Μεταφέρουμε τὸ σχετικὰ πρόσφατο συγκλονιστικὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Χριστοδούλου "Σκεῦος Ἐκλογῆς"
Ἴσως κάποιοι νὰ θυμοῦνται ὅτι στὶς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1987, ἡμέρα Πέμπτη
καὶ στὶς 7.10 χάθηκε ἕνα στρατιωτικὸ ἀεροπλάνο μὲ δύο πιλότους, τὸν
(Β....Χ...) καὶ τὸν (Β....Α....). Στις 7.10 τὰ ραντὰρ τῆς ἀεροπορίας μας
καὶ ὁ πύργος ἐλέγχου, μὲ τὸν ὁποῖο διὰ ἀσυρμάτου ἦταν συνδεδεμένοι,
ἔχασαν κάθε ἴχνος ἐπικοινωνίας μαζί τους. Ἡ στρατιωτικὴ ἀεροπορία
κινητοποιήθηκε μὲ διάφορα μέσα, γιὰ νὰ ἐντοπίσει τὸ ἀεροπλάνο καὶ τοὺς
δύο πιλότους, ἀλλὰ ὅλες οἱ προσπάθειές της ἦταν μάταιες. Ἀπὸ τότε
μυστήριο κάλυψε τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ἀεροπλάνου καὶ τῶν δύο πιλότων. Οἱ
συγγενεῖς τους πήγαιναν συνεχῶς καὶ ρωτοῦσαν τὴν ἀεροπορικὴ βάση μήπως
εἶχαν κάποιο νέο γιὰ τὰ δύο χαμένα παιδιά. Κάποια φορᾶ, λοιπόν, οἱ
ἁρμόδιοί τους εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ τοὺς 'ξεγράψουν", γιατί ἂν κάποιο
ἀεροπλάνο χαθεῖ καὶ στὶς δέκα μέρες δὲν βρεθεῖ, τότε εἶναι πολὺ δύσκολο
νὰ ὑπάρχουν ἐλπίδες. Οἱ συγγενεῖς τῶν δύο πιλότων βρέθηκαν σὲ πολὺ
δυσμενῆ θέση.
Στην Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου τότε, στὸ γραφεῖο γραμματέας ἦταν ὁ πατὴρ
(Ν....) καὶ ταμίας, ὡς προϊστάμενος τῆς Μονῆς, γράφων. Κάποια μέρα,
πῆραν τηλέφωνο οἱ συγγενεῖς του πιλότου (Β....Α....) ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Στὸ
τηλέφωνο ἦταν ἡ κυρία (Α...). Μοῦ διηγήθηκε μὲ πόνο τί εἶχε συμβεῖ μὲ τὸ
ἀεροπλάνο καὶ μοῦ ζήτησε νὰ πάω στὸν Γέροντα καὶ νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ
τοὺς βοηθήσει. Μοῦ εἶπε ἀκόμα ὅτι ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοὺς τοὺς πίεζαν
νὰ....
πᾶνε "νὰ χτυπήσουν πόρτες" μάγων καὶ μέντιουμ καὶ ὅτι ἐκεῖνοι δὲν ἤθελαν νὰ ἐμπλακοῦν σὲ τέτοιες καταστάσεις.
Κατέβηκα στὸν Γέροντα καὶ τοῦ διεβίβασα ὅσα ἡ κυρία (Α...) μοῦ εἶχε ἀναφέρει. Κι ἐκεῖνος μου εἶπε νὰ τῆς διαμηνύσω τὰ ἑξῆς:
-Πές της νὰ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, νὰ κάνουν προσευχὴ καὶ νὰ μὴν στεναχωριοῦνται!
Μὲ τὴ σειρά μου μετέφερα τὶς συμβουλές του στὴν κυρία (Α....), ποῦ
ἀμέσως τὶς ἔβαλε σὲ ἐφαρμογή. Μάλιστα, ἔπαιρναν στὸ σπίτι τοὺς κάποια
εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, μαζευόντουσαν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ γνωστοὶ καὶ
ἀγρυπνοῦσαν προσευχόμενοι.
Ἀφοῦ πέρασαν δύο μῆνες περίπου, δηλαδὴ τὸν Μάρτιο τοῦ 1987,
ξανατηλεφώνησε ἡ κυρία (Α....) καὶ μᾶς ρώτησε ἂν εἴχαμε κανέναν νέο ἀπὸ
τὸν Γέροντα. Τῆς ἀπαντήσαμε ἀρνητικὰ καὶ μᾶς παρακάλεσε νὰ ξαναπᾶμε νὰ
τοῦ τὸ ὑπενθυμίσουμε.
Πῆγα κι ὁ Γέροντάς μου εἶπε ξανά, ὅπως καὶ τὴν προηγούμενη φορᾶ:
-Νὰ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, νὰ κάνουν προσευχὴ καὶ νὰ μὴν στενοχωριοῦνται!
Ἡ κυρία (Α...) σχεδὸν κάθε ἕνα ἕως δύο μῆνες τηλεφωνοῦσε καὶ ρωτοῦσε
ἂν εἴχαμε κάτι νεότερο ἀπὸ τὸν Γέροντα. Ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅμως, ἔπαιρνε πάντα
τὴν ἴδια ἀπάντηση: "Ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, προσευχὴ καὶ νὰ μὴν
στενοχωριοῦνται!"
Στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1987, στὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου, κατὰ τὴν
ὁποία ἔχει τὴν ὀνομαστικὴ ἑορτὴ ὁ σεβαστὸς γέροντας καὶ καθηγούμενος
ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, εἶναι τοπικὴ παράδοση νὰ πηγαίνουν στὴ μονή,
γιὰ εὐχηθοῦν στὸν καθηγούμενο κι ὅλοι οἱ ἑξαρτηματικοὶ πατέρες τῆς
μονῆς. Κάθε χρόνο, λοιπόν, ἀνέβαινε κι ὁ γέροντας Παΐσιος. '
Ἔτσι κι αὐτὴ τὴν φορά, στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1987, ἦρθε ὁ Γέροντας. Μετὰ
τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας κι ἐνῶ ὅλοι βρισκόντουσαν στὸ συνοδικό,
(κατὰ κάποιον τρόπο, σαλόνι) τῆς μονῆς κι ἔπαιρναν τὸ καθιερωμένο
κέρασμα, λουκουμάδες, χτύπησε τὸ τηλέφωνο στὸ γραφεῖο. Ἀπαντήσαμε κι
ἦταν πάλι ἡ κυρία (Α...). Τὴν πληροφορήσαμε ὅτι ὁ Γέροντας βρισκόταν,
λόγω τῆς ἑορτῆς, ἐκεῖ καὶ πὼς μόλις θὰ εἴχαμε τὴν εὐκαιρία θὰ τὸν
ρωτούσαμε. Τῆς ζητήσαμε νὰ τηλεφωνήσει πάλι ἀργὰ τὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ τὴν
ἐνημερώσουμε γιὰ ὅ,τι θὰ μᾶς ἔλεγε.
Ὅταν τὰ κέρασμα τελείωσε κι ὁ Γέροντας κατέβαινε πρὸς τὸ μέρος ποὺ ὑπάρχει ἡ φιάλη, ὅπου γίνεται ὁ ἁγιασμός, τὸν ρωτήσαμε:
-Γέροντα, τί θὰ γίνει μὲ τὴν κυρία (Α....) καὶ τοὺς πιλότους; Παίρνει
τηλέφωνο συνέχεια καὶ ρωτᾶ. Καὶ νά, πρὸ ὀλίγου πῆρε ξανὰ καὶ θὰ
τηλεφωνήσει πάλι τὸ μεσημέρι, τί νὰ τῆς ποῦμε; Σᾶς παρακαλεῖ πολὺ νὰ
βοηθήσετε, γιατί οἱ συγγενεῖς τῶν παλικαριῶν ὅλη τους τὴν ἐλπίδα τὴν
ἔχουν ἐναποθέσει πλέον στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς.
Τότε ὁ Γέροντας εἶπε χαμογελώντας:
-Πέστε, στὴν κυρία (Α....) ὅτι ἔχω καλὰ νέα: Τὰ παιδιὰ εἶναι καλά. (Ὁ
Γέροντας εἶχε πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ) Νὰ συνεχίσουν νὰ προσεύχονται, γιὰ
νὰ τοὺς βοηθήσει ὁ Θεός!
Αὐτὰ μας εἶπε ὁ Γέροντας καὶ τὸ μεσημέρι τὰ διαβιβάσαμε στὴν κυρία
(Α....), ἡ ὁποία χάρηκε πάρα πολὺ καὶ συνέχιζε πλέον τὴν προσευχή της μὲ
ἀναπτερωμένη τὴν ἐλπίδα.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη πέρασε ἕνας χρόνος, χωρὶς κανένα νέο. Ὁ Γέροντας
τὸ μόνο ποὺ συνιστοῦσε ἦταν προσευχή. Ὥσπου τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1988
ἦρθαν τὰ πρῶτα νέα: Οἱ δύο πιλότοι ἦταν καλὰ καὶ μάλιστα ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς
δύο, ὂ (Β....Χ...), ἔστειλε καὶ ἰδιόχειρο γράμμα τοῦ ἐνημερώνοντας γιὰ
τὸ πὼς ἦταν καὶ ποὺ βρισκόντουσαν.
Ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶναι πολὺ λεπτό, δὲν θὰ προχωρήσω σὲ πιὸ πολλὲς
λεπτομέρειες, γιατί εἶναι πιθανὸ νὰ προκληθεῖ διπλωματικὸ ἐπεισόδιο ἢ νὰ
ὑπάρξουν σοβαρὲς ἐπιπτώσεις στὴν κατάσταση τῶν δύο πιλότων. Τὸ μόνο ποὺ
ἔχω νὰ πῶ εἶναι ὅτι ἐμεῖς γνωρίζουμε τὸ τί ἔγινε καὶ χάθηκε τὸ
ἀεροπλάνο, πού, σὲ ποιὰ γειτονικὴ χώρα ἔπεσε, σὲ ποιὲς στρατιωτικὲς
φυλακὲς αἰχμαλώτων κρατοῦνται οἱ δύο Ἕλληνες πιλότοι μας, πῶς μπορεῖ νὰ
ἔρθει σὲ ἐπικοινωνία ἡ κυβέρνηση ἢ ὁ στρατὸς μαζί τους. Οἱ συγγενεῖς τῶν
πιλότων ἔκαναν φιλότιμα ὅ,τι ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατόν. Καιρὸς τώρα εἶναι
νὰ εὐαισθητοποιηθεῖ ἡ κυβέρνηση καὶ τὰ ἁρμόδια ὑπουργεῖα Ἀμύνης καὶ
Ἐξωτερικῶν.