σχόλιο Γ.Θ : Έχουν ακουστεί πολλά για αυτόν τον ταπεινό επίσκοπο από αυτούς που τον αντίκρισαν από κοντά και θα γραφτούν πολλά περισσότερα όταν ο Κύριος τον καλέσει κοντά Του. Ο ταπεινός ιεράρχης έχει την απόλυτη βεβαιότητα για την Ανάσταση της Ρωμιοσύνης στην Πόλη των Ονείρων μας. Έχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι στον Μεγάλο Ναό του Γένους θα χτυπήσει ξανά η καρδιά της Ορθοδοξίας. Αμήν. Γένοιτο!
Αν θέλετε να βρείτε πραγματικούς αγίους, εναρέτους, αγωνιστάς, αφανείς, όμως και αγνώστους τοις πολλοίς, αλλά γνωστούς τω Θεώ, θα βρείτε.
Θα σας τους αποκαλύψει ο Άγιος Θεός. Εγώ βρήκα, γι’ αυτό και Τον ευγνωμονώ...
Η συντροφιά είχε μετάσχει Τραπέζης Κυρίου. Στον νάρθηκα του Πατριαρχικού Ναού συναντούμε αυτόν τον άγιο επίσκοπο, τον ταπεινό, τον σεμνό, τον γλυκύτατο. Το βάρος των χρόνων τον εκύρτωσε, αλλά το πνευματικό του ανάστημα είναι δυσθεώρητο. Σπεύδουμε να πάρουμε την ευχή του, να φιλήσουμε το χέρι του. Μη, παιδιά μου, μη φιλάτε το χέρι μου. Έχετε μέσα σας τον Κύριο. Δεν επιτρέπεται, άλλη φορά... Το όνομα του; Θεοδωρουπόλεως Γερμανός. Κλίνω το γόνυ και τον προσκυνώ. Σε ποιους όμως ελλαδικούς είναι γνωστός;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ταπεινότερος επίσκοπος εις την υφήλιον. Συναντώμεθα κατά συγκυρίαν ευτυχή σε μιαν απ’ τις εκκλησίες της Πόλεως. Και ζητεί... την άδεια μου για να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. «Πήρα, μου λέγει, την άδεια και την ευχή του Πανσγιωτάτου, ζητώ και την δική σας άδεια και την ευχή...», Κόκαλο εγώ! Τι άδεια και τι ευχή να δώσω σ' έναν επίσκοπο. Το έλαττον υπό του μείζονος ευλογείται. Έσκυψα και σχεδόν δια της βίας του πήρα το χέρι να το φιλήσω και να παρακαλέσω τον Άγιο Θεό να μου δώσει και μένα λίγη απ’ αυτή την ευλογημένη ταπείνωση...
Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα από επιστολή του επισκόπου αυτού και θα εννοήσετε περί τίνος πρόκειται;
«...ηγαπημένε εν Χριστώ αδελφέ...
Αληθώς ανέστη ο Κύριος.
Ευχαριστώ τον Πανάγαθον Θεόν δια την σννάντησιν και την σνμπροσευχήν εις τον Ιερόν Ναόν Αγίας Τριάδος Ταξίμ. Ήτο δι' εμέ εν ανεκτίμητον δώρον τον Κυρίου, ακριβώς την Τρίτην 27ην Απριλίου 1999, το απόγευμα, ότε ήλθετε ως ευσεβείς προσκυνηταί εις την Πόλιν, το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας και τον προδιαληφθέντα Ι. Ναόν.
Ασφαλώς ως θυμίαμα μυρίπνοον ο Επουράνιος Πατήρ εδέχθη την προσευχήν μας. Τα ώτα Κυρίου με προσοχή ήκουσαν την δέησίν μας δια την ειρήνην του σύμπαντος κόσμου, την ευστάθειαν των αγίων του Θεού εκκλησιών, την προστασίαν και βοήθειαν και λύτρωσιν όλων των πονεμένων συνανθρώπων μας»...
Ο Εσπερινός δεν είχε αρχίσει ακόμη στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη. Είμαι χωμένος (τρόπος του λέγειν δηλαδή, ένεκα όγκου) σ' ένα στασίδι. Περιμένω την έναρξη. Θάναι και ο Πατριάρχης.
Ξαφνικά εισέρχεται «αψοφητί» ένας αρχιερεύς, Πολίτης, άγνωστος σε μένα. Στέκεται δεξιά στο νάρθηκα εκεί πού βρίσκεται η θαυματουργός Ι. Εικών της Παναγίας. Υψοί χείρας ικεσίους και στέκεται έτσι, όπως ο Μωϋσής στον πόλεμο κατά των Αμαληκιτών. Κάτι μουρμουρίζει. Είμαι κάπου πλησίον. Πνίγω τον βήχα, σταματώ την αναπνοή για να μη τον ανησυχήσω. Ελάχιστες λέξεις ξεχωρίζω. Ψάλλει την Παράκληση. Όσα θυμάται, όπως τα θυμάται. Συγκινείται. Δακρύζει. Δια ποιόν ή για ποιους ή γιατί παρακαλεί και ικετεύει; Για τον ίδιο, για συγγενείς του ή για το Γένος; Ατενίζει το πρόσωπο της Παναγίας μας. Και λέει, λέει. Ασπάζεται και εξαφανίζεται. Δεν έμαθα ποιος είναι. Δεν ρώτησα ποιος είναι. Ήταν ο άγνωστός μου επίσκοπος, ο επίσκοπος της Πόλης, ο προσευχόμενος, ίσως καί για μένα τον ταλαίπωρο, επίσκοπος. Τι άλλο θα έπρεπε να μάθω;
(Από το βιβλίο «Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο» - Εκδ. Ι.Μ. Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας)