παπα-Παύλος Καλλίκας
(Αληθινό παραμύθι αφιερωμένο στον διοικητή του Νοσοκομείου Κυθήρων, ο οποίος με αναφορά στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά, εγκαλεί ως κατηγορούμενο τον παπα-Παύλο Καλλίκα, επειδή το Πάσχα του 2022 (Κυριακή των Βαΐων) κοινώνησε την ετοιμοθάνατη ασθενή, ονόματι Αγάπη, που ήταν σε θάλαμο Covid. Μ. Δευτέρα έπεσε σε κώμα και κοιμήθηκε την Κυριακή του Πάσχα. Βλέπε σχετικό κείμενο: «Θαύμα του Αγίου Νικηφόρου στο Νοσοκομείο Κυθήρων»).
«Μια φορά και έναν παλιόκαιρο στην πολυθρόνα
ενός διοικητή κάποιου μικρού νοσοκομείου σε ένα μεγάλο νησί, φώλιαζε ένα
ταγκαλάκι. Το ταγκαλάκι αυτό ήταν πολύ
πειραχτήρι. «Φτιαχνόταν»
κυρίως με το παρασκήνιο, τις δολοπλοκίες και την ανηθικότητα. Αρκούσε
ένα σφύριγμά του και η λέξη λίμπα γινόταν λίγη, μικρή, τόση δα.
Μια μέρα, που λέτε, κοντά στο Πάσχα έμαθε το ταγκαλάκι μας από κάτι κουβέντες του διαδρόμου, ότι θα ερχόταν ο Χριστός στο Νοσοκομείο του. Πανικοβλήθηκε. «– Ο Χριστός στο παλάτι μου; Ωρε, μπας και είναι ψέμα;» και έξυσε νευρικά την ξυρισμένη κεφαλή του. «– Ναι, ναι, ο Χριστός, θα επισκεφθεί λέει την Αγάπη, την ετοιμοθάνατη στο Covid». Τινάχτηκε το ταγκαλάκι. Βρε καλό που το βρήκε!!! -«Αγάπη, πφφ… τι ονόματα δίνουν αυτοί οι άνθρωποι».
Μια και δυο, λοιπόν, σημαίνει συναγερμό «ασφαλείας», ξέρετε… λόγω ανασφάλειας. -«Γρήγορα, ειδοποιήστε αστυνομία, πυροσβεστική, λιμενικό, το πυροβολικό… ότι βρείτε πιο γρήγορο. Γλήγορα τα περιπολικά στην πύλη. Δύο σειρές οδοφράγματα, σκάψτε χαρακώματα. Κουνηθείτε, κουνηθείτε. Δεν πρέπει να μπει ο Χριστός… με το τίποτα. Θα κολλήσουμε όλοι. Θα πεθάνουμε όλοι, θα πεθάνουμε όλοι…», τσίριζε και έσκουζε, δίχως σταματημό στα γραφεία και τους διαδρόμους. Κινητοποιήθηκε λοιπόν όλο το σύμπαν για να προφυλαχθεί ο χώρος… από την μοναδική Ασφάλεια των ανθρώπων, τον Παντοδύναμο Χριστό. Τρέξανε τα γιατρουδάκια να διώξουν τον Γιατρό. Τα ανθρωπάκια να κάνουν κουμάντο στον Θεάνθρωπο.
Ο Χριστός όμως ήρθε. Όπως εκείνος ξέρει. Απαλά, ταπεινά και όμορφα. Κυριακή των Βαΐων, βλέπετε ήταν. Ο δούλος του, Νικηφόρος ο Λεπρός μαρμάρωσε τους πάντες, μπέρδεψε τις συνεννοήσεις και τα τηλέφωνα, φώτισε ανθρώπους να ανοίξουν την πόρτα στον Χριστό άθελά τους. Και ήρθε πολλές φορές… Ήσυχα ερχόταν, ζωοποιούσε τις ψυχές των ασθενών, τους ευλογούσε με την δεξιά Του και αθόρυβα αποχωρούσε.
Ο τάγκαλός μας είχε σκάσει. -«Μωρέ κοιμάμαι το βράδυ, κοιμάμαι και την μέρα; Μωρέ ποιός με μάτιασε; Κάτι πρέπει να κάνω. Τι έχω πάθει; Τέτοιο ρεζιλίκι δεν ματάδα. Πως άφησα να πληγωθεί έτσι ο λατρεμένος επάρατος εγωισμός μου… το κύρος μου… το… το…».
Κάποια μέρα, εκεί κάπου μετά το Πάσχα θα ’τανε θαρρώ, εφημέρευε το ταγκαλάκι μας. Κοιτούσε νωχελικά έξω από το παράθυρο, στεναχωρημένο και μουρτζούφλικο όπως πάντα, όταν… « – Μα τον του-τα-τή…» γούρλωσε τα μάτια καιτινάχθηκε σαν από ηλεκτρική καρέκλα. – «Μωρ’ είναι αλήθεια ή με γελάει η στραβομάρα μου;» Κολλάει τα μούτρα του στο τζάμι. Βλέπει να κοντοζυγώνει μια υπέροχη γυναίκα. Ακτινοβολούσε στο φως του ήλιου. Βασίλισσας λες περπατησιά. Άκουσε ψιθύρους να έρχονται από τους ασθενείς, ότι ήταν λέει η Μητέρα του Χριστού, η Μυρτιδιώτισσα. Με τι χαρά την περιμέναν! Λίγο… έτσι να ανασηκωθούν να την δουν, να την αγγίξουν, να… να την φιλήσουν.
-«Ε! όχι άμα πια δεν θα τους περάσει. Η ασφάλεια πάνω από όλα! Ζήτω… η ανασφάλεια.» Κοπανάει αποφασιστικά το χέρι στο γραφείο κατακόκκινος και σαν τον Βεζούβιο θαρρείς έτοιμος να σκάσει ο τάγκαλος μας. -«Ως εδώ πια. Θα πάω τώρα να τους σταματήσω. Μόνο πάνω από το πτώμα μου θα περάσει… η Βασίλισσα λέει. Πφφφ… Δεν τα τρώω εγώ κάτι τέτοια». Κατέβηκε μια και δυο κουτρουβαλώντας τα σκαλιά (βλέπετε τον εμπόδιζε και η κοιλίτσα του). Στάθηκε κολώνα ακίνητη φράζοντας την πύλη με κάνα δυο ακόμη παρατρεχάμενους του. Σφύριξε στο αυτί ενός υπεύθυνου – ανεύθυνου μπουνταλά. Εκείνος ξερόβηξε σοβαρά και είπε:
-« Ξέρετε… (ξεροκατάπιε) για λόγους ασφάλειας δεν θα πρέπει να περάσει η Κυρά». Η Βασίλισσα γύρισε και τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της γεμάτα λύπηση και παράπονο μαζί, και του απάντησε:- «Ταλαίπωρε ανθρωπάκο, είμαι εδώ για να σας φυλάω και όχι για να φυλάγεσθε σεις από εμένα».
Αποχώρησε η Βασίλισσα στεναχωρημένη. Μα εκεί προτού φύγει έριξε το πανέμορφο και ιλαρό βλέμμα της στον όροφο των ασθενών. Έστειλε το μητρικό χάδι της και την παρηγοριά της, μαλάκωσε τους πόνους τους μέσα και έξω. Έτσι ήσυχα και αθόρυβα, όπως μπαινόβγαινε και ο Υιός της.
Ξανάσκασε το ταγκαλάκι. -«Να μη με λένε τάγκαλο αν δεν πάρω εκδίκηση». Ένα χρόνο ολάκερο σκεφτόταν, ραδιουργούσε, έφτιαχνε ψευδομάρτυρες, εκβίαζε, απειλούσε, βίαζε συνειδήσεις, πέταξε ανθρώπους στον δρόμο με αναστολή, έστυβε εμμονικά το διεστραμμένο μυαλό του… Εκείνο όμως το χουνέρι με την Μεταλαβιά του Πάσχα στην αείμνηστη Αγάπη δεν έσβηνε με τίποτα μέσα του. Βέβαια, μη φαντασθείτε ότι έκανε τίποτα παράνομο και αντισυνταγματικό. Όχι, όχι. Όλα και όλα, αγαπητοί μου αναγνώστες. Είχε τα στραβά του το ταγκαλάκι μας, αλλά ήταν… απολύτως νόμιμο. Όλα γινόντουσαν βάσει ΚΥΑ και βάσει κόμματος. Πιστό σκυλί, βλέπετε.
Τά ’φερε λοιπόν από εδώ, τά ’φερε με ψέματα από εκεί και επιτέλους… έβγαλε το φιρμάνι. Ο Χριστός θα δικασθεί!!!
–«Τρεχάτε, όργανά μου, καταθέστε στην Αστυνομία. Τρεχάτε μάρτυρές μου. Ο Χριστός στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Τρεχάτε. Η κατηγορία: παραβίασε τα πρωτόκολλα ασφαλείας της ανασφάλειάς μας. Ο Αμόλυντος και Ζωοδότης έγινε θανάσιμος κίνδυνος για την κοινωνία. Ο Χριστός στο εδώλιο!!!».
«Επιτέλους τα κατάφερα, χαλάλι μου η τυφλή υπακοή στο κόμμα» σκέφτηκε ικανοποιημένος ο αρνησίχριστος και χώθηκε με ανακούφιση στην πολυθρόνα του. Το ταγκαλάκι ήταν κάπου εκεί κοντά και γυρόφερνε. Φοβόταν. – «Κάτσε να τον έχω από κοντά, σιγομουρμουρούσε. Άνθρωποι είναι αυτοί και μετανιώνουν…».