Η
εφημερίδα «L' Echo» δημοσιεύει κύριο άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Τέλος
του ευρώ: κανείς δεν το πιστεύει, κι όμως», το οποίο αναφέρεται στις
προετοιμασίες ευρωπαϊκών τραπεζών για το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας
από την ευρωζώνη αλλά και στο δυνητικό κόστος μιας τέτοιας εξέλιξης.
Το άρθρο ανέφερε τα εξής επί λέξει: «Το τέλος του ευρώ στη σημερινή του μορφή, κανείς δεν το πιστεύει αλλά όλοι προετοιμάζονται για αυτό το ενδεχόμενο. Είναι το παιχνίδι της υποκρισίας.
Ας πάρουμε, π.χ., τους Ελβετούς, οι οποίοι φημίζονται για τη σοβαρότητά τους και την προνοητικότητά τους.
Ο πρόεδρος της ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας ανήγγειλε, την Κυριακή, ότι ετοιμάζει ένα σχέδιο σε περίπτωση που η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη, προσθέτοντας αμέσως ότι η Ελβετία δεν αντιμετωπίζει αυτό το ενδεχόμενο.
Για να το πούμε διαφορετικά, πρέπει να δείξει ότι δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα βγει από το ευρώ. Αλλά αν δεν το πίστευε καθόλου, γιατί να προετοιμαστεί;»
Το δημοσίευμα συνεχίζει ως εξής: «Οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες δεν κάνουν τίποτε διαφορετικό: επεξεργάζονται όλες σενάρια διάλυσης της ευρωζώνης, αλλά δηλώνουν ότι το κάνουν με αίτημα των πελατών τους.
Δεν έχουν λοιπόν καμία ικανότητα να κρίνουν οι ίδιες;
Η δραχμή, την οποία νομίζαμε θαμμένη εδώ και δέκα χρόνια, ξανακάνει την εμφάνισή της στις οθόνες των πινάκων εκτίμησης νομισμάτων, ώστε να γνωρίζουν οι πελάτες τι αξίζει αυτό το όλο και λιγότερο δυνητικό νόμισμα.
Και όμως, κανείς δεν επιθυμεί την επανεμφάνισή της, αφού θα στοίχιζε τελικά 1.000 δισ. ευρώ στην ευρωζώνη, σύμφωνα με εκτίμηση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου.
Και όταν μία δημοσκόπηση δείχνει, όπως χθες, ότι οι Έλληνες ετοιμάζονται να ψηφίσουν για τη λιτότητα στις 17 Ιουνίου, δηλαδή για μία απόπειρα διατήρησης του ευρώ, οι αγορές ξεκινάνε με άνοδο».
Το άρθρο της εφημερίδας καταλήγει ως εξής: «Ποιος πιστεύει όμως σε μία μηδέν πιθανότητα κινδύνου για “Grexit”, όπως διαβεβαιώνουν οι επίσημες δηλώσεις; Η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μελέτησε πολύ σοβαρά το ζήτημα, όπως μάθαμε από Βέλγους υπουργούς, αν και δεν το επιβεβαιώνει.
Διότι, όπως πάντα, σε μία οικονομία της αγοράς, όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης. Και δεν θα έπρεπε, με το να επικαλούμαστε συνέχεια την καταστροφή, να την δούμε τελικά να πραγματοποιείται».
Το άρθρο ανέφερε τα εξής επί λέξει: «Το τέλος του ευρώ στη σημερινή του μορφή, κανείς δεν το πιστεύει αλλά όλοι προετοιμάζονται για αυτό το ενδεχόμενο. Είναι το παιχνίδι της υποκρισίας.
Ας πάρουμε, π.χ., τους Ελβετούς, οι οποίοι φημίζονται για τη σοβαρότητά τους και την προνοητικότητά τους.
Ο πρόεδρος της ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας ανήγγειλε, την Κυριακή, ότι ετοιμάζει ένα σχέδιο σε περίπτωση που η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη, προσθέτοντας αμέσως ότι η Ελβετία δεν αντιμετωπίζει αυτό το ενδεχόμενο.
Για να το πούμε διαφορετικά, πρέπει να δείξει ότι δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα βγει από το ευρώ. Αλλά αν δεν το πίστευε καθόλου, γιατί να προετοιμαστεί;»
Το δημοσίευμα συνεχίζει ως εξής: «Οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες δεν κάνουν τίποτε διαφορετικό: επεξεργάζονται όλες σενάρια διάλυσης της ευρωζώνης, αλλά δηλώνουν ότι το κάνουν με αίτημα των πελατών τους.
Δεν έχουν λοιπόν καμία ικανότητα να κρίνουν οι ίδιες;
Η δραχμή, την οποία νομίζαμε θαμμένη εδώ και δέκα χρόνια, ξανακάνει την εμφάνισή της στις οθόνες των πινάκων εκτίμησης νομισμάτων, ώστε να γνωρίζουν οι πελάτες τι αξίζει αυτό το όλο και λιγότερο δυνητικό νόμισμα.
Και όμως, κανείς δεν επιθυμεί την επανεμφάνισή της, αφού θα στοίχιζε τελικά 1.000 δισ. ευρώ στην ευρωζώνη, σύμφωνα με εκτίμηση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου.
Και όταν μία δημοσκόπηση δείχνει, όπως χθες, ότι οι Έλληνες ετοιμάζονται να ψηφίσουν για τη λιτότητα στις 17 Ιουνίου, δηλαδή για μία απόπειρα διατήρησης του ευρώ, οι αγορές ξεκινάνε με άνοδο».
Το άρθρο της εφημερίδας καταλήγει ως εξής: «Ποιος πιστεύει όμως σε μία μηδέν πιθανότητα κινδύνου για “Grexit”, όπως διαβεβαιώνουν οι επίσημες δηλώσεις; Η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μελέτησε πολύ σοβαρά το ζήτημα, όπως μάθαμε από Βέλγους υπουργούς, αν και δεν το επιβεβαιώνει.
Διότι, όπως πάντα, σε μία οικονομία της αγοράς, όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης. Και δεν θα έπρεπε, με το να επικαλούμαστε συνέχεια την καταστροφή, να την δούμε τελικά να πραγματοποιείται».