Φωτογραφία: † Ὁ Γέρων τῆς Ἱερᾶς Σταυρονικητιανῆς Καλύβης Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ Ἰσαάκ (Ἀττάλα), σὲ προσκύνημά του στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου Κονίτσης
Ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰσαάκ Καψαλιώτου (Ἀττάλα), ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὸ Ἱερό Ἡσυχαστήριο «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος» στὴν Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς 10-08-1996.
Τὸ Μοναστήρι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἱκανότητές μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ τὴν «σχολὴ» τοῦ Μοναστηριοῦ, μᾶς διδάσκει. Ὅλα ὅσα φέραμε ἀπ᾿ τὸν κόσμο εἶναι ἀκατάλληλα καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀπορρίψουμε. Οἱ γνώσεις τοῦ κόσμου εἶναι γιὰ τὸ Μοναστήρι βδέλυγμα. Ὅλες τὶς ἱκανότητες ποὺ φέραμε, νὰ τὶς «τοποθετήσουμε σὲ μία βαλίτσα», καὶ ἴσως νὰ χρειαστοῦν κάποτε, ἴσως καὶ ὄχι, ἀφοῦ τὶς προσαρμόσουμε μὲ τὰ χρόνια στὸ Μοναστήρι. Ἐμεῖς ἤρθαμε νὰ μάθουμε μόνο καλογερικὴ. Τὰ γράμματα ἂν ἔχουμε ταπείνωση μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσουν, ἂν δὲν ἔχουμε ταπείνωση θὰ εἶναι μεγάλα ἐμπόδια.
Ἐσὺ, πῶς ἦρθες στὸ Μοναστήρι, νὰ βοηθηθεῖς ἢ νὰ βοηθήσεις; Πῶς τὸ τοποθέτησες μέσα σου; Νὰ βοηθήσεις ὡς Μοναχός, ὄχι ὡς κοσμικός. Τὸ πᾶν εἶναι βοηθηθοῦμε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὸ Μοναστήρι. Λέει ὁ Γ. Παΐσιος ὅτι «δὲν πρέπει αὐτὸς ποὺ μπαίνει στὸ Μοναστήρι, νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐπιστήμη του ἀπ᾿ τὴν πρώτη μέρα, ἀλλὰ λίγο ἀργότερα».
Ἡ πνευματικὴ ἐξάρτηση μὲ τὸν Γέροντά μας μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐξάρτηση μὲ τὸν Θεό.
Νὰ μὴν λέμε ἐξωτερικῶς «δι᾿ εὐχῶν τοῦ Γέροντος ἔκανα αὐτό…». Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται μέσα μας γιατί ἡ σχέση μας μὲ τὸν Γέροντα εἶναι μυστική, μέσα μας, προσευχή.
Νὰ μὴν κοιτᾶς ἂν σὲ ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, ἐσὺ νὰ ἀγαπᾶς τοὺς ἄλλους καὶ θὰ νιώσεις ὅτι ὅλοι σὲ ἀγαποῦν. Αὐτὸ τὸ παθαίνουν συνήθως οἱ ὀρφανοί, ἰδίως ἂν χάσουν τὴν μάνα… Ἔχουν μέσα τους ἕνα κενὸ καὶ παρεξηγοῦν τὴν ἀγάπη τῶν ἄλλων, δηλαδὴ ἀμφιβάλουν, δὲν τὸ νιώθουν γιατί εἶναι ἄδειοι ἀπὸ μητρικὴ ἀγάπη. Σὰν τὸ ξύλο, ὅσο καὶ νὰ βάζεις ἐνέργεια δὲν τὸ καταλαβαίνει,.
Ὁ Γέροντας καὶ νὰ μᾶς φέρεται σὰν τύραννος πολλὲς φορές, εἶναι πατέρας. Μὴν νομίζετε ὅτι ὁ Γέροντας μέσα του ἔχει μίσος. Ὁ Γέροντας σηκώνει μεγάλο σταυρό. Ἐγὼ π.χ. γιὰ νὰ δεχτῶ ἕναν ἄνθρωπο στὴν Συνοδεία μου τὸν τυρανίζω. Διότι δὲν μπορῶ ἕνα παιδὶ νὰ ἔχει προβλήματα μεγάλα καὶ κάθε μέρα νὰ ἔχει λογισμούς. Διότι δὲν τὸ σηκώνω μέσα μου. Ὅλα αὐτὰ πέφτουν στὴν πλάτη τοῦ Γέροντα. Τὸ πιὸ δύσκολο στὴν Ἐκκλησία εἶναι νὰ γίνει κανεὶς Γέροντας. Νὰ ὑποταχθεῖς εἶναι πολὺ εὔκολο, ἀλλὰ Γέροντας… καλὴ ὑπομονή!
Πολλὲς φορὲς ἀναγκάζεται ὁ Γέροντας νὰ φωνάζει, νὰ μαλώνει. Ἐπειδὴ ἔχουν ἀγάπη καὶ ἐπειδὴ θὰ δώσουν λόγο στὴν Δευτέρα Παρουσία. «Τὰ πρόσεξες τὰ παιδιά σου Γρηγόρη;» θὰ πεῖ ὁ Θεός… Μόνο ὁ Γέροντας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ τὸν σέβονταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν. Οἱ ἄλλες ψυχὲς ποὺ δὲν ἔκαναν ὑπακοή, θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό τους.
Ἡ μετάνοια εἶναι γιὰ πάντα, μέσα στὴν μετάνοια εἶναι ὁ ἀγώνας καὶ μετανοεῖ κανείς. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει τίποτα γιὰ νὰ μετανοεῖ ὅπως στὸ παρελθόν. Ἀλλὰ κάθε μέρα συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ μεγάλους Πατέρες – προχωρημένους καὶ μετανοεῖ κάθε μέρα καὶ ἀγωνίζεται. Γιατί μὲ τὴν μετάνοια ὑπάρχει ὁ ἀγώνας, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἡ ἄρνηση τοῦ θελήματος ἀκόμη περισσότερο καὶ στοὺς λογισμοὺς καὶ στὴν διάθεση. Πάνω στὴν διάθεση μένουμε λίγο πίσω, δὲν ἔχουμε ὄρεξη γιὰ ἀγώνα.
Γιατί τὸ Σχῆμα τὸ Ἀγγελικὸ εἶναι τῶν μετανοούντων. Παλιὰ τὸ ἔπαιρναν καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους γιὰ λόγους καθάρσεως, τὸ θεωροῦσαν δεύτερο Βάπτισμα. Νὰ πεθάνουν βαπτισμένοι μετανοοῦντες. Τὸ Σχῆμα εἶναι ἀρχὴ ἀγῶνος, ἀρχὴ μετανοίας, συνέχεια μετανοοῦντες.
Πρέπει νὰ ἐξετάζουμε πολλὰ πράγματα μέσα μας. Πρέπει νὰ ἐξετάζουμε ἄν ἔχουμε ρηχότητα στὸ διακόνημα ἢ ὄχι. Ἂν ἀπορροφᾶσαι στὸ διακόνημα ὑπερβολικά, ἂν ἔχεις μέριμνες, ἂν δὲν κάνουμε ὅπως πρέπει ὑπακοή, Νὰ ἐξετάζουμε ἂν ἔχουμε θέλημα – ἐγωισμό. Διότι ἂν ἔχουμε αὐτὰ τὰ πράγματα, δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἀλλοίωση στὴν προσευχή μας. Ὅταν κανεὶς κουράζεται ὑπερβολικὰ καὶ ἔχει ἀδειάσει τὶς μπαταρίες του ἢ ὅταν στὸ διακόνημα δὲν δουλεύει ὡς Μοναχός, ἀλλὰ μὲ περισπασμὸ χωρὶς νὰ λέει τὴν εὐχὴ ἢ μὲ τρόπο σκληρὸ – ἀγχώδη, γιὰ νὰ βγάλει τὴν δουλειά, ὅλα αὐτὰ παίζουν ρόλο στὴν ρηχότητα τῆς προσευχῆς μας. Ἂν δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπ᾿ αὐτά, μπορεῖ νὰ νιώθουμε κάποτε ρηχότητα, ἀλλὰ κάποτε νιώθουμε καὶ κάτι καλό. Ἀλλὰ ἂν εἶναι μόνιμα αὐτὴ ἡ κατάσταση ρηχότητας, πρέπει νὰ φταῖνε τὰ παραπάνω.
Οἱ δοκιμασίες ἂν εἶναι ἀπ᾿ τὸν Θεὸ εἴμαστε μακάριοι, γιατί αὐτὰ θὰ μᾶς δώσουν στεφάνια καὶ χάρη. Γιατί στὸν ἀγωνιζόμενο παραχωρεῖ ὁ Θεὸς πειρασμοὺς καὶ ἁγιάζει περισσότερο. Δὲν θλίβεται, δὲν στεναχωριέται. Δοξάζει τὸν Θεὸ καὶ ποτὲ δὲν ζητάει ἀπ᾿ τὸν Θεὸ νὰ παύσουν οἱ πειρασμοί. Ἔτσι ἀντιμετωπίζονται οἱ πειρασμοί, τότε μᾶς φέρνουν χαρὰ – δοξολογία, περισσότερη ἀπ᾿ τὶς ἄλλες μέρες ποὺ δὲν ἔχουμε, καὶ αὐτοὺς ποὺ μᾶς προκαλοῦν πειρασμοὺς τοὺς ἀγαποῦμε περισσότερο, γιατί μᾶς φέρνουν ὠφέλεια πνευματική. Ἂν εἶναι ἀπὸ ἁμαρτίες, ἀπὸ πάθη αὐτὲς οἱ θλίψεις -δοκιμασίες, θὰ καταλάβουμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νὰ διορθώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ τότε ταπεινωνόμαστε, ἔρχεται ἡ ταπείνωσις. Καὶ τότε νιώθουμε χαρά. Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, γιατί πάλι παραχώρησε πειρασμοὺς γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε ἀπ᾿ τὰ πάθη μας. Μιά ποὺ δὲν δεχθήκαμε νὰ θεραπευθοῦμε μὲ τὸν καλὸ τρόπο, τώρα ὁ Θεὸς παραχωρεῖ μάστιγα.
Τὸ Μοναστήρι εἶναι θεραπευτήριο καὶ ἐργαστήριο. Ὅπως τὸ μέταλλο τὸ ρίχνουμε μέσα στὴν φωτιά, πυρώνεται καὶ μαλακώνει γιὰ νὰ τὸ κάνουμε ὅπως θέλουμε, καὶ δὲν ἀντιδρᾶ, εἶναι στὰ χέρια τοῦ σιδηρουργοῦ καὶ λέει ὅπως θέλεις ἐσὺ φτιάξε με, ἐγὼ εἶμαι στὰ χέρια σου. Λοιπόν, ἔτσι καὶ ὁ Μοναχός. Ἂν δὲν ἀπογοητευθεῖ ὁ Μοναχὸς ἀπ᾿ τὸν ἑαυτὸ του ὅταν εἶναι σκληρός, δηλαδὴ ὅταν ἀπογοητευθεῖ μὲ τὸν ἑαυτὸ του λέει ἐγὼ νιώθω σκουπίδι, πάρε με Γέροντα, ρίξε με ὅπου θέλεις, φτιάξε με ὅπως θέλεις. Ὅ,τι νὰ μὲ κάνεις, ἐγὼ δὲν κάνω κανένα παράπονο. Μὲ σκοτώνεις; Ἐγὼ θὰ σκοτωθῶ, ἔτσι θὰ γίνω. Ἔτσι θέλει, νὰ ἀπογοητευθεῖ αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ πέσει κάτω. Νὰ μὲ κάνετε ὅπως θέλετε, ἐσεῖς εἶστε μαστόροι, ἐσεῖς ξέρετε καὶ ὅ,τι θὰ μοῦ πεῖτε, μὲ ὅποιον τρόπο, θὰ τὸ κάνω. Καὶ ἀρχίζει τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν μαλακώνει.
Ἡ ἰδιορρυθμία εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο πράγμα. Γιατί κάνει κανεὶς συνέχεια τὸ θέλημά του καὶ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ πολλοὺς καὶ καλοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι κοσμικοὶ ὅσο καλοὶ καὶ νὰ εἶναι, ζοῦν στὸν κόσμο καὶ ἔχουν τὸ κοσμικὸ φρόνημα στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς τους γενικά. Γιατί ὅταν ὁ Μοναχὸς δὲν ἀγωνίζεται μοναχικά, μὲ μοναχικὸ τρόπο, δέχεται ἐπιδράσεις ἀπ᾿ ἔξω. Ὅταν ἐμεῖς θέλουμε νὰ δεχτοῦμε αὐτὰ ποὺ μᾶς φέρνει ὁ κόσμος, καὶ πνευματικὸς κόσμος νὰ εἶναι, πέφτουμε στὴν παγίδα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος. Μετὰ δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε σὲ τίποτα ὄχι. Ἐλᾶτε Γέροντα σπίτι μας νὰ σᾶς κάνουμε τραπέζι, ἔχουμε ἀκριβὸ ἁμάξι νὰ σᾶς πάρουμε κ.ο.κ. Μᾶς ἔλεγε ὁ Γ. Παΐσιος ὅταν ζοῦσε στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ φέρναν πράγματα, ποτήρια λουλούδια κλπ, δὲν τὰ δεχόταν.