Ένα κράμα αρχαίων φυλών που αφομοιώθηκαν, όπως οι Αλβανοί του Καυκάσου ή επιζούν όπως οι αινιγματικής προέλευσης Άβαροι
Γιάννης Δημητρόπουλος
Το κύκνειο άσμα των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμέσως πριν την τελική τους συνθηκολόγηση, ήταν εντυπωσιακό – και, κατά κάποιον τρόπο, οφείλεται στη Μόσχα.
Απομακρύνοντας τη Ρωσία από τον πόλεμο, οι Μπολσεβίκοι άφησαν χώρο, προσωρινά, πέρα από τον Καύκασο. Τα στρατεύματα του Σουλτάνου, αφού ξαναπήραν τον Πόντο (με όλες τις ανεπανόρθωτες συνέπειες που είχε αυτό για τον εκεί ελληνικό πληθυσμό), σύντομα βρέθηκαν σε θέση με εξαιρετικό πλεονέκτημα. Η αυτοπεποίθηση των αξιωματικών τους ήταν τέτοια, ώστε δεν δίστασαν να συγκρουστούν με τους συμμάχους τους Γερμανούς, που στήριζαν την προσφάτως ανεξαρτητοποιημένη Γεωργία. Με εντολές άνωθεν, η διαμάχη αυτή σταμάτησε σύντομα. Οι Τούρκοι άλλωστε δεν στόχευαν στα οροπέδια και τους αμπελώνες μιας χριστιανικής χώρας, αλλά ανατολικότερα, στην ερημική στέπα δίπλα στην Κασπία.
Είχαν δύο πολύ σοβαρούς λόγους για να το κάνουν. Τα πετρέλαια του Μπακού ήταν ένα προφανές αντιστάθμισμα για τη Μεσοποταμία που χανόταν. Εξίσου σημαντική θα ήταν και η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια γη που δεν ήταν ποτέ δική της, αλλά συγγένευε πληθυσμιακά μ’ αυτήν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα Βαλκάνια. Όπως πολλές νέες χώρες, η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν είχε ταυτότητα ακόμη αδιαμόρφωτη – και αντιφατική. Είχε οικειοποιηθεί το όνομα μιας ιστορικής περιοχής του νότιου γείτονά της (ένα στοιχείο ομολογουμένως βαλκανικό, αν αντικαταστήσουμε το Ιράν με την Ελλάδα), ενώ ταυτόχρονα δεχόταν σοβαρή επιρροή από τη βόρεια πλευρά του Καυκάσου: τη Ρωσία και κατ’ επέκταση την Ευρώπη. Γεγονός όμως παρέμενε ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της πίστευε στο Ισλάμ – και μιλούσε την πλησιέστερη ίσως γλώσσα που υπάρχει στη σύγχρονη τουρκική.
Η οθωμανική κατοχή του Μπακού το 1918 δεν ανατράπηκε ποτέ στρατιωτικά. Οι Τούρκοι έφυγαν αναγκαστικά με την ανακωχή του Μούδρου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Αζέροι άλλαξαν τρεις φορές αλφάβητο, στην προσπάθεια διάφορων ηγεσιών να κατευθύνουν τον εθνικό προσανατολισμό. Στην πρώιμη ΕΣΣΔ, που επικράτησε από το 1920, τους αποκαλούσαν Τούρκους, ώστε να μην τους διεκδικούν οι Ιρανοί – και τους άφησαν να χρησιμοποιούν τα ίδια πάνω-κάτω λατινικά γράμματα με αυτά που εισήγαγε ο Κεμάλ στην Τουρκία. Επί Στάλιν επιβλήθηκε όμως η ονομασία Αζερμπαϊτζάν και καθιερώθηκε το κυριλλικό αλφάβητο. Τα στοιχεία αυτά παρέμειναν μέχρι τη σοβιετική κατάρρευση και την ανεξαρτησία, οπότε και διαμορφώθηκε η κατάσταση που γνωρίζουμε σήμερα – και στην οποία έβαλαν τη σφραγίδα τους δύο πολιτικοί από την ίδια επαρχία (τον θύλακα του Ναχτσιβάν) και με το ίδιο επώνυμο, αν και χωρίς συγγένεια.
Τον πρώτο Αλίεφ δεν τον θυμάται κανείς με αυτό το όνομα. Ως Ελτσί-Μπέη (που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «Κύριος Πρέσβης») είχε σύντομη θητεία: η δυσμενής τροπή στη διαμάχη του Καραμπάχ έστρεψε εναντίον του μεγάλο μέρος του στρατού, αναγκάζοντάς τον σε φυγή το 1993. Ως πρόεδρος ήταν ο βασικός εκφραστής της προσέγγισης με την Τουρκία: όχι μόνο στήριξε την επαναφορά του λατινικού αλφαβήτου, αλλά επιπλέον πρόβαλε ως «τουρκική» την επίσημη γλώσσα της χώρας. Τον διαδέχτηκε ο δεύτερος Αλίεφ, ο Χεϊντάρ, που κυβέρνησε για δέκα χρόνια έως τον θάνατό του, οπότε τον διαδέχτηκε ένας τρίτος, ο γιος του και σημερινός πρόεδρος Ιλχάμ. Ο άλλοτε αξιωματικός της KGB Χεϊντάρ Αλίεφ –στο πλαίσιο των διαρκών ελιγμών ισορροπίας ανάμεσα στη Ρωσία, το Ιράν, την Τουρκία και τη Δύση– τόνισε την ιδιαιτερότητα του λαού, κρατώντας μεν τη νέα γραφή (που δεν ταυτίζεται απολύτως με την τουρκική), αλλά επιμένοντας στον όρο «γλώσσα του Αζερμπαϊτζάν».
Πολλοί Αζέροι σήμερα νιώθουν (σύμφωνα με έρευνες γνώμης) κοντά τους την Τουρκία. Πηγαίνουν διακοπές στα μεσογειακά παράλια, προτιμούν την μπίρα Εφές από την τοπική Χιρνταλάν και συχνά εργάζονται σε τουρκικές εταιρείες ή συναλλάσσονται με αυτές. Βλέπουν, επίσης, στη χώρα που έδιωξε τους Αρμενίους από τις επαρχίες της, τον φυσικό τους σύμμαχο στον ατελείωτο πόλεμο για το Καραμπάχ – την πρώην αυτόνομη σοβιετική περιοχή που σήμερα κατέχεται από τον άσπονδο δυτικό γείτονα του Αζερμπαϊτζάν. Ιστορικά όμως δεν έχουν συνυπάρξει στο ίδιο κράτος με τους Τούρκους από την εποχή των Σελτζούκων. Τα τζαμιά στο Μπακού έχουν στρογγυλεμένους μιναρέδες, και στη βουή του κέντρου δύσκολα ακούς τον μουεζίνη: η πλειοψηφία των Αζέρων είναι Σιίτες, σε αντίθεση με τους Σουνίτες της Τουρκίας. Τέλος, υπάρχει και στο Αζερμπαϊτζάν ο πανταχού παρών πατέρας του έθνους, αλλά δεν λέγεται Κεμάλ. Η εικόνα του πατρός Αλίεφ απαντάται σε κάδρα, αφίσες, αγάλματα, σε δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς χώρους – σε υπόμνημα κάτοψης κτιρίου είδα να περιγράφεται χώρος ως «γκισέ Χεϊντάρ Αλίεφ», εννοώντας την εσοχή στην οποία θα τοποθετηθεί η απαραίτητη προτομή του ηγέτη.
Στην πρωτεύουσα ο αέρας συχνά μυρίζει πετρέλαιο. Νευρικοί νεαροί οδηγούν και παρκάρουν όπως τους βολεύει, ενώ ο πεζός ψάχνει να βρει ασφαλή διαδρομή ανάμεσα σε τριαντάποντα κράσπεδα και τα τεράστια στηθαία του Γκραν Πρι, που μένουν στη θέση τους όλο τον χρόνο. Το κρέας είναι τόσο κυρίαρχο στη διατροφή αυτής της σχετικά φτωχής χώρας, που πολλές φορές το έχω δει να σερβίρεται ως ορεκτικό, με κύριο γεύμα ψάρι. Οι ουρανοξύστες, αρκετοί απ’ αυτούς ημιτελείς, συνυπάρχουν με χαμόσπιτα (κρυμμένα πίσω από ομοιόμορφους μπεζ τοίχους, για να μη χαλάνε το θέαμα) καθώς και με σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες – με νέες λαμπερές προσόψεις που «απλά» έγιναν χτίζοντας μια δεύτερη, καλλωπισμένη τοιχοποιία εξωτερικά της πρώτης. Ωστόσο, παρά τα άπειρα στοιχεία κιτς, το Μπακού εξακολουθεί και μου αρέσει όποτε το επισκέπτομαι.
Βλέπω αυτή την κακογουστιά μάλλον με συμπάθεια, ως σύμπτωμα της μικρομέγαλης κοινωνίας: μιας αφελούς απομίμησης του πλούσιου κόσμου που φαίνεται να εξαντλείται στα καταστήματα μόδας, τους τρίδυμους «πύργους της φωτιάς» και την ελκυστική διαμόρφωση της παλιάς πόλης. Ίσως γιατί βλέπω πίσω από αυτή τη βιτρίνα έναν λαό με εύρος και βάθος πολιτισμού που σίγουρα αδικείται από την ταύτιση με διοργανώσεις αγώνων, με την ισχνή διάκριση εξουσιών, με τη μονοκαλλιέργεια των πετρελαιοπηγών – και την κρίση που προκλήθηκε μόλις έπεσαν οι τιμές. Έναν κόσμο που παίζει σκάκι (κι ας είναι αντιδημοφιλής ο γόνος του Μπακού, Κασπάροφ, λόγω της Αρμένισσας μητέρας του), έχει μουσική παιδεία και διαβάζει πολύ, σε μια εποχή που η «καλή επικοινωνία» ξεκινά από την παραδοχή ότι το δισέλιδο αποτελεί πολυλογία. Ένα κράμα αρχαίων φυλών που αφομοιώθηκαν, όπως οι Αλβανοί του Καυκάσου (καμία σχέση με τους Βαλκάνιους συνώνυμους), ή επιζούν όπως οι αινιγματικής προέλευσης Άβαροι. Μια χώρα που προσπεράστηκε από το σπαθί του Μεγαλέξανδρου, μα που μπορεί να βρει τρόπους να εδραιωθεί στον χάρτη με δικά της ειρηνικά όπλα – χωρίς ξεθαμμένα γιαταγάνια καλοθελητών.
http://amagi.gr/content/sto-mpakoy
Γιάννης Δημητρόπουλος
Το κύκνειο άσμα των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμέσως πριν την τελική τους συνθηκολόγηση, ήταν εντυπωσιακό – και, κατά κάποιον τρόπο, οφείλεται στη Μόσχα.
Απομακρύνοντας τη Ρωσία από τον πόλεμο, οι Μπολσεβίκοι άφησαν χώρο, προσωρινά, πέρα από τον Καύκασο. Τα στρατεύματα του Σουλτάνου, αφού ξαναπήραν τον Πόντο (με όλες τις ανεπανόρθωτες συνέπειες που είχε αυτό για τον εκεί ελληνικό πληθυσμό), σύντομα βρέθηκαν σε θέση με εξαιρετικό πλεονέκτημα. Η αυτοπεποίθηση των αξιωματικών τους ήταν τέτοια, ώστε δεν δίστασαν να συγκρουστούν με τους συμμάχους τους Γερμανούς, που στήριζαν την προσφάτως ανεξαρτητοποιημένη Γεωργία. Με εντολές άνωθεν, η διαμάχη αυτή σταμάτησε σύντομα. Οι Τούρκοι άλλωστε δεν στόχευαν στα οροπέδια και τους αμπελώνες μιας χριστιανικής χώρας, αλλά ανατολικότερα, στην ερημική στέπα δίπλα στην Κασπία.
Είχαν δύο πολύ σοβαρούς λόγους για να το κάνουν. Τα πετρέλαια του Μπακού ήταν ένα προφανές αντιστάθμισμα για τη Μεσοποταμία που χανόταν. Εξίσου σημαντική θα ήταν και η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια γη που δεν ήταν ποτέ δική της, αλλά συγγένευε πληθυσμιακά μ’ αυτήν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα Βαλκάνια. Όπως πολλές νέες χώρες, η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν είχε ταυτότητα ακόμη αδιαμόρφωτη – και αντιφατική. Είχε οικειοποιηθεί το όνομα μιας ιστορικής περιοχής του νότιου γείτονά της (ένα στοιχείο ομολογουμένως βαλκανικό, αν αντικαταστήσουμε το Ιράν με την Ελλάδα), ενώ ταυτόχρονα δεχόταν σοβαρή επιρροή από τη βόρεια πλευρά του Καυκάσου: τη Ρωσία και κατ’ επέκταση την Ευρώπη. Γεγονός όμως παρέμενε ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της πίστευε στο Ισλάμ – και μιλούσε την πλησιέστερη ίσως γλώσσα που υπάρχει στη σύγχρονη τουρκική.
Η οθωμανική κατοχή του Μπακού το 1918 δεν ανατράπηκε ποτέ στρατιωτικά. Οι Τούρκοι έφυγαν αναγκαστικά με την ανακωχή του Μούδρου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Αζέροι άλλαξαν τρεις φορές αλφάβητο, στην προσπάθεια διάφορων ηγεσιών να κατευθύνουν τον εθνικό προσανατολισμό. Στην πρώιμη ΕΣΣΔ, που επικράτησε από το 1920, τους αποκαλούσαν Τούρκους, ώστε να μην τους διεκδικούν οι Ιρανοί – και τους άφησαν να χρησιμοποιούν τα ίδια πάνω-κάτω λατινικά γράμματα με αυτά που εισήγαγε ο Κεμάλ στην Τουρκία. Επί Στάλιν επιβλήθηκε όμως η ονομασία Αζερμπαϊτζάν και καθιερώθηκε το κυριλλικό αλφάβητο. Τα στοιχεία αυτά παρέμειναν μέχρι τη σοβιετική κατάρρευση και την ανεξαρτησία, οπότε και διαμορφώθηκε η κατάσταση που γνωρίζουμε σήμερα – και στην οποία έβαλαν τη σφραγίδα τους δύο πολιτικοί από την ίδια επαρχία (τον θύλακα του Ναχτσιβάν) και με το ίδιο επώνυμο, αν και χωρίς συγγένεια.
Τον πρώτο Αλίεφ δεν τον θυμάται κανείς με αυτό το όνομα. Ως Ελτσί-Μπέη (που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «Κύριος Πρέσβης») είχε σύντομη θητεία: η δυσμενής τροπή στη διαμάχη του Καραμπάχ έστρεψε εναντίον του μεγάλο μέρος του στρατού, αναγκάζοντάς τον σε φυγή το 1993. Ως πρόεδρος ήταν ο βασικός εκφραστής της προσέγγισης με την Τουρκία: όχι μόνο στήριξε την επαναφορά του λατινικού αλφαβήτου, αλλά επιπλέον πρόβαλε ως «τουρκική» την επίσημη γλώσσα της χώρας. Τον διαδέχτηκε ο δεύτερος Αλίεφ, ο Χεϊντάρ, που κυβέρνησε για δέκα χρόνια έως τον θάνατό του, οπότε τον διαδέχτηκε ένας τρίτος, ο γιος του και σημερινός πρόεδρος Ιλχάμ. Ο άλλοτε αξιωματικός της KGB Χεϊντάρ Αλίεφ –στο πλαίσιο των διαρκών ελιγμών ισορροπίας ανάμεσα στη Ρωσία, το Ιράν, την Τουρκία και τη Δύση– τόνισε την ιδιαιτερότητα του λαού, κρατώντας μεν τη νέα γραφή (που δεν ταυτίζεται απολύτως με την τουρκική), αλλά επιμένοντας στον όρο «γλώσσα του Αζερμπαϊτζάν».
Πολλοί Αζέροι σήμερα νιώθουν (σύμφωνα με έρευνες γνώμης) κοντά τους την Τουρκία. Πηγαίνουν διακοπές στα μεσογειακά παράλια, προτιμούν την μπίρα Εφές από την τοπική Χιρνταλάν και συχνά εργάζονται σε τουρκικές εταιρείες ή συναλλάσσονται με αυτές. Βλέπουν, επίσης, στη χώρα που έδιωξε τους Αρμενίους από τις επαρχίες της, τον φυσικό τους σύμμαχο στον ατελείωτο πόλεμο για το Καραμπάχ – την πρώην αυτόνομη σοβιετική περιοχή που σήμερα κατέχεται από τον άσπονδο δυτικό γείτονα του Αζερμπαϊτζάν. Ιστορικά όμως δεν έχουν συνυπάρξει στο ίδιο κράτος με τους Τούρκους από την εποχή των Σελτζούκων. Τα τζαμιά στο Μπακού έχουν στρογγυλεμένους μιναρέδες, και στη βουή του κέντρου δύσκολα ακούς τον μουεζίνη: η πλειοψηφία των Αζέρων είναι Σιίτες, σε αντίθεση με τους Σουνίτες της Τουρκίας. Τέλος, υπάρχει και στο Αζερμπαϊτζάν ο πανταχού παρών πατέρας του έθνους, αλλά δεν λέγεται Κεμάλ. Η εικόνα του πατρός Αλίεφ απαντάται σε κάδρα, αφίσες, αγάλματα, σε δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς χώρους – σε υπόμνημα κάτοψης κτιρίου είδα να περιγράφεται χώρος ως «γκισέ Χεϊντάρ Αλίεφ», εννοώντας την εσοχή στην οποία θα τοποθετηθεί η απαραίτητη προτομή του ηγέτη.
Στην πρωτεύουσα ο αέρας συχνά μυρίζει πετρέλαιο. Νευρικοί νεαροί οδηγούν και παρκάρουν όπως τους βολεύει, ενώ ο πεζός ψάχνει να βρει ασφαλή διαδρομή ανάμεσα σε τριαντάποντα κράσπεδα και τα τεράστια στηθαία του Γκραν Πρι, που μένουν στη θέση τους όλο τον χρόνο. Το κρέας είναι τόσο κυρίαρχο στη διατροφή αυτής της σχετικά φτωχής χώρας, που πολλές φορές το έχω δει να σερβίρεται ως ορεκτικό, με κύριο γεύμα ψάρι. Οι ουρανοξύστες, αρκετοί απ’ αυτούς ημιτελείς, συνυπάρχουν με χαμόσπιτα (κρυμμένα πίσω από ομοιόμορφους μπεζ τοίχους, για να μη χαλάνε το θέαμα) καθώς και με σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες – με νέες λαμπερές προσόψεις που «απλά» έγιναν χτίζοντας μια δεύτερη, καλλωπισμένη τοιχοποιία εξωτερικά της πρώτης. Ωστόσο, παρά τα άπειρα στοιχεία κιτς, το Μπακού εξακολουθεί και μου αρέσει όποτε το επισκέπτομαι.
Βλέπω αυτή την κακογουστιά μάλλον με συμπάθεια, ως σύμπτωμα της μικρομέγαλης κοινωνίας: μιας αφελούς απομίμησης του πλούσιου κόσμου που φαίνεται να εξαντλείται στα καταστήματα μόδας, τους τρίδυμους «πύργους της φωτιάς» και την ελκυστική διαμόρφωση της παλιάς πόλης. Ίσως γιατί βλέπω πίσω από αυτή τη βιτρίνα έναν λαό με εύρος και βάθος πολιτισμού που σίγουρα αδικείται από την ταύτιση με διοργανώσεις αγώνων, με την ισχνή διάκριση εξουσιών, με τη μονοκαλλιέργεια των πετρελαιοπηγών – και την κρίση που προκλήθηκε μόλις έπεσαν οι τιμές. Έναν κόσμο που παίζει σκάκι (κι ας είναι αντιδημοφιλής ο γόνος του Μπακού, Κασπάροφ, λόγω της Αρμένισσας μητέρας του), έχει μουσική παιδεία και διαβάζει πολύ, σε μια εποχή που η «καλή επικοινωνία» ξεκινά από την παραδοχή ότι το δισέλιδο αποτελεί πολυλογία. Ένα κράμα αρχαίων φυλών που αφομοιώθηκαν, όπως οι Αλβανοί του Καυκάσου (καμία σχέση με τους Βαλκάνιους συνώνυμους), ή επιζούν όπως οι αινιγματικής προέλευσης Άβαροι. Μια χώρα που προσπεράστηκε από το σπαθί του Μεγαλέξανδρου, μα που μπορεί να βρει τρόπους να εδραιωθεί στον χάρτη με δικά της ειρηνικά όπλα – χωρίς ξεθαμμένα γιαταγάνια καλοθελητών.
http://amagi.gr/content/sto-mpakoy