Αληθινά κράζει ο προφήτης: «Αγαλλιάσθω η έρημος και ανθήτω ως κρίνον». Με τη θρησκεία του Χριστού γεμίσανε οι ερημιές από αγίους ανθρώπους, από άνθη πνευματικά.
«Και αντί της στιβής, αναβήσεται κυπάρισσος, αντί δε της κονίζης, αναβήσεται μυρσίνη». Και ο υμνωδός για τον καθένα απ αὐτούς τους αγγελικούς κατοίκους της ερήμου, που είχανε το δάκρυ καθημερινό, αλλά όχι το δάκρυ της απελπισίας, αλλά της κατανύξεως το «χαροποιόν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας, και τοις εκ βάθους στεναγμοίς εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας, και γέγονας φωστήρ, τη οικουμένη λάμπων τοις θαύμασι, Ευθύμιε πατήρ ημών όσιε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.»
Ο άγιος Ευθύμιος ο Μέγας, που εορτάζει τη μνήμη του η Εκκλησία στις 20 του Ιανουαρίου, εστάθηκε ένας από τους φωστήρες της ασκητικήςπολιτείας. Γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας στα 377 . Αληθινά εκ κοιλίας μητρός ήτανε αγιασμένος, γιατί αφοσιώθηκε στο Θεό απότριών χρονών παιδί. Ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, που μόνασε στο κοινόβιο του αγίου Ευθυμίου ύστερα από την κοίμηση του αγίου, γράφει πως από τα πρώτα χρόνια της ηλικίας του το στόμα του αενάως δοξολογούσε το Θεό, η χαρά του ήτανε να πηγαίνει στην εκκλησία και ναακούγει τα άγια γράμματα με φόβο και κατάνυξη.«Τον δε μεταξύ χρόνον, οίκοι εσχόλαζεν εν τε τη προσευχή και τη ψαλμωδία και ταις των θείων λόγων αναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε και ημερεύων, ειδώς ότι ο μελετών εν νόμω Κυρίου ημέρας τε και νυκτός έσται ως και το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού».
Σαν έγινε 29 χρονών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησε τους αγίους Τόπους, έπειτα επισκέφθηκε τους πατέρας της ερήμου και τέλος κατοίκησε σ ἕνα σπήλαιο της λαύρας του Φαράν, κ ἐζοῦσε με τέλεια ακτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες για τη συντήρησή του. Εκεί κάθισε πέντε χρόνια, μ ἕναν άλλον ασκητή Θεόκτιστο. Μετά τα πέντε χρόνια πήγανε από το Φαράν και ήβρανε μέσα σ ἕνα ξεροπόταμο, που το λένε τώρα Ουάντι Δαμπόρ, ένα σπήλαιο απόγκρεμνο, κ ἐκεῖ κατοικήσανε. Με τον καιρό πληθύνανε οι αδελφοί, και στο τέλος κάνανε έναμοναστήρι κοινόβιο, το πρώτο που γίνηκε στην Παλαιστίνη, και μέσα σ αὐτὸ οι μοναχοί ζούσανε με άκραν αυστηρότητα.
Ο μέγας Ευθύμιος, ο ηγούμενός του, έλεγε: «Οφείλει είναι ο μοναχός όλος οφθαλμός, πάντοθεν εαυτόν περισκέπην ακοίμητον έχων προς την αυτού φυλακήν το της ψυχής όμμα, ως εν μέσω παγίδων διοδεύων αεί». Από την αυστηρότητα του βίου κάποιοι μοναχοί απαυδήσανε και θέλανε να φύγουνε.«Τα κελλία στενά λίαν και απαραμύθητα ήσαν, ούτως αυτά του Μεγάλου Ευθυμίου κελεύσαντος».
Χρειάζεται πολύ χαρτί και μελάνι για να γράψει κανένας καταλεπτώς την πολιτεία του αγίου Ευθυμίου, τα λόγια του που σωθήκανε στο βίο του, τα θαύματά του και την κοίμησή του. Η αγιότητά του ακούσθηκε σ ὅλη τη χριστιανοσύνη.
Ονομάσθηκε «μέγας φωστήρ και ήλιος της ερήμου». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 20 Ιανουαρίου του έτους 473 , ημέρα Σάββατο, σε ηλικία 97 χρονών.
«Ην δε το είδος αυτού αγγελικόν,η έξις άπλαστος (αφελής, απροσποίητη), το ήθος πραΰτατον, η δε φαινομένη του σώματος αυτού όψις στρογγυλοειδής τε υπήρχε και φαιδρά και λευκή και ευόμματος. Ην δε υποκόλοβος την ηλικίαν και ολοπόλιος, έχων τον πώγωνα μέγαν, φθάνοντα έως της κοιλίας, καιασινή πάντα τα μέλη· ούτε γαρ οι οφθαλμοί αυτού η οι οδόντες η έτερον μέλος το παράπαν εβλάβη αλλά στερρός τε και πρόθυμος ων ετελειώθη».
Ένα από τα πολλά θαύματα που έκανε είναι και το ακόλουθο, που το διηγήθηκε στον Κύριλλο, ο οποίος έγραψε το βίο του αγίου Ευθυμίου,ένας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, για τον πάππο του που είχε το ίδιο όνομα και που τον έγιανε ο άγιος. Αυτός λοιπόν ο γέρο – Τερέβωνας, τον καιρό που ήταν ακόμα παιδί παράλυσε το μισό κορμί του, το δεξιό μέρος, από το κεφάλι έως τα πόδια. Ο πατέρας του Ασπέβετος, που ήτανε κι αὐτὸς φύλαρχος, ήτανε απαρηγόρητος, γιατί οι γιατροί δεν μπορέσανε να δώσουνε ωφέλεια στο παιδί του. Βρισκότανε στην Αραβία κ εἴχανε στήσει τα τσαντήρια τους. Όπου, μια νύχτα, βλέπει το άρρωστο παιδί στον ύπνο του έναν καλόγερο με μακριά γενειάδα και του λέγει:
«Τι ασθένεια έχεις;» Κ ἐκεῖνο έδειξε το παράλυτο μέρος του κορμιού του. Κι ὁ μοναχός του λέγει πάλι:
«Ο,τι τάξεις στο Θεό, θα το κάνεις, αν ελευθερωθείς από την αρρώστια;»
Και το παιδί είπε: «Ναι».
Τότε του λέγει ο γέροντας: «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος, που κάθουμαι στην έρημο, δέκα μίλια ανατολικά της Ιερουσαλήμ, μέσα στο ξεροπόταμο που είναι νοτινά από το δρόμο που πηγαίνει στην Ιεριχώ. Αν θέλεις να θεραπευθείς, έλα σε μένα κι ὁ Θεός θα σε γιατρέψει».
Το πρωί, είπε το όνειρο το παιδί στον πατέρα του, κ ἐκεῖνος αμέσως πρόσταξε να σηκώσουνε τις τέντες και να τραβήξουνε κατά το μοναστήρι του αγίου Ευθυμίου, που το βρήκανε ρωτώντας. Οι μοναχοί, σαν είδανε το πλήθος των βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχά ο Θεόκτιστος κατέβηκε και τους ρώτησε τι ζητάνε. Και ἐκεῖνοι του είπανε «τον Ευθύμιο, το δούλο του Θεού». Επειδή όμως ο άγιος Ευθύμιος ησύχαζε κ εἶχε δώσει παραγγελία να μην τον ανησυχήσουνε ως το Σάββατο, είπε στον Ασπέβετο να περιμένουνε. Αλλά ο δυστυχής πατέρας του έδειξε το παιδί που κειτότανε ξυλιασμένο και τον παρακάλεσε να τον λυπηθεί. Τότε ο Θεόκτιστος πήγε και είπε στον άγιο τηνιστορία. Κ ἐκεῖνος κατέβηκε, και σαν είδε το παιδί, έκανε προσευχή πολλήν ώρα, ύστερα το σταύρωσε, και παρευθύς έγινε καλά ο Τερέβωνας. Βλέποντας οι Αραπάδες αυτό το θαύμα, γονατίσανε και φιλούσανε τα πόδια του αγίου, και τον παρακαλούσανε να τους βαφτίσει. Τότε ο άγιος παράγγειλε να κάνουνε μία μικρή κολυμβήθρα σε μια γωνιά της σπηλιάς, που σώζουνταν ως τον καιρό που ταέγραφε ο Κύριλλος, κι ἀφοῦ τους κατήχησε, τους βάφτισε. Τους κράτησε στο μοναστήρι σαράντα μέρες για να τους διδάξει τα της θρησκείας, κ ὕστερα φύγανε. Ένας μοναχά απόμεινε στο μοναστήρι, ο θείος του Τερέβωνα, Τερέβωνας κι αὐτός, αδελφός της μητέρας του, και χειροτονήθηκε καλόγηρος, και μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού έδωσε πολλά χρήματα για να μεγαλώσουνε το μοναστήρι. Στάθηκε τύπος και υπογραμμός στην ευσέβεια, και κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Μια Κυριακή λειτουργούσε ο άγιος Ευθύμιος, και κατά τα συνηθισμένα κάποιος ευλαβέστατος μοναχός Δομετιανός στεκότανε στα δεξιά της αγίας Τραπέζης βαστώντας το λειτουργικό ριπίδι, κι ὁ Μαρίνος ο Σαρακηνός στεκότανε κοντά στο θυσιαστήριο, ακουμπώντας τα χέρια του στα κάγκελα. Άξαφνα βλέπει φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να απλώνεται απάνω στο θυσιαστήριο σαν νάτανε σεντόνι πύρινο, και σκέπασε το μέγα Ευθύμιο και το μακάριο Δομετιανό. Και έμεινε έτσι σ ὅλο το χερουβικό.
«Τούτο δε το θαύμα ουδείς είδεν ειμή οι όντες του πυρός ένδον, και Τερέβων, και ο Χρυσίππου αδελφός Γαβρήλιος ο Καππαδόκης, ευνούχος ων από γεννήσεως και δι εἰκοσιπέντε ενιαυτών τότε εις την εκκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθείς ο Τερέβων, έφυγεν εις τα οπίσω, και από τότε ουκέτι προέθετο επιστηρίζεσθαι τω καγκέλω του ιερατείου, καθ ἣν είχε συνήθειαν τολμηρώς και θρασέως τούτο ποιείν κατά την ώραν της θείας προσκομιδής, αλλ ὀπίσω πλησίον της θύρας της εκκλησίας ίστατο, μετά φόβου και ευλαβείας κατά την της συνάξεως ώραν κατά την κελεύουσαν εντολήν ευλαβείς έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ και μη καταφρονητάς».
Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996 Φώτης Κόντογλου