν καί άριστερός ψάλτης στό χωριό του.
Μετά δύο ημέρες ό Δημήτρης περνούσε μαζί μέ τούς γονείς του τό κατώφλι του σπιτιού τής άγαπημένης του. Έβαλε μετάνοια στόν πατέρα της, του ζήτησε συγνώμη πού δέν είχε τό θάρρος νά τό κάνει άπό τήν πρώτη στιγμή πού συνδέθηκε μέ την κόρη του καί τόν παρακάλεσε νά συναινέσει στό γάμο του μέ τήν Ελένη. Εκείνος τόν άγκάλιασε, τόν άσπάστηκε καί του είπε: «Πάντα ήθελα ένα γιό στό σπίτι μου».
Όλα έγιναν όπως τά είπε ό γέροντας Βασίλειος. Όλη ή οικογένεια έκτοτε συμβουλευόταν γιά όλα τά ζητήματα τόν γέροντα Βασίλειο Καυσοκαλυβίτη, ένώ ό Δημήτρης καί ή Ελένη ήταν κάτω άπό τό πετραχήλι του Αγίου Επισκόπου Αντωνίου μέχρι και τήν κοίμησή του!
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΙΤΕ: ⇒ ΕΔΩ
https://simeiakairwn.wordpress.com