Μαρτυρία Μπέτση Παναγιώτου ἀπό τό χωριό Κυψέλη Ζακύνθου: «Τά Χριστούγεννα τοῦ ἔτους 1998, τήν παραμονή, ἐργαζόμουν μέχρι ἀργά στόν φοῦρνο μου. Πῆγα στό σπίτι μου πολύ κουρασμένος καί ξάπλωσα νά κοιμηθῶ. Ἡ γυναῖκα μου εἶπε νά ντυθοῦμε καί νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, γιά τήν ἁγία ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Ἐγώ ἀρνήθηκα, λόγῳ τῆς κούρασης. Ἡ γυναῖκα μου στενοχωρήθηκε καί ἀπεφάσισε καί αὐτή νά μήν πάη Ἐκκλησία.
»Ξαφνικά ἐκείνη τήν στιγμή, ἕνα ἀρκουδάκι (κουκλάκι) πού ὑπῆρχε στό ἄλλο δωμάτιο, ἄρχισε ἀπό μόνο του νά τραγουδᾶ, χωρίς νά ὑπάρχη ὡρολογιακός μηχανισμός. Συγκλονιστήκαμε καί οἱ δυό μας. Στήν στιγμή ντυθήκαμε καί πήγαμε στήν Ἐκκλησία.
»Ὁ Πνευματικός πού ρώτησα στό ἍγιονὌρος ἀργότερα, μοῦ εἶπε ὅτι χάρηκε ὁ διάβολος πού κατάφερε νά...μᾶς κάνη νά μήν ἐκκλησιαστοῦμε τέτοια μέρα καί ἐκδηλώθηκε αὐτή ἡ χαρά του μέ τό τραγούδι πού ἄρχισε τό ἀρκουδάκι χωρίς νά τό ἀγγίξη κανείς».