(...)Ήταν εκπληκτική αίσθηση να ταξιδεύεις σε αυτή τη στρατηγική χερσόνησο που ήταν εμποτισμένη από τη βιβλική παράδοση και από φαντάσματα κατακτητών. Φαντάστηκα πώς πρέπει να ήταν τα πράγματα όταν τόσο πολλές και διαφορετικές στρατιές προήλαυναν μέσα από αυτή την έρημο ανά τις χιλιετίες: οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, ο στρατοί του Αλεξάνδρου, οι Ρωμαίοι και οι Αυτοκρατορικοί Βυζαντινοί, οι πολεμιστές του Μωάμεθ, οι σταυροφόροι, οι στρατιώτες του Ναπολέοντα, οι Οθωμανοί Τούρκοι και οι Άραβες άτακτοι με τους οποίους πολέμησε ο Λόρενς της Αραβίας, καθώς και οι Ισραηλινοί και οι Αιγύπτιοι. Όλοι τους πότισαν την έρημο με αίμα και δάκρυα και άφησαν τη σφραγίδα του, στη συλλογική μνήμη της αφροσύνης της ανθρωπότητα-. Φαντάστηκα πώς πρέπει να ήταν τα πράγματα για τους Εβραίους που τρέφονταν με μάννα στα σαράντα χρόνια της περιπλάνησής τους, καθώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το ξίφος του Φαραώ και να φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας, τη Χαναάν.
Το έρημο τοπίο απλωνόταν δυσοίωνα γύρω μας. Ο δρόμος τώρα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του ίσιος και πρόσφατα ασφαλτοστρωμένος. Γύρω μας απλώνονταν απότομα βράχια και άμμος, χωρίς σχεδόν κανένα ίχνος ζωής πέρα από κάποιον μοναχικό καμηλιέρη. Αν αφαιρούσες από την εικόνα το βανάκι με το οποίο ταξιδεύαμε και το δρόμο, το τοπίο μάλλον δεν θα διέφερε από εκείνο που υπήρχε την εποχή του Ραμσή του Μεγάλου.
Τα πιο ανησυχητικά και ενοχλητικά στοιχεία του περιβάλλοντος ήταν τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου που συναντούσαμε σχεδόν σε κάθε σταυροδρόμι βαριεστημένοι οπλισμένοι στρατιώτες εξέταζαν επανειλημμένα τα διαβατήριά μας, μας ρωτούσαν ποιος ήταν ο προορισμός μας και γιατί είχαμε έρθει στην Αίγυπτο, κοίταζαν αν είχαμε πληρώσει το αντίτιμο της βίζας και ούτω καθεξής. Αυτές ήταν οι στιγμές που η μονοτονία διακοπτόταν από την έξαρση της αδρεναλίνης. Όταν οι στρατιώτες πείθονταν ότι δεν ήμαστε ούτε Ισραηλινοί κατάσκοποι ούτε επίδοξοι βομβιστές αυτοκτονίας, μας άφηναν να περάσουμε. Η Αίγυπτος έμοιαζε με πολιορκημένη χώρα.
(...)
Στην πύλη μάς καλωσόρισαν εγκάρδια παιδιά Βεδουίνων. Ο Λαύρος μας είχε προειδοποιήσει να εφοδιαστούμε με καραμέλες για την αναπόφευκτη επίθεση των μικρών. Ύστερα από αυτή την υπέροχη εισβολή, μας πήγαν σε καθαρά και τακτικά δωμάτια.
(...)
Η Αγία Αικατερίνη, διάβασα, θεωρείται το αρχαιότερο χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο, με ηλικία που ξεπερνά τα χίλια τετρακόσια χρόνια. Επιπλέον, στεγάζει την πλουσιότερη συλλογή εικόνων από κάθε άλλο μέρος του κόσμου. Από πλευράς σπάνιων χειρογράφων, έρχεται δεύτερο μόνο μετά το Βατικανό.
(...)
Όμως, τα κρανία στην Αγία Αικατερίνη δεν ανήκαν σε ανθρώπους που βασανίστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν. Οι περισσότεροι μοναχοί κατά πάσα πιθανότητα είχαν ζήσει γαλήνια ζωή, με προσευχές και νηστείες για να εξασφαλίσουν τη θέση τους στον Παράδεισο. Τα κρανία, βουβά και σιωπηλά, ήταν τοποθετημένα σαν να μας κοίταζαν, έτοιμα να ανοίξουν συζήτηση. «Μακάρι να μπορούσα να κάνω ένα διάλογο με τον καθένα τους», ψιθύρισα στην'Εμιλι καθώς τραβούσα μια φωτογραφία.
(...)
Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι. Αυτό μου είναι αρκετό ως υπόθεση εργασίας για τις επιλογές της ζωής μου. Κάνοντας τέτοιες σκέψεις όπως στεκόμουν μπροστά στην πυραμίδα των κρανίων, ένιωσα μια διαισθητική βεβαιότητα ότι όλοι αυτοί οι μοναχοί, ανάμεσά τους και ο πατήρ Μωυσής, είχαν τη σωτηρία τους στον Παράδεισο.
(...)
προσλάβαμε τον Αχμέτ, έναν εικοσιπεντάχρονο Βεδουίνο οδηγό. Μιλούσε σπασμένα ελληνικά και λίγα αγγλικά και νιώσαμε άνετα μαζί του, καθώς έδειχνε ευχάριστος τύπος. Είδα και άλλες ομάδες προσκυνητών να διαπραγματεύονται με άλλους οδηγούς για την πρωινή άνοδο στο Τζέμπελ Μούσα.
«Αρχίζουμε πορεία όχι πιο αργά από τις τρεις τα ξημερώματα», μας είπε ο Αχμέτ, ώστε να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού πριν από την ανατολή του ήλιου. Μας είπαν ξανά και ξανά ότι η ανατολή από την κορυφή του Όρους του Μωυσή ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Ο ήλιος έβγαιναν πίσω από τα μακρινά βουνά της αραβικής ερήμου λίγο πριν από τις έξι. Ρυθμίσαμε τα ξυπνητήρια μας για τις δυόμισι τα ξημερώματα, με την ελπίδα να κοιμηθούμε τουλάχιστον τέσσερις ώρες πριν από τη δύσκολη ανάβαση.
Δεν μου ήταν εύκολο να κοιμηθώ. Οι εμπειρίες της μέρας ήταν πολύ νωπές στο νου μου για να μπορέσω να χαλαρώσω.
Στις τρεις παρά τέταρτο είχαμε μαζευτεί στον κεντρικό περίβολο, όπου βρίσκονταν και άλλες ομάδες με τους οδηγούς τους. Όλοι είχαν φακούς. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και χωρίς τους φακούς δεν βλέπαμε πέρα από τη μύτη μας.
(...)
Καθώς βγαίναμε από τη μονή, έπρεπε να δείξει την άδειά του στους ένοπλους φρουρούς. Η δουλειά του Αχμέτ ήταν να οδηγεί προσκυνητές και τουρίστες πάνω στο βουνό. Μας είπε ότι έκανε αυτή τη διαδρομή σχεδόν καθημερινά για αρκετά χρόνια. Συχνά την έκανε αρκετές φορές μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, με ελάχιστο ύπνο.
Με τους φακούς μας στο ένα χέρι και τα μπαστούνια στο άλλο, βγήκαμε από τα τεράστια τείχη της μονής. Είδαμε πλήθη κόσμου με τους οδηγούς τους να ετοιμάζονται να ανεβούν στο βιβλικό βουνό. Δεν ήταν μόνο προσκυνητές, αλλά και μια στρατιά τουρίστες που είχαν πάει στα θέρετρα της Ερυθράς Θάλασσας για ηλιοθεραπεία και καταδύσει• και είχαν έρθει με λεωφορείο από το Σαρ Ελ Σεΐχ για να δουν την ανατολή από την κορυφή του βουνού. Η επί σκέψη στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης και η άνοδος στο Όρος του Μωυσή ήταν μέρος του πακέτου διακοπών του. Ακολουθώντας τις οδηγίες του Αχμέτ, παραμέναμε ο ένας κοντά στον άλλον. Ο ουρανός από πάνω μας ήταν καθαρός και έναστρος, χωρίς φεγγάρι. Μπροστά μας, βλέπαμε μια σειρά από φακούς να ανεβαίνουν με ζικ ζακ στο βουνό σαν κινούμενα αστέρια. Συχνά, ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τα φώτα των πεζοπόρων από τα άστρα στον ουρανό από πάνω τους. Η σκηνή προκαλούσε δέος. Δεξιά και αριστερά από το μονοπάτι περίμεναν Βεδουίνοι με καμήλες. Ήταν δύσκολο να τους δεις, μέχρι που ερχόσουν πρόσωπο με πρόσωπο με μια καμήλα που καθόταν σιωπηλά και υπομονετικά δίπλα στο δρόμο.
(...)
Επιταχύναμε το ρυθμό μας. Όλοι ήθελαν να φτάσουν στην κορυφή έγκαιρα για να δουν τη φημισμένη ανατολή. Κάθε τόσο φτάναμε σε σημεία ανάπαυσης, όπου μπορούσαμε να ξεκουραστούμε για μερικά λεπτά. Ο χώρος φωτιζόταν από λάμπες κηροζίνης και ήταν διακοσμημένος με πολύχρωμα χαλιά υφασμένα από Βεδουίνους. Οι πεζοπόροι μπορούσαν να αγοράσουν εκεί εμφιαλωμένο νερό και άλλα αναψυκτικά και να μιλήσουν μεταξύ τους. Υπήρχαν προσκυνητές όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.
Στην πρώτη στάση μας, ανοίξαμε συζήτηση με έναν εύθυμο Σαουδάραβα πατέρα και τα πέντε εξίσου εύθυμα παιδιά του, τέσσερις κόρες και ένας γιος.
Οι κοπέλες δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο από το στερεότυπο της γυναίκας της Σαουδικής Αραβίας που είναι πάντα καλυμμένη. Φορούσαν εφαρμοστά τζιν και δεν είχαν μαντίλες ή πέπλα στο κεφάλι τους. «Όταν είμαστε στη Σαουδική Αραβία, φοράμε τζιν κάτω από τα φορέματά μας. Μόλις μπούμε σπίτι ή μόλις πάμε σε άλλη χώρα, βγάζουμε τα πέπλα και τις κελεμπίες και μένουμε με τα τζιν», μας είπε η μεγαλύτερη κόρη. Ήταν ακόμη πολύ σκοτεινά και χρειαζόμαστε τους φακούς μας μέχρι που φτάσαμε στο τελευταίο σκέλος της διαδρομής, όπου άρχιζαν τα εφτακόσια πενήντα σκαλοπάτια που καμία καμήλα δεν θα μπορούσε να ανεβεί. Καθώς αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, φάνηκε το πρώτο φως στον ουρανό. Ήταν δύσκολη άνοδος και μερικές φορές, έπρεπε να χρησιμοποιείς και τα πόδια και τα χέρια.
Υπήρχε πολύς κόσμος, γιατί όλες οι ομάδες συνέκλιναν στα σκαλιά και προσπαθούσαν να φτάσουν στην κορυφή πριν από την ανατολή. Στη βάση της πέτρινης σκάλας στέκονταν νεαροί Βεδουίνοι και ρωτούσαν αν χρειαζόμαστε βοήθεια. Με ένα φίλο δώρημα, βοηθούσαν τους ανεκπαίδευτους πεζοπόρου», να ανεβούν από το ένα σκαλοπάτι στο επόμενο. «Ηelp Ηelp?» ρωτούσαν επίμονα. Αν υποψιάζονταν ότι ήμαστε Έλληνες: «Βοήθεια; Βοήθεια;» Δεν θυμάμαι πόσες φορές, είπα «Όχι, ευχαριστώ».
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε πλησιάζοντας στον προορισμό μας. Δεν χρειαζόμαστε φακούς πια.
(...)
Ξεκουραστήκαμε στην τελευταία στάση. Απείχαμε μόνο δέκα λεπτά από τον προορισμό μας. Οι τουρίστες και οι προσκυνητές που δεν είχαν ντυθεί καλά, μπορούσαν να νοικιάσουν χειροποίητες κουβέρτες από τους Βεδουίνους που φαίνεται ότι διέθεταν ιδιαίτερα επιχειρηματικό πνεύμα.
Έκανε κρύο εκεί πάνω. Ευτυχώς, χάρη στις καλές συμβουλές που μας είχαν δώσει, φορούσαμε απανωτά στρώματα ρούχων και έτσι μπορούσαμε να φοράμε και να βγάζουμε ανάλογα με τις ανάγκες. Στα 2.285 μέτρα, ο άνεμος ήταν δυνατός και διαπεραστικός. Ο Αχμέτ μας είπε ότι μπορούσαμε να διανύσουμε τα τελευταία δέκα λεπτά μόνοι μας. Θα μας περίμενε στην περιοχή ανάπαυσης από κάτω. Εξήγησε ότι δεν είχε νόημα να έρθει κι αυτός, γιατί ήταν αδύνατον να χαθούμε από εκείνο το σημείο μέχρι την κορυφή. Ο οδηγός μας πρέπει να είχε δει την ανατολή αμέτρητες φορές.
Επιτέλους, φτάσαμε. Υπήρχαν ήδη καθισμένα στην άκρη του γκρεμού διακόσια άτομα που περίμεναν ανυπόμονα ι ην ανατολή. Το πρώτο μας μέλημα ήταν να προστατευτούμε από το κρύο. Βρήκαμε ένα απάνεμο σημείο σε ένα βράχο κοντά σε έναν άλλο λίγο ψηλότερο και στριμωχτήκαμε και οι πέντε εκεί, φροντίζοντας να μην πλησιάζουμε στην άκρη του γκρεμού. Η ώρα ήταν έξι παρά τέταρτο. Από στιγμή σε στιγμή θα βλέπαμε την ανατολή του ήλιου όπως την έβλεπε και ο Μωυσής.
(...)
Επιτέλους, οι πρώτες ακτίνες φάνηκαν πάνω από τις βουνοκορφές. Οι πεζοπόροι ξέσπασαν σε βροντερά χειροκροτήματα. Δεν θυμάμαι άλλη στιγμή στην οποία να έδειξε ο κόσμος τέτοιο ενθουσιασμό με την εμφάνιση του ήλιου. Ήταν λες και εκείνη τη στιγμή ο Θεός είχε αποκαλύψει τις Δέκα Εντολές του στην ανθρωπότητα και το χειροκρότημα αντικατόπτριζε την εκτίμησή μας για την πατρική Του αγάπη. Αισθάνθηκα ρίγη, όχι από το κρύο, αλλά από τη συνειδητοποίηση ότι στεκόμαστε σε ιερό έδαφος που είχε καθαγιαστεί ανά τις χιλιετίες από την αφοσίωση των προσκυνητών και τη λαχτάρα τους για ένωση με τον Δημιουργό τους.
(...)
Ο Κώστας, όμως, ο πατέρας της Νίκης, που ήταν συνταξιούχος δάσκαλος, δεν εντυπωσιάστηκε. Σε όλη τη διαδρομή πετούσε το ένα αστείο μετά το άλλο, βοηθώντας μας να ξεχνάμε την κούραση. Αυτή τη φορά, όμως, δεν αστειευόταν - ένιωθε απογοητευμένος. «Έχω δει καλύτερες ανατολές στη Ζάκυνθο», είπε σοβαρός. «Γιατί, λοιπόν, όλη αυτή η φασαρία;»
«Κι εγώ έχω δει πιο θεαματικές ανατολές, και στην Κύπρο και στο Μέιν», συμφώνησα. «Τα χρώματα ήταν πιο ζωντανά και υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία αποχρώσεων του κόκκινου και του κίτρινου. Όμως, δεν είναι αυτό το θέμα. Το σημαντικό είναι ότι για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν πως ο προφήτης Μωυσής συνάντησε τον Θεό και μίλησε μαζί Του εδώ. Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ», συνέχισα, «είναι ένας ομιλών Θεός. Έχει επικοινωνήσει και συνεχίζει να επικοινωνεί με την ανθρωπότητα μέσα από τους προφήτες Του. Δεν είναι μια απρόσωπη και αδιάφορη θεότητα που διατηρεί το σύμπαν σε κίνηση, αλλά ένας θεμελιακά προσωπικός, παντογνώστης, παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός. Αυτή είναι η σημασία της εμπειρίας που βιώνουμε εδώ, και όχι τα χρώματα, τα οποία μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα
«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω», είπε ο Κώστας, με εντελώς διαφορετική στάση τώρα.
Αφού έκανε την πλήρη εμφάνισή του ο ήλιος και συνεχίσαμε για λίγο να αναλογιζόμαστε τη θρησκευτική σημασία του εδάφους στο οποίο πατούσαμε, στη συνέχεια εξερευνήσαμε τη στενή κορυφή και κοιτάξαμε μέσα από τις κλειδωμένες πόρτες της μικροσκοπικής ορθόδοξης εκκλησίας και του εξίσου μικροσκοπικού γειτονικού της τζαμιού. Άλλοι προσκυνητές έκαναν τον πρωινό διαλογισμό τους ή την πρωινή προσευχή τους, καθισμένοι σταυροπόδι πάνω σε βράχους, με κλειστά μάτια και στραμμένοι προς ανατολική κατεύθυνση. Μισή ώρα αργότερα, αρχίσαμε την κάθοδο για να συναντήσουμε τον Αχμέτ στο σημείο ανάπαυσης. Φτάσαμε στις παρυφές της μονής γύρω στις οκτώμισι, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να ζεσταίνει τη Γη.
Από τις δύο πλευρές, όχι μακριά από τα τείχη της μονής, επιβάτες που είχαν προτιμήσει να μην περπατήσουν στο δρόμο της επιστροφής, κατέβαιναν από τις καμήλες τους και περνούσαν κουρασμένοι δίπλα μας. Αυτό το συνονθύλευμα από καμήλες, πεζοπόρους
Βεδουίνους ήταν ένα θέαμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Έμοιαζε με σκηνή από την' Έξοδο.
Στη διάρκεια της εξάωρης εμπειρίας μας, η παρουσία τόσο Βεδουίνων με τις καμήλες τους μας καθησύχαζε. Ήταν το αντίστοιχο ενός ασθενοφόρου σε επιφυλακή, με έμπειρα χέρια έτοιμα να προσφέρουν βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Οι Βεδουίνοι της περιοχής, αν και πάντα επεδίωκαν να βγάλουν χρήματα από τους προσκυνητές και τούς τουρίστες, θεωρούσαν επίσης σαφώς τον εαυτό τους μέρος της μονής και έβλεπαν αυτόν το θεσμό σαν δικό ιούς. Σύμφωνα με τον πατέρα Παύλο, το μοναστήρι δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτούς.
(...)Το μεσημέρι, πήγαμε στην εκκλησία της Μεταμόρφωση στη μέση της μονής, που είχε χτιστεί από τον Ιουστινιανό Εκεί θα γινόταν μια σύντομη ακολουθία και θα μας έδιναν το μυστηριώδες ασημένιο Δαχτυλίδι της Αγίας Αικατερίνης που μας είχε υποσχεθεί ο πατήρ Παύλος. Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε πολλούς μοναχούς συγκεντρωμένους σε ένα μέρος. Υπήρχαν πλήθος τουρίστες και προσκυνητές και ήταν εύκολο να διακρίνεις αυτές τις δύο κατηγορίες. Οι προσκυνητές ήταν ευλαβικοί, κατάλληλα ντυμένοι, και γονάτιζαν και έκαναν το σταυρό τους σε διάφορα σημεία της ακολουθίας. Αντίθετα, οι τουρίστες έμοιαζαν με επισκέπτες σε ένα γραφικό μουσείο και συνήθως ήταν ανάρμοστα ντυμένοι, με σορτς και σανδάλια.
Όταν τελείωσε η ακολουθία, οι προσκυνητές κλήθηκαν να λάβουν την ευλογία του χοροστατώντας ιερέα, ο οποίος έδωσε στον καθένα μας ένα ασημένιο δαχτυλίδι με την ελληνική επιγραφή «Αγία Αικατερίνη». Ήταν το δεύτερο δαχτυλίδι που μου έδιναν - το πρώτο ήταν στο γάμο μου την' με Εμιλι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ Ο ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΣ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2015/10/blog-post_85.html