Μια κυρία, ἡ Χ.Σ. ἀπό τό Ἴλιον Ἀθηνῶν, σε γράμμα της, μεταξύ τῶν ἄλλων, μᾶς ἔγραψε τά ἑξῆς:
«Τόν Ἅγιο Βησσαρίωνα τόν πίστευσα ἀπό την πρώτη στιγμή, πού ἄκουσα γιά τό ἄφθαρτο σῶμα του, καί τόν ἐπικαλοῦμαι σε δύσκολες ὦρες μου. Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία ἦλθα καί τόν προσκύνησα καί δέν ἄργησε ὁ Ἅγιος νά μοῦ δείξει τήν ἁγιωσύνη του καί τήν εὐεργεσία του. Θα περιγράψω πιό κάτω μία ἀπό τίς περιπτώσεις πού ἔτυχα τῆς βοήθειάς του.
Ήταν Φεβρουάριος του 2008, γύρω στις 20 τοῦ μήνα, ὅταν ὁ πολύ ἀγαπημένος ἐξάδελφός μου ἀρρώστησε ξαφνικά μέ θρόμβωση στο κεφάλι. Νέος ἄνθρωπος, παντρεμένος καί πατέρας δύο μικρῶν παιδιῶν. Μεταφέρθηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομεῖο, γιατί ήταν στρατιωτικός. Μετά ἀπό μία περίπου ἑβδομάδα νοσηλείας, δηλαδή, γύρω στις 26-29 Φεβρουαρίου, ἐνῶ πήγαινε καλύτερα, ξαφνικά, ἀπό τήν ἀκινησία, ἔπαθε θρόμβωση στο πόδι. Παρότι εἴχαμε ἀναφέρει στόν ἰατρό ὅτι πονάει στο πίσω μέρος τῆς κνήμης, δέν ἔδωσε σημασία καί τό κακό ἔγινε.
Ἦταν ἀπόγευμα ἐκείνης τῆς ἡμέρας καί μέχρι το βράδυ ἡ κατάσταση ἔγινε ἀνεξέλεγκτη. Ἄρχισαν να δημιουργοῦνται πολλοί θρόμβοι και νά ἀνεβαίνουν στους πνεύμονες, στην καρδιά καί στόν ἐγκέφαλο, διότι ἔπασχε από θρομβοφιλία, πού μέχρι τότε δέν τό ήξερε. Οι γιατροί αἰφνιδιάστηκαν καί τόν μετέφεραν ἐσπευσμένα στήν ἐντατική.
Ἔτυχε ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα να πάω νά τόν δῶ καί, ἔτσι, ἔζησα ὅλο τό περιστατικό. Ήλθαν κατόπιν κι ἄλλοι συγγενεῖς καί φίλοι μαθαίνον τας πόσο ἐπικίνδυνη ἦταν ἡ κατάστασή του. Κάποια στιγμή βγῆκαν οἱ γιατροί ἀπό τήν ἐντατική καί μᾶς εἶπαν νά μή φύγουμε, διότι δέν μποροῦσαν νά σταματήσουν τους θρόμβους και ὑπῆρχε κίνδυνος νά μή βγάλει τη νύκτα. Μᾶς ἔπιασε ὅλους ἀπελπισία, γιατί ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη χάναμε τόν ἄνθρωπό μας. Ἡ γυναίκα του ἔκλαιγε και φώναζε πῶς θά τό πεῖ στά παιδιά της.
Ἔξω ἀπό τήν ἐντατική, στόν χῶρο πού καθό- μασταν, ὑπῆρχε ἕνα προσκυνητάρι μέ πολλές εἰκόνες καί ἀναμμένο καντηλι. Ἐκεῖ πῆγα και γονάτισα για πολλή ώρα καί προσευχόμουν να τόν λυπηθεῖ ὁ Θεός, γιατί ἦταν νέος ἄνθρωπος. Νά λυπηθεῖ τήν οἰκογένειά του καί τήν ἀδελφή του, πού δέν εἶχε στον κόσμο κανέναν ἄλλον. Παρακαλοῦσα τόν Κύριο, τήν Παναγία μας, τόν Ἅγιο Βησσαρίωνα καί ὅλους τούς Ἁγίους να τρέξουν να βοηθήσουν. Περίμενα νά ἀνοίξει ἡ πόρτα πάλι καί οἱ γιατροί νά μᾶς δώσουν καποια ἐλπίδα, ἀλλά, όσες φορές ἄνοιγε, τά νέα ηαν ἀπογοητευτικά. Ξαφνικά μοῦ ἔρχεται στο μυαλό ἡ σκέψη να πάρω τηλέφωνο σε μοναστήρια, γιά νά προσευχηθοῦν οἱ μοναχοί καί νά βοηθήσουν ὅσο μπο ροῦν. Παίρνω τηλέφωνο την κόρη μου στο σπίτι καί τῆς ζητάω νά μοῦ δώσει ὅσα τηλέφωνα ἀπό μοναστήρια εἶχα γραμμένα στο μπλοκάκι. Ἔτυχε νά ἔχω ἀρκετά τηλέφωνα ἀπό μοναστήρια πού εἶχα ἐπισκεφθεῖ μέ ἐκδρομές ἀπό τήν ἐνορία μας. Τά ἔγραψα πρόχειρα σέ μιά ἐφημερίδα καί ἄρχισα να παίρνω ἕνα ἕνα ὅλα τά μοναστήρια, ἀλλά ἡ ὥρα ἦταν περασμένη, 11η μ.μ., καί δέν ἀπαντοῦσε κανένα. Ἀπογοητευμένη πῆρα καί τό τελευταῖο, πού ἦταν ἡ μονή Αγάθωνος. Ξαφνικά ἀκούω μιά φωνή καί δέν πίστευα στα αὐτιά μου. Ἐξηγῶ γρήγορα τήν κατάσταση και ζητῶ νά βοηθήσουν μέ τήν προσευχή τους, για να προλάβουμε το κακό. Μοῦ ἀπάντησαν ὅτι ἔχουν ἀγρυπνία καί θά προσευχηθοῦν ἀμέσως πάνω ἀπό τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος καί ὁ Ἅγιος θα βοηθήσει καί νά μήν ἀπελπιζόμαστε. Ἔκλεισα το τηλέφωνο μέ πολλές ἐλπίδες πλέον καί ξαναγονάτισα στο προσκυνητάρι και παρακαλοῦσα νά ἀκουστοῦν οἱ προσευχές ὅλων μας. Καί ὤ τοῦ θαύματος! Μετά από κάποια ώρα, ἀνοίγει ἡ πόρτα κι ἀκοῦμε τους γιατρούς να μᾶς λένε: “Μπορείτε να φύγετε. Ἡ κατάσταση σταθεροποιήθηκε. Δέν ὑπάρχει πιά κίνδυνος. Καταφέραμε να σταματήσουμε τους θρόμβους πού δημιουργοῦνταν ἀναξέλεγκτα”. Ὁ ἅγιος ἔκανε τό θαῦμα του, τόσο γρήγορα καί ἄμεσα!
Ὁ ἐξάδελφός μου ἔγινε καλά καί γύρισε στην οἰκογένειά του ἀπόλυτα ὑγιής. Οἱ προσευχές εἰσακούστηκαν καί ὁ «ἅγιος» Βησσαρίων ἀπάντησε ἀμέσως καί ἔβαλε τέλος στήν ἀγωνία μας. Γι' αὐτό καί λέω ὅτι εἶναι γοργοεπήκοος, γιατί καί σέ ἄλλες περιπτώσεις πού μᾶς βοήθησε, ἡ ἀπάντηση καί ἡ βοήθεια ἦλθε ἄμεσα!»
• Μιά τριαντάχρονη γυναίκα ἀπό τή Λαμία, ἡ Β.Κ., μᾶς διηγήθηκε πώς τον Σεπτέμβριο τοῦ 1985 πῆγε μιά μέρα στο σπίτι της ὁ π. Βησσαρίων. Μπήκε στο σπίτι, ἔκαμε τόν σταυρό του και κάθησε στον καναπέ. Ἡ γυναίκα τόν ἐρώτησε τί θέλει νά τόν κεράσει. «Μόνο ένα ποτήρι νερό, παιδί μου, θέλω να μοῦ δώσεις, γιατί περπατάω πολλή ώρα και διψασα», τῆς εἶπε. Τοῦ πῆγε τό νερό καί τοῦ εὐχήθηκε στην ὑγειά του. Καί ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: «Εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου».
«Παπούλη, δέν εἶμαι ἔγκυος», εἶπε αὐτή. Γύρισε, τήν κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του και τῆς χαμογέλασε. Ἡ γυναίκα εἶχε δυό μεγάλα παιδιά καί δέν σκόπευε να γεννήσει τρίτο.
Στίς ἀρχές τοῦ ἑπόμενου χρόνου ἡ γυναίκα γέννησε ἕνα ὑγιέστατο αγοράκι, πού τό βάπτισε στη μονή Αγάθωνος, παρόντος τοῦ Γέροντα, καί τό ὀνόμασε Χρυσοβαλάντη.
Εἶχε τή χάρη ὁ Γέροντας να «βλέπει» καί νά γίνεται ἄγγελος καλῶν εἰδήσεων. Η χαρά του γιά τό καλό τῶν «παιδιῶν» του δέν τοῦ ἐπέτρεπε να κρατάει μυστικό αὐτό πού ἔβλεπε. Προέλεγε, γιά νά ἐνισχύει την πίστη τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς προετοιμάζει ψυχικά γι' αὐτό πού ἐπρόκειτο νά ἀντιμετωπίσουν. Ἔτσι, γινόταν ὁδηγός καί ἀρωγός στο να βιώσουν ὅσο πιό χριστιανικά γινόταν τα συμβαίνοντα στη ζωή τους.