Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά…
Του Παύλου Πατσώνη,
Δασολόγου
Η λίμνη που χρόνο με το χρόνο μίκραινε και άλλαζε χρώμα, έλεγε τα παράπονά της στο γερο-πλάτανο που ορθωνόταν πλάι της. Αναπολούσε με καμάρι τα παλιά χρόνια που ήταν πολύ μεγαλύτερη, έλεγε για τα πολλά ψάρια που υπήρχαν στα καθαρά νερά της, για τη χαρά των κατοίκων του χωριού όταν τα μάζευαν στα δίχτυα τους και για τις παρέες των νεαρών που έκαναν βόλτα στην παραλία ή βαρκάδα στα ήρεμα νερά της τραγουδώντας ή φλερτάροντας. Έλεγε ακόμη πως, καθώς ήταν μικρή η απόσταση από τη μεγάλη πόλη, και με τους δρόμους «ταχείας κυκλοφορίας» που φτιάχτηκαν, άρχισαν να ξεφυτρώνουν γύρω της τετράγωνα κτήρια με φουγάρα. Ήταν βολικό το μέρος για όσους τα έκτιζαν, γιατί τα λύματα και ό,τι άλλο περίσσευε, τα έριχναν στα ρέματα που οδηγούσαν στη λίμνη. Οι κάτοικοι, πάλι, των γύρω χωριών που πίστευαν ότι είναι προνομιούχοι και ζούνε σε τόπο με άφθονο νερό, με ευκολία και χωρίς πολλές διαδικασίες το αντλούσαν από τα πηγάδια που άνοιγαν στην γύρω περιοχή, για να ποτίζουν καλλιέργειες που ήθελαν νερό. Χαίρονταν οι περισσότεροι για την «ανάπτυξη» του τόπου τους, και δεν τους απασχολούσε αν υπήρχε ο κατάλληλος έλεγχος ή αν άλλαζε η φυσιογνωμία της περιοχής τους. Ούτε πάλι φαίνεται να ανησύχησαν όταν άρχισαν να βιώνουν τα πρώτα αποτελέσματα της υποβάθμισης του χώρου που ζούσαν. Όλοι οι σχεδιασμοί της περιβόητης «ανάπτυξης» μπορεί μεν να αφορούσαν την λίμνη, αλλά για τη συντήρηση και διατήρησή της μάλλον αδιαφορούσαν. Μια τα χρήματα ήταν λίγα, μια οι προσλήψεις προσωπικού περιορισμένες. Ακριβή, βλέπεις, ήταν η «ανάπτυξη» έτσι όπως την είχαν σχεδιάσει. Σιγά σιγά όμως και χρόνο με το χρόνο άρχισε να μειώνεται η έκταση της λίμνης, να θολώνουν τα νερά της και να λιγοστεύουν τα ψάρια μέχρι που σχεδόν εξαφανίστηκαν.
Είπε λοιπόν η λίμνη στο γερο- πλάτανο: «για τις πολλές χάρες που είχα, και για τη σημερινή μου κατάντια έγραφαν και γράφουν οι εφημερίδες. Τώρα ‘’επιδοτούμαι’’, έτσι λένε οι χωριανοί. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι θα γίνω όπως ήμουν κάποτε, αλλά τι τα θέλεις, η λάμψη μου άρχισε να φθίνει με τον καιρό. Μια περίοδο πήγαιναν κι έρχονταν οι ‘’μελετητές’’, όπως τους έλεγαν. Από υποσχέσεις, δόξα τω Θεώ, άκουγες πολλές, στις συγκεντρώσεις τα λόγια τους περίσσευαν, ήταν ευχάριστα και όλο μιλούσαν για έργα και λεφτά που χρειάζονται. Τη θεσμοθέτηση όμως κανόνων και ελέγχων που θα περιόριζαν το μαρασμό μου, την άφηναν για το μέλλον. Ίσως και να σκέφτονταν ότι μπορεί να αλλάξουν οι σχεδιασμοί αυτών που με ρυπαίνουν, ότι δεν θα έχουν πλέον οικονομικά οφέλη και θα φύγουν. Έτσι, δεν προέκυψε τελικά τίποτα καινούργιο και σπουδαίο, τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου.
Ανέξοδες και ευχάριστες είναι οι υποσχέσεις, γερο-πλάτανε. Στην υλοποίησή τους όμως είναι η δυσκολία, όταν δεν υπάρχει ολοκληρωμένη γνώση και συγκεκριμένος σχεδιασμός. Τα παιδιά συνεχίζουν ακόμα να χαίρονται, όταν έρχονται κοντά μου. Οι μεγαλύτεροι όμως προτιμούν τα μαγαζάκια που είναι απέναντι. Να, εκείνα που οι ταμπέλες γράφουν ‘’ρεστοράν’’ και που πιο παλιά έγραφαν ‘’ταβέρνα’’ ή ‘’κουτούκι’’ και το όνομα του αφεντικού».
Ο Πλάτανος σείοντας τότε τη φυλλωσιά του, άρχισε να της διηγείται μια ιστορία:1
Μία φορά ήτανε ένας σουλτάνος αιμοβόρος και τον καταριότανε όλος ο κόσμος. Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλ. έβαζε ξένα ρούχα, και γύριζε μέσα στα σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν. Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. Μα δεν απελπιζότανε. Δυό-τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο. Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ΄ έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε, κι είπε: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, μέρες να κόβει ο Αλλάχ από μένα, χρόνια να σου τις δίνει». Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πως βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί, και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε. Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δεν με μέλει αν με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά . Εγώ έφταξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα». «Λοιπόν», της λέγει ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;» «Ο παππούς σου», λέγει η γριά, «ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαζε, παλούκωνε, έσφαζε». «Κι ο πατέρας μου;» τη ρωτά ο σουλτάνος. «Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου», λέγει η γριά. «Κι εγώ», τη ρωτά ο σουλτάνος, τι άνθρωπος είμαι;» «Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου». «Και τότε, γιατί με πολυχρονίζεις;» τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος. «Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον Θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ’ρθει ύστερα από σένα, θα ΄ναι ακόμα χειρότερος»
Τη συζήτηση διέκοψε ο θόρυβος από ένα φορτηγό-βυτίο που σταμάτησε στην άκρη της λίμνης. Ο οδηγός κατέβηκε σιγοτραγουδώντας «η ζωή τραγούδι θέλει φτάνουν τα προβλήματα..», σήκωσε το μοχλό πλάι στην καρότσα και άδειασε όλο το περιεχόμενό της.
Ένα ζευγάρι πελαργών πέταξε απέναντι.
1 Όπως λέει αυτή την ιστορία ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Ευλογημένο Καταφύγιο».