Η Οσία Μελάνη αγάπησε τον Κύριο ολόψυχα και είχε μεγάλη επιθυμία να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν. Πλην όμως οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά τη θέλησή της, και έγινε μητέρα δυο παιδιών. Αργότερα οι γονείς της και τα τέκνα της πέθαναν. Έτσι λοιπόν η Οσία, αφού συμφώνησε με τον σύζυγό της να ζήσουν εφεξής χωριστά και εν σωφροσύνη, έφυγε από την πόλη, τη Ρώμη, και ζούσε σε ένα προάστιο. Εκεί φιλοξενούσε τους παρεπιδημούντες ξένους, που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τη διαμονή τους. Επίσης η Οσία επισκεπτόταν και βοηθούσε παντοιοτρόπως τους φυλακισμένους και τους εξόριστους.
Μετά ταύτα η Οσία Μελάνη πούλησε όλη την περιουσία της, η οποία ήταν πολύ μεγάλη, και πήρε δώδεκα μυριάδες (=εκατόν είκοσι χιλιάδες) χρυσά νομίσματα. Ολόκληρο δε αυτό το χρηματικό ποσό το διέθεσε με απλοχεριά στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες. Εν συνεχεία η Οσία εισήλθε σε ένα γυναικείο Μοναστήρι, στην Αφρική, όπου εκάρη μοναχή και ζούσε αυστηρότατη ασκητική ζωή. Αρχικά έτρωγε ανά δύο ημέρες και βέβαια πολύ λίγη τροφή. Κατόπιν περιόρισε την τροφή ακόμη περισσότερο: έτρωγε μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μια πολύ- πολύ μικρή ποσότητα ευτελούς τροφής. Τις υπόλοιπες πέντε ημέρες της εβδομάδας δεν έτρωγε απολύτως τίποτα. Όντας δε η Οσία άριστη καλλιγράφος και ταχυγράφος, είχε ως εργόχειρό της το να αντιγράφει, ιερά κείμενα.
Η Οσία Μελάνη έμεινε στο Μοναστήρι εκείνο επτά έτη. Κατόπιν έφυγε και πήγε στην Αλεξάνδρεια. Μετά από λίγο όμως αναχώρησε από εκεί και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου και κλείστηκε σε ένα κελί. Εκεί η Οσία συγκέντρωσε ενενήντα παρθένες (νεαρές κοπέλες) και παρείχε σ’ αυτές όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή και συντήρησή τους. Γύρω δε από το κελί της έκτισε και άλλα πολλά κελιά και έτσι δημιούργησε εκεί μεγάλο Κοινόβιο.
Έφτασε όμως ο καιρός που ο Κύριος θα καλούσε κοντά Του την Οσία Μελάνη. Έτσι λοιπόν κάποια ημέρα αυτή κρυολόγησε και έπαθε πλευρίτιδα, η οποία της προκάλεσε ισχυρούς πόνους και υψηλό πυρετό. Αμέσως τότε η Οσία προσκάλεσε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε απ’ αυτόν τη θεία Μετάληψη. Ακολούθως συγκάλεσε τις αδελφές και τις αποχαιρέτησε δίνοντάς τους και την ευχή της. Εν συνεχεία είπε την τελευταία της φράση: «Όπως ο Κύριος έκρινε, έτσι και έγινε». Και ευθύς αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας- Δεκέμβριος, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 283-285) πηγή