Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
13 Απριλίου 1204. Η ημερομηνία αυτή, κατά την οποία η Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων, είναι ίσως η πιο σκοτεινή και θλιβερή της ελληνικής ιστορίας. Πιο τραγική από τη μοιραία Άλωση του 1453, η πρώτη πτώση διέλυσε για πάντα τον ελληνικό πολιτισμό σαν ανεξάρτητη δύναμη παγκόσμιας σημασίας. Από το Μέγα Αλέξαντρο και μετά η ελληνική λαλιά, τα έργα που γράφονταν σε ελληνικούς τόπους από ελληνικές γραφίδες, οι πολιτικές μας εξουσίες (έστω και μέσα από Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η οποία ναι μεν μας συνέτριψε, αλλά μέσα από τη σαγήνη του κλασσικού πνεύματος γίναμε ένα με αυτή), η τέχνη μας ήταν στο κέντρο της Γης και μεγάλης σημασίας για όλους. Πλέον, γινόμασταν λαός δούλος και περιπλανώμενος σαν τους αρχαίους Εβραίους, να παραπαίουμε από τον ένα αφέντη στον άλλο με διαλείμματα φερέλπιδος αλλά καχεκτικής ανεξαρτησίας.
Δεν ήταν μόνο η βάρβαρη λεηλασία, οι σφαγές, οι βιασμοί, η καταστροφή των βιβλιοθηκών και των μοναστηριών και των ανακτόρων. Δεν ήταν μόνο το αίμα των αθώων, οι πόρνες και η καβαλίνα από τα υποζύγια που μόλυναν την Αγία Σοφία μας, ούτε η Τράπεζα της που τερματίστηκε. Ίσως το πιο θλιβερό ήταν πως έπεσε η Πόλη. Τόσες φορές στίφη βαρβάρων έφθασαν στα Θεοδοσιανά τείχη, και γνώρισαν λυσσαλέα αντίσταση από ιδιοφυείς βασιλείς και παθιασμένους πατριάρχες. Ακόμη και το 1453 η Βασιλεύουσα έπεσε μετά από 2 μήνες που τη σφυροκοπούσαν 72 κανόνια, με τον αυτοκράτορα μας, το γλυκύτατο μας Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να ηγείται σαν ήρωας της άμυνας και να πέφτει πολεμώντας, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι που Εκείνος όρισε. Το 1204 οι Σταυροφόροι έφτασαν στις πύλες των Ρωμαίων από προδοσία, η Πόλη για μήνες τους έβλεπε απ’ έξω και ταραζόταν από ανατροπές αυτοκρατόρων και συνωμοσίες. Και όταν επιτέθηκαν οι Βενετσιάνοι-με τον τυφλό, υπερήλικα αλλά λυσσασμένα φιλάργυρο και φιλόδοξο δόγη Ερρίκο Δάνδολο να οδηγεί τα πλοία τους προς τις επάλξεις, η αντίσταση υπήρξε ελάχιστη. Σχεδόν όλοι σκόρπισαν σαν τα ποντίκια. Η καλύτερα οχυρωμένη και πλουσιότερη μητρόπολη της Ευρώπης έπεσε κοροϊδίστικα.
Η συνέχεια είναι γνωστή: πιασμένοι στη μέγγενη Φράγκων και Αγαρηνών, οι πρόγονοι μας υπέφεραν τα πάνδεινα, χάνοντας την ελευθερία και τη δύναμη τους. Το πνεύμα τους δε δαμάστηκε ποτέ, και ακόμη και τώρα μ’ όλα τα χάλια μας αρνούμαστε να πεθάνουμε. Όμως το στίγμα εκείνης της μαύρης μέρας, όταν το Ψευτορωμέικο του Αλεξίου Αγγέλου έφερε τις ορδές των βαρβάρων μέσα στα Άγια των Αγίων, σε μια πόλη που τη βλέπανε σαν τη Νέα Ιερουσαλήμ, καθέδρα του Κυρίου και της Μητέρας Του, ακόμα μας βαραίνει.
Αυτήν την επέτειο ας μη μείνει η κρίση μας μόνο στους Φράγκους, και η συζήτηση ας ξεπεράσει τις κατάρες για τους Σταυροφόρους και τα δεινά της Εσπερίας. Να σκεφτούμε λίγο τα δικά μας πάθη και λάθη, τις δικές μας αποτυχίες. Και πως μπορούμε να ξαναβγούμε στο κατώφλι της Μούσας της Ιστορίας, μετά από εξορία 800 ετών.
Καλή λευτεριά
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (πηγή)
13 Απριλίου 1204. Η ημερομηνία αυτή, κατά την οποία η Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων, είναι ίσως η πιο σκοτεινή και θλιβερή της ελληνικής ιστορίας. Πιο τραγική από τη μοιραία Άλωση του 1453, η πρώτη πτώση διέλυσε για πάντα τον ελληνικό πολιτισμό σαν ανεξάρτητη δύναμη παγκόσμιας σημασίας. Από το Μέγα Αλέξαντρο και μετά η ελληνική λαλιά, τα έργα που γράφονταν σε ελληνικούς τόπους από ελληνικές γραφίδες, οι πολιτικές μας εξουσίες (έστω και μέσα από Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η οποία ναι μεν μας συνέτριψε, αλλά μέσα από τη σαγήνη του κλασσικού πνεύματος γίναμε ένα με αυτή), η τέχνη μας ήταν στο κέντρο της Γης και μεγάλης σημασίας για όλους. Πλέον, γινόμασταν λαός δούλος και περιπλανώμενος σαν τους αρχαίους Εβραίους, να παραπαίουμε από τον ένα αφέντη στον άλλο με διαλείμματα φερέλπιδος αλλά καχεκτικής ανεξαρτησίας.
Δεν ήταν μόνο η βάρβαρη λεηλασία, οι σφαγές, οι βιασμοί, η καταστροφή των βιβλιοθηκών και των μοναστηριών και των ανακτόρων. Δεν ήταν μόνο το αίμα των αθώων, οι πόρνες και η καβαλίνα από τα υποζύγια που μόλυναν την Αγία Σοφία μας, ούτε η Τράπεζα της που τερματίστηκε. Ίσως το πιο θλιβερό ήταν πως έπεσε η Πόλη. Τόσες φορές στίφη βαρβάρων έφθασαν στα Θεοδοσιανά τείχη, και γνώρισαν λυσσαλέα αντίσταση από ιδιοφυείς βασιλείς και παθιασμένους πατριάρχες. Ακόμη και το 1453 η Βασιλεύουσα έπεσε μετά από 2 μήνες που τη σφυροκοπούσαν 72 κανόνια, με τον αυτοκράτορα μας, το γλυκύτατο μας Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να ηγείται σαν ήρωας της άμυνας και να πέφτει πολεμώντας, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι που Εκείνος όρισε. Το 1204 οι Σταυροφόροι έφτασαν στις πύλες των Ρωμαίων από προδοσία, η Πόλη για μήνες τους έβλεπε απ’ έξω και ταραζόταν από ανατροπές αυτοκρατόρων και συνωμοσίες. Και όταν επιτέθηκαν οι Βενετσιάνοι-με τον τυφλό, υπερήλικα αλλά λυσσασμένα φιλάργυρο και φιλόδοξο δόγη Ερρίκο Δάνδολο να οδηγεί τα πλοία τους προς τις επάλξεις, η αντίσταση υπήρξε ελάχιστη. Σχεδόν όλοι σκόρπισαν σαν τα ποντίκια. Η καλύτερα οχυρωμένη και πλουσιότερη μητρόπολη της Ευρώπης έπεσε κοροϊδίστικα.
Η συνέχεια είναι γνωστή: πιασμένοι στη μέγγενη Φράγκων και Αγαρηνών, οι πρόγονοι μας υπέφεραν τα πάνδεινα, χάνοντας την ελευθερία και τη δύναμη τους. Το πνεύμα τους δε δαμάστηκε ποτέ, και ακόμη και τώρα μ’ όλα τα χάλια μας αρνούμαστε να πεθάνουμε. Όμως το στίγμα εκείνης της μαύρης μέρας, όταν το Ψευτορωμέικο του Αλεξίου Αγγέλου έφερε τις ορδές των βαρβάρων μέσα στα Άγια των Αγίων, σε μια πόλη που τη βλέπανε σαν τη Νέα Ιερουσαλήμ, καθέδρα του Κυρίου και της Μητέρας Του, ακόμα μας βαραίνει.
Αυτήν την επέτειο ας μη μείνει η κρίση μας μόνο στους Φράγκους, και η συζήτηση ας ξεπεράσει τις κατάρες για τους Σταυροφόρους και τα δεινά της Εσπερίας. Να σκεφτούμε λίγο τα δικά μας πάθη και λάθη, τις δικές μας αποτυχίες. Και πως μπορούμε να ξαναβγούμε στο κατώφλι της Μούσας της Ιστορίας, μετά από εξορία 800 ετών.
Καλή λευτεριά
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (πηγή)