ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Οι
φτωχοί και αγράμματοι μα θεοσεβούμενοι Νικόλαος Ζαχαρίου και Καλλιόπη Μαγκούλια
έστησαν το σπιτικό τους στην Χώρα Καλύμνου. Ό Θεός ευλόγησε τον γάμο τους μέ την
γέννηση τριών παιδιών: του Ίωάννου, της Ειρήνης και της Αικατερίνης, της
μετέπειτα μοναχής Πελαγίας, ή όποια γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1906. Το σπιτικό
τους υπέφερε πολύ οικονομικώς, αλλά μέ την πίστη τους στον Θεό τά βόλευαν στις
καθημερινές τους ανάγκες.
Ή
μικρή Κατερίνα ήταν ένα πολύ όμορφο και πανέξυπνο κορίτσι. Κατά την συνήθεια της
εποχής τά γράμματα που έμαθε ήταν λιγοστά, διότι έπρεπε να εργάζεται για να
συμβάλει στο φτωχικό οικογενειακό βαλάντιο. Στα τέσσερα της χρόνια έχασε τον
πατέρα της και έτσι δέθηκε ακόμη περισσότερο μέ την μητέρα της. Ή φλογερή πίστη
της μητέρας της ήταν ή αιτία για να καταρτισθεί στην πνευματική ζωή από την
νηπιακή ηλικία, διότι αυτή ή θεοφώτιστη μάνα την παρέδωσε για την πνευματική
της τελείωση στον εξαίρετο πνευματικό και εξομολόγο Γέροντα Κύριλλο Σαλουκάκη
Αγιορείτη, ό όποιος εφημέρευε στον κτιτορικό ναό της οικογένειας τών μεγάλων ευεργετών
του νησιού Νικολάου και Αίκατερίνας Βουβάλη, τον ονομαζόμενο «της του Θεού
Ειρήνης», στην Πόθια Καλύμνου.
Από
τον θεοφόρο αυτόν άνδρα ή Κατερίνα έμαθε «του Χριστού τά πράγματα» και προόδευε
από νεαρή ηλικία στην προσευχή. Κοντά του μαθήτευσε από την τρυφερή ηλικία τών
δύο ετών, έμαθε να εξομολογείται και να μεταλαμβάνει. Απέκτησε μεγάλη πίστη
στον Θεό και αγάπησε μέ όλη την καρδιά της την Παναγία, τούς Αγίους και τον εκκλησιασμό.
Επειδή ήταν σε όλα καθαρό παιδί, ό Γέροντας
Κύριλλος της διάβασε ευχή για να μπαίνει στο Ιερό να ανάβει τα κανδήλια και να
καθαρίζει. Τόσο πολύ αγάπησε τη Παναγία, ώστε την αισθανόταν και την αποκαλούσε
«Μάνα» και έλεγε σχετικά στους δικούς της: «Αγαπώ την μεγάλη μας την Μάνα και
θέλω να ’μαι πάντα στην αγκαλιά της».
Δυστυχώς
έχασε και την μητέρα της πολύ νωρίς, όταν ήταν - δώδεκα ετών. Ή μητέρα της πάνω
στο κρεβάτι τού πόνου κ: αρρώστιας την ανέθεσε στην Παναγία: «Παναγία μου κάνε να μεγαλώσω την Κατερίνα και ύστερα με
παίρνεις». Το ίδιο βράδυ ή ταλαιπωρημένη
γυναίκα κοιμήθηκε ελαφρά και ξύπνησε και ένιωσε κάποιον να την κτυπά στοργικά
στον ώμο. Όταν ή Κυρία Αγγέλων λουσμένη στο φως πού της είπε με Αγάπη: «Θέλημα
του Υιού μου είναι να αναπαυτείς από τα
βάσανα αυτής της πρόσκαιρης ζωής. Για
την Κατερίνα σου μην ανησυχείς την έχω αναλάβει ήδη εγώ. Με είχε Μάνα μέχρι
τώρα και από έδώ και στο και στο εξής θα με έχει δυο φορές Μάνα. Θα την φροντίζω
σαν εσένα και καλλίτερα" «Γενηθήτω κατά το θέλημά σου, Παναγία μου», είπε
ή βασανισμένη μάνα και έκλεισε τά μάτια της στον αιώνιο ύπνο...
Ή
Παναγία μας λοιπόν ικανοποιούσε κάθε επιθυμία της Κατερίνας, όπως έκανε ως τότε
ή σαρκική της μητέρα. Γλυκά της πήγαινε στον δίσκο τά Χριστούγεννα και ποδοκέφαλα αρνίσια
που της άρεσαν το Πάσχα. Κάθε επιθυμία
τού αγνού παιδιού ήταν εντολή για την Παναγία πού την ανέλαβε ως αληθινή
μητέρα! Αργότερα έφυγε ό αδελφός της για την Αμερική και βοηθούσε τις αδελφές του οικονομικώς.
Ή
Κατερίνα αγαπούσε την προσευχή και την πνευματικά ζωή και ήθελε να καλογερέψει.
Όμως στα δεκαέξι της χρόνια οι δικοί της την πίεσαν να παντρευτεί έναν φιλότιμο
και εργατικό νέο τον Κώστα Τρουμουλιάρη,
πού ήταν θαλασσινός. Σε ένα από τά ταξίδι του τον συνέλαβαν κατά την εποχή τού πολέμου,
τον πήγαν Παλαιστίνη και τον κατέταξαν στον στρατό. Κατόρθωσε όμως :
ειδοποιήσει την σύζυγό του και της πρότεινε να φύγει και να πάει κοντά του. Έτσι
ή Κατερίνα πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί. μέ την αδελφή της Ειρήνη. Για να
πληρώσουν τά ναύλα τους αναγκάσθηκαν να
πουλήσουν τά ξύλα της σκεπής τού σπιτιού τους
Στην
Κάλυμνο είχε κάνει ήδη δύο αποβολές και στην Γάζα γέννησε ένα κοριτσάκι πού
ήταν πρόωρο και πέθανε σε τρεις μήνες. Όταν τελείωσε ό πόλεμος, επέστρεψαν στην
Κάλυμνο πρώτα σύζυγος και υστέρα οι δύο αδελφές. Μέ τις μικρές του οικονομίες απόκτησε
μία μικρή βάρκα και έκανε εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Καλύμνου και στα γύρω
νησιά τού Αιγαίου. Όλα πήγαιναν καλά, όταν κατά την γιορτή τού Αγίου Σπυρίδωνα
ξέσπασε ξαφνικά μία δυνατή θύελλα με αποτέλεσμα να ναυαγήσουν και να πνιγούν ό
Κώστας και δύο ακόμη βοηθοί του. Οι άνθρωποι χάθηκαν στα βαθιά νερά, άλλα ή
βάρκα σώθηκε και την έφεραν πίσω στο λιμάνι. Οι ανάγκες έσπρωξαν την Κατερίνα να
την πουλήσει με όλα τα εξαρτήματα Κατόπιν εργάστηκε ως
κλαδοφόρα πήγαινε
τακτικά
στα βουνά και με την τσάπα έκοβε θυμάρια, τά έκανε ένα μεγάλο δεμάτι και το πουλούσε στα ευκατάστατα
νοικοκυριά για καύσιμη ύλη.
Στην δύσκολη αυτή εργασία πάντα πεινούσε και με παρακαλούσε
την Παναγία να την ελεήσει με λίγο ψωμί και ελαίες. Ή προσευχή της εισακουόταν
κάθε φορά άκουγε μία φωνή να την καλεί να πάει να πάρει το ψωμί και τις ελιές.
Πάντα έβλεπε μια μαυροφόρα σαν καλόγρια πού της έδινε τά χρειαζούμενα και αμέσως
εξαφανιζόταν. Αργότερα έφυγαν από την Χώρα, κατέβηκαν στην Πόθια και νοίκιασαν
ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στο Δημοτικό λείο κοντά στον σταθμό των ταξί.
Εκεί
συνδέθηκε με πνευματικά πρόσωπα, όπως ή Καλλιόπη Καρπαθιου σύζυγος γιατρού και μητέρα
της μοναχής Ιωάννας Καρπαθιου, πού την
σύστησε σε ένα κύκλο πνευματικών προσώπων που προσευχόταν, μελετούσαν πνευματικά βιβλία και
πήγαιναν στις αγρυπνίες πού γίνονταν τακτικά στον
ναό της τού Θεού Ειρήνης. Κοντά στον πολυφίλητο Γέροντά της και την ανιψιά του Χρυσή
Κουμέντου πού έμεναν σε ένα σπιτάκι παραθαλάσσια που τούς είχε παραχωρήσει ή
κτιτόρισσα τού ναού Αίκατερίνα Βουβαλη βρήκε την ψυχική της ανάπαυση. Ήταν
πλέον ελεύθερη να δοθεί ολοκληρωτικά
στον Νυμφίο της Χριστό...
Από
παιδί και ως τα βαθιά της γεράματα αγαπούσε να περιποιέται τον Ναό της τού Θεού
Ειρήνης (όπου εργάστηκε ως νεωκόρος
αργότερα)
και να ανάβει τά καντήλια. Επειδή ήταν μικρόσωμη δεν έφθανε τά καντήλια,
χρησιμοποιούσε μια σκάλα. Πάντοτε βοηθό στην Ιερή διακονία της είχε την ίδια την
Παναγία. «Τείχος ει των Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε» (Τέταρτη στάση Χαιρετισμών της
Παναγίας), ψέλλιζε ή Γερόντισσα Πελαγία και
τότε εμφανιζόταν η - ή Μεγαλόχαρη με τον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο τού δεξιού
χεριού σε σχήμα V να βαστάει την σκάλα. Κάποτε τόλμησε να την ρωτήσει, γιατί
κουράζεται γι’ αυτήν, και Εκείνη της αποκάλυψε χαμογελώντας: «αν δεν σε βοηθούσα, σίγουρα ό
κακούργος θα σε είχε τσακίσει!» και εξαφανίσθηκε αφήνοντας πίσω Της ευωδία_
Όλη
της την ζωή την πέρασε μέ την γλυκιά προσμονή να γίνει μοναχή. Ή ψυχή της ήταν για
τον Χριστό και την αφιέρωση και όχι τον κόσμο. Μία ζωή δόκιμη και υποτακτική
τού Νυμφίου της Χριστού. Της το είπε και
ό Γέροντας της ότι θα γίνει μοναχή. Ύστερα από λίγο καιρό είδε ολοζώντανη την
Παναγία μέσα στον Ναό και την κάλεσε να της δείξει το Σχήμα τών Μεγαλόσχημων. Έκπληκτη
εκείνη παρατήρησε ότι το σχήμα ήταν λουσμένο με θειο και ουράνιο φως και είπε
με ενθουσιασμό στην Παναγία: «Δώσ’ το μου, Παναγία μου, τώρα αυτό το δώρο».
«Όχι τώρα, σε έξι μήνες» της απάντησε με έμφαση ή Παναγία. Και πράγματι μετά από
έξι μήνες το 1945 την κάλεσε ό Γέροντας Κύριλλος και την έκανε Μεγαλόσχημη. Ή
τελετή έγινε κρυφά από τους δικούς της που ήθελαν να την ξαναπαντρέψουν. Ανάδοχοι
της ήταν ή Καλλιόπη Καρπαθίου και μία εξαδέλφη της. Πήρε το όνομα «Πελαγία»
μοναχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ