Ευρισκομένη
εις την γην, η Υπεραγία Θεοτόκος, ως άνθρωπος, δεν υπερηφανεύθην ποτέ
δια το αφάνταστον κάλλος Της και ποτέ δεν επιθύμησε να επιδείξη τούτο
εις τον Μνηστήρα Της, εις τα τέκνα Του, εις τους συγγενείς του, εις τους
φίλους του, εις τους γείτονάς του. Την καταλάμβανε μάλιστα εντροπή και
σεβασμός και πάντα εκάλυπτε το πρόσωπο, ίνα μη κινεί την περιέργειαν και
θαυμάζουν το καλλίγραμμον αυτού, το ανάστημα, την κυματοειδή κόμη και
σαγηνεύει αυτούς το σεμνόν, το ταπεινόν, το γλυκύ βλέμμα Της...
Όταν μάλιστα την εκαλούσαν ίνα της δώσουν διαταγάς προς εργασίαν, ήκουε χωρίς να ατενίζει, καθόσον ήτο αδύνατον να αντικρύσει κάποιος τους οφθαλμούς Της, χωρίς να εκφράση τον απέραντον σεβασμόν του.
Όταν μάλιστα την εκαλούσαν ίνα της δώσουν διαταγάς προς εργασίαν, ήκουε χωρίς να ατενίζει, καθόσον ήτο αδύνατον να αντικρύσει κάποιος τους οφθαλμούς Της, χωρίς να εκφράση τον απέραντον σεβασμόν του.
Αι
χείρες Της ουδέποτε εδόθησαν προς χαιρετισμόν, ουδέποτε κατέστησαν
θεαταί, διότι η λευκότης, η ωραιότης και η κανονικότης του βραχίονος,
ιδίως δε της παλάμης και των δακτύλων ήτο αφάνταστος. Δια τούτο ο
χαιρετισμός Της πάντοτε ήτο μια μετά σεβασμού υπόκλιση, με τας χείρας
εσταυρωμένας υπό το κάλυμμα.
Οι πόδες Της ήσαν πάντοτε κεκαλυμμένοι με μακρύ ένδυμα, εις υπόδημα άτεχνον, ίνα μη η ωραιότης και λεπτότης των κινεί εις θαυμασμόν και σχόλια. Τα ενδύματα Της ήσαν απλά και ταπεινά, ίνα μη επιτρέπουν να διαφαίνεται το καλλίγραμμον του σώματος Της, το οποίο εν καιρώ ο επουράνιος Θεός θα αφθαρτοποιούσε, ίνα θαυμάζη την ψυχή και απολαμβάνη την δημιουργία Του. Δια του Αγίου Πνεύματος θα ελάμπρυνεν αυτό, ώστε μόνον οι Αγγελοι και οι Αγιοι και όσοι εισέρχονται εις τη Ουράνιον Βασιλείαν να δύνανται να αντικρύζουν και να θαυμάζουν το ωραίον και αγνόν της παρθενίας Της, το κάλλος κατά την ψυχή και το σώμα, το απλούν και ταπεινόν βλέμμα Της, όπως και το χρυσοποίκιλτον, το πολύχρωμον ένδυμα, δια του οποίου Την ενέδυσε ο Πατήρ, δια τον πόνον και την αγάπην που επέδειξε δι Αυτόν και δι όλον το ανθρώπινον γένος, προς σωτηρίαν του υπέμεινε τον Σταυρικόν θάνατον του Υιού Του και Υιού Της.
Βλέπετε λοιπόν, ότι η πραγματική ταπείνωση και η σεμνότης επροκαλούσαν εις την Υπεραγία Θεοτόκον εντροπήν, αλλά και το ύψος εις το οποίον Την ανεβίβασε ο Πατήρ ο Ουράνιος. Αργότερα ο Ιδιος αφήρεσε το κάλυμμα και είπε:
«Δεν επιτρέπω να είσαι κεκαλυμμένη, Συ η δόξα των χειρών Μου, το κάλλος του Ουρανίου Οίκου Μου. Οσοι θα ατενίζουν εις Σε, δια να απολαμβάνουν το κάλλος Σου, Αγγελοι, Αρχάγγελοι, Προφήται, Απόστολοι, Μάρτυρες και Πατέρες, Ασκηταί και Ομολογηταί, Μητέρες και Παρθένοι, μικροί τε και μεγάλοι. Συ θα προξενής εις αυτούς ανεκλάλητον χαράν. Ολοι πλέκοντες εις Σε εγκώμια θα λέγουν : Συ έγινες η αγαθή αιτία να ανέλθωμεν εις την βασιλείαν, να υμνούμεν και να δοξάζωμεν τον Πατέρα, τον Υιόν, το Πανάγιο Πνεύμα και Σε την Παναγίαν. Συ έλουσες δια των θερμών δακρύων Σου την μεμολυσμένην καρδία μας. Συ εδέχθης την Σταύρωση του Υιού Σου, δια να κατέλθη και εις ημάς το έλεος και η ευσπλαχνία του Παντοκράτορος».
Αυτά προς την Υπεραγία Θεοτόκο απηύθυνεν ο Πατήρ ο Ουράνιος, ενώ συχρόνως η Θεοτόκος έχαιρε, διότι χαρά την κατελάμβανε, όταν Τον ήκουε να ομιλή.
Αλλοτε πάλιν έλεγεν: «Εις οποιανδήποτε τελετήν ή πανήγυρη, Συ θα είσαι το κόσμημα, η οποία θα χαρίζης την ωραιότητα από το Ουράνιον κάλλος Σου. Οσων Σε ατενίζουν αι φωναί, αι ζητωκραυγαί και τα εγκώμια θα ακούωνται ως ποταμοί ρεόντων υδάτων. Ταύτα δε διότι ετίμησας Εμέ τον Πατέρα, Πλάστην και Δημιουργόν, Με ηγάπησες τόσον ώστε η αγάπη και ο πόνος τον οποίον δι Εμέ έτρεφες Σ’ έκαμαν να δέχεσαι ευχαρίστως όλας τας προσταγάς Μου, το σπουδαιότερον δε όλων εδέχθης να υποστής την σταύρωση του Υιού Μου, του γλυκυτάτου Σου τέκνου, η οποία ως ρομφαία έπληξε την αγαθήν καρδίαν Σου, χάριν της σωτηρίας του γένους Σου.
Πόσον,
πρέπει, Κόρη εκλεκτή, να Σε αγαπώ, πόσον πρέπει και Εγώ να Σε τιμώ.
Αιωνίως θα απολαμβάνης την τιμήν και την δόξαν από Εμέ τον Πατέρα και
τους σεσωσμένους και αγιασμένους του Ουρανού, διότι Συ είσαι η αιτία της
απολυτρώσεώς των.
Χαίρε, χαίρε, χαίρε, η χαρά των Αγγέλων και πάντων των Αγίων».
Ιδετε λοιπόν την σημασία που είχεν ο εν τη Γη βίος της Θεοτόκου, η ταπείνωση, η υπομονή, η σεμνότης και εις ποίον, ένεκεν τούτων, ύψος Την ανεβίβασεν ο Πατήρ, ο εν τοις Ουρανοίς.
Αυτά
ζηλώσατε. Εγκαταλείψατε την αμαρτίαν. Αντλήσατε δύναμη. Αφήσατε τον
ψευδοπολιτισμόν και την ματαιότητα όπως εργασθήτε δραστηρίως δια την
σωτηρίαν σας και την σωτηρίαν των άλλων, διότι αι ημέραι είναι βραχείαι
και παρέρχονται.
Η υπακοή σας θα σας φέρη πλησίον εις την Θεοτόκον καθ’ όσον την τιμήν που έλαβε από τον Ουράνιο Πατέρα και σεις θα την λάβετε, όπως και την δόξαν και την τιμήν που απήλαυσαν πάντες οι Αγιοι, οίτινες ηγωνίσθησαν και των οποίων το Αίμα χάριν ημών εχύθη δια να ευρεθούμε εις την Ορθοδοξίαν.
Αγωνισθήτε λοιπόν και σεις, ίνα λάβετε την ιδίαν δόξαν και τιμήν. Αμήν.