Αυτή την ευλογία δέχτηκα από το Θεό, γνωρίζοντας πριν από δέκα περίπου χρόνια τον παππού-Παναή από τη Λύση.
Ένα γεροντάκι, με την παραδοσιακή εμφάνιση της βράκας, αδύνατο, χωρίς τίποτα να δείχνει το εσωτερικό του μεγαλείο. Ή ζωή του ολόκληρη πέρασε στην εκούσια αφάνεια, πού όμως γίνεται «πόλις επάνω όρους κειμένη», γιατί είναι ζωή αληθινής ταπείνωσης.
Ή αγιότητα, πού μας περιέγραφαν οι θεολόγοι μας και πού διαβάζαμε στους βίους των Αγίων άνηκε στο χώρο το θεωρητικό, μέχρι πού συνάντησα τον παππού. Τότε ανακάλυψα πώς το Ευαγγέλιο μπορεί να εμφανιστεί τέλεια και στη δική μας εποχή και στο δικό μας χώρο. Ανακάλυψα την ομορφιά της αγιότητας, την αλήθεια πώς «ό Χριστός χθες και σήμερον ό ούτος και εις τους αιώνας». Είδα «ιδίοις ομμασι» τί σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος ερωτευμένος με το Θεό και τη Βασιλεία Του, δηλαδή Άγιος.
Συνήθως ή αγιότητα περιοριζόταν στο χώρο των μοναχών, μέσα στην ησυχία, την περισυλλογή, την προσευχή και την άσκηση. Ή, αν ακούγαμε γι' αγιότητα στον κόσμο, τη θεωρούσαμε σαν έκφραση κοινωνικού έργου και κάθε «έργου» προς «οικοδομήν του σώματος της Εκκλησίας».
Ό παππούς μου έδωσε να καταλάβω με τη ζωή του αυτό πού ό Γρηγόριος ό Θεολόγος αναφέρει: «μεγίστη πράξις εστίν ή απραξία». Ήταν στον κόσμο και ζούσε ως ερημίτης- ταυτιζόταν με τα προβλήματα του καθενός και έμενε απαθής απ' όλα γευόταν τον ουρανό και ήταν πολύ ανθρώπινος.
Όποιος πήγαινε για πρώτη φορά και του έλεγε τον πόνο του, για πάντα τον είχε στην προσευχή του. Αισθανόσουν πώς σε γνώριζε χρόνια, πώς ήταν δικό σου πρόσωπο. Ένιωθες την αγάπη του πού αντανακλούσε την αγάπη του Θεού. Κοντά του ό καθένας πίστευε ότι είναι κάτι, ότι αξίζει, γιατί τον αγαπά ό Χριστός μέχρι θυσίας σταυρικής. Δεν σού άφηνε περιθώριο να νιώσεις μειονεκτικά απέναντι του. Γιατί ήταν αληθινός Άγιος. ' Αγαπούσε και γινόταν ένα μαζί σου, κατεβαίνοντας - όπως ό Χριστός - στο επίπεδο σου για να σ' ανεβάσει σιγά - σιγά στον τρόπο ζωής τού Θεού. Δεν ήξερε να κολακεύει τις αδυναμίες, αλλά να συγκαταβαίνει στις ανθρώπινες αδυναμίες «άχρις ου μορφωθη Χριστός εν υμίν» (Γαλ. δ' 19). Το φάρμακο για τη θεραπεία το έδινε καθαρό στην κατάλληλη στιγμή.
Ήταν ένας διδάσκαλος του λαού, χωρίς τυμπανοκρουσίες και διπλώματα. Ό λόγος του, έκφραση εμπειρίας κι όχι θεωρίας, ήταν «λόγος ζων», γι' αυτό και όσα έλεγε άγγιζαν την ουσία και την καρδιά των ακροατών.
Μιλούσε συχνά με παραβολές, παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, πού έκαμναν και το πιο αγράμματο να καταλαβαίνει, αλλά και τον μορφωμένο του αιώνος τούτου να συνειδητοποιεί τη «μωρίαν του» και ν' αναζητά την «άνωθεν σοφίαν», πού 'ναι «αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτος και ανυπόκριτος» (Ίακ. γ' 17). Μιλούσε στην κυπριακή διάλεκτο, απλά, στη γλώσσα του λαού, χωρίς ρητορείες και σοφίσματα. Ή «διδασκαλία» του δεν είχε το στοιχείο της προπαγάνδας, της νεύρωσης πού προσπαθεί να πείσει για να κατατροπώσει τον αντίπαλο και να νιώσει υπεροχή. Ήταν έκφραση αγάπης προς τον αδελφό πού διψά «του άκούσαι λόγον Κυρίου» (Άμώς η' 11) ή πού βρίσκεται στην άγνοια κι άρα στον πνευματικό θάνατο.
Πολύ εκτιμούσε το κηρυκτικό έργο των θεολόγων, χωρίς να ξεχωρίζει τις «σχολές» και τις «θεολογικές αποκλίσεις». Όταν κάποτε τον ρώτησα αν «βγαίνει τίποτα» από τα κηρύγματα, κι αν θα πρέπει να μιλήσουν τα έργα μας μάλλον παρά τα λόγια μας, μου είπε: «Τα` άλλα λόγια να τα λιοστέψουμεν. Πού τούτα ν' ακούμε ν οΰλλη μέρα, εν καλά
Πρέπει ν' ακούσουν. Το κήρυγμα επιδρά παραπάνω. Εν τζ' ή Χάρις του Θεού πού ενεργεί. Έλειψαν τα ψάρκα πού τη θάλασσα, ώστε να σταματήσουμε να ρίχνουμεν τα δίκτυα; Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν; Πώς θ' ακούσουν χωρίς κηρύσσοντος; Πώς θα κηρύξουν εάν δεν άποσταλώσιν»;
Τούς κληρικούς τούς σεβόταν ιδιαίτερα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι, εν ανέχομαι να δώ κληρικούς ή μοναχούς στην κόλαση. Εν πολλά ζόρι. Συνέχεια με τούς παππούδες είμαστε. Τόσα χρόνια... ν' αξιωθούμε τζιαί στην άλλη ζωή να ' μαστέ μαζί». Γι' αρκετά χρόνια ήταν νεωκόρος στην Παναγία της Λύσης. Αγρυπνίες, προσευχές, παρακλήσεις ήταν η ασχολία του. Καθημερινά σηκωνόταν νωρίς κι έκαμνεν κανονικά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ένα μήνα περίπου πριν την κοίμηση του έλεγε σε καμιά δεκαριά πού βρισκόμασταν κοντά του: «Πράγματι, ούλλα τούτα, εχόρτασά τα».
— Το Θεό τον εχόρτασες; τον ρώτησα. Έμεινε λίγο σιωπηλός κι απάντησε:
— Άραγε έγεύτηκά Τον;
Αυτή ή συναίσθηση ότι «ουδέν ειμί», κυριαρχούσε την όλη ζωή του.
Αλλά είχε χαρά κι ελπίδα. Ψηλαφούσε, θα λέγαμε, την αγάπη του Θεού. Όποτε μιλούσε για την ευσπλαχνία και το έλεος Του, γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα ζούσε μέσα στο Θεό κι ό Θεός μέσα του. Μου έλεγε κάποτε: «Να θυμάσαι: ό Θεός έννεν άνθρωπος πού εν συγχωρά. Τούς δικούς Του τούς αγαπά. Ξεχνά τα σφάλματα μας εύκολα Ό κόσμος, τζιαί να μετανοήσει κάποιος, εν να τον κρίνει σύμφωνα με το παρελθόν του».
Από τις 3 Δεκεμβρίου, πού αρρώστησε βαριά και βρισκόταν στο κρεβάτι συνεχώς, κοινωνούσε καθημερινά. Ή Θεία Κοινωνία ήταν ή «όντως τροφή» του. Πάντα μεταλάβαινε συχνά κι αυτό του έδινε μεγάλη χαρά
Τέσσερις ώρες πριν την κοίμηση του διαβάσαμε κοντά του τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας, πού αγαπούσε ιδιαίτερα, και τις «ευχές εις ψυχορραγούντας». Μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στο Χριστό, πού αγάπησε έκ νεότητας του, και τον τακτοποίησαν, κάναμε το πρώτο τρισάγιο και αρχίσαμε την ανάγνωση του Ψαλτηρίου.
Ή «εξόδιος ακολουθία» έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλης, στο συνοικισμό των Αγίων Αναργύρων στη Λάρνακα Ήμαστε 23 ιερείς και 2 διάκονοι. Μοναχές, «μαθήτριες» του παππού, και πολύς κόσμος. Προΐστατο της ακολουθίας ό ηγούμενος του Σταυροβουνιού Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος, πού ήταν ό πνευματικός του. Νιώθαμε όλοι πώς τα λόγια της κηδείας δεν «ταίριαζαν» στον παππού. Κηδεύαμε ένα Άγιο: Κοινή εμπειρία της σύναξης. Ένας - ένας πλησίαζε το σκήνωμα του και ασπαζόταν το χέρι του. Μικροί και μεγάλοι.
Ό παππούς έφυγε. Δεν μπορούμε να τον συμβουλευόμαστε πια κι ούτε ν' ακούμε τις διδαχές του. Ορφάνια και πόνος. Γιατί, όπως θα γραφτεί για το στάρετς Αμβρόσιο της Όπτινα στη Ρωσία, «ό θάνατος ενός στάρετς βυθίζει τις ψυχές σε βαρεία θλίψη. Είναι σαν να χάνουν τα πρόβατα το βοσκό και οι ναύτες τον κυβερνήτη. Πόση είναι ή αξία ενός στάρετς; Απροσμέτρητη. Γι' αυτό απροσμέτρητη είναι και ή θλίψη... Γιατί συναντώντας ένα στάρετς, πού έφθασε ήδη στη θέωση, συναντάς στο πρόσωπο του τον Ίδιο τον Θεό».
Αυτά μπορούν άνετα να γραφτούν και για τον παππού-Παναή από τη Λύση, τον κοσμικό ερημίτη, πού 'ταν για μένα σημείο της ζωντανής παρουσίας του Ζώντος Κυρίου.
Πρεσβύτερος
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
Θεολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΤΕΥΧΟΣ 100
http://apantaortodoxias.blogspot.com
Ένα γεροντάκι, με την παραδοσιακή εμφάνιση της βράκας, αδύνατο, χωρίς τίποτα να δείχνει το εσωτερικό του μεγαλείο. Ή ζωή του ολόκληρη πέρασε στην εκούσια αφάνεια, πού όμως γίνεται «πόλις επάνω όρους κειμένη», γιατί είναι ζωή αληθινής ταπείνωσης.
Ή αγιότητα, πού μας περιέγραφαν οι θεολόγοι μας και πού διαβάζαμε στους βίους των Αγίων άνηκε στο χώρο το θεωρητικό, μέχρι πού συνάντησα τον παππού. Τότε ανακάλυψα πώς το Ευαγγέλιο μπορεί να εμφανιστεί τέλεια και στη δική μας εποχή και στο δικό μας χώρο. Ανακάλυψα την ομορφιά της αγιότητας, την αλήθεια πώς «ό Χριστός χθες και σήμερον ό ούτος και εις τους αιώνας». Είδα «ιδίοις ομμασι» τί σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος ερωτευμένος με το Θεό και τη Βασιλεία Του, δηλαδή Άγιος.
Συνήθως ή αγιότητα περιοριζόταν στο χώρο των μοναχών, μέσα στην ησυχία, την περισυλλογή, την προσευχή και την άσκηση. Ή, αν ακούγαμε γι' αγιότητα στον κόσμο, τη θεωρούσαμε σαν έκφραση κοινωνικού έργου και κάθε «έργου» προς «οικοδομήν του σώματος της Εκκλησίας».
Ό παππούς μου έδωσε να καταλάβω με τη ζωή του αυτό πού ό Γρηγόριος ό Θεολόγος αναφέρει: «μεγίστη πράξις εστίν ή απραξία». Ήταν στον κόσμο και ζούσε ως ερημίτης- ταυτιζόταν με τα προβλήματα του καθενός και έμενε απαθής απ' όλα γευόταν τον ουρανό και ήταν πολύ ανθρώπινος.
Όποιος πήγαινε για πρώτη φορά και του έλεγε τον πόνο του, για πάντα τον είχε στην προσευχή του. Αισθανόσουν πώς σε γνώριζε χρόνια, πώς ήταν δικό σου πρόσωπο. Ένιωθες την αγάπη του πού αντανακλούσε την αγάπη του Θεού. Κοντά του ό καθένας πίστευε ότι είναι κάτι, ότι αξίζει, γιατί τον αγαπά ό Χριστός μέχρι θυσίας σταυρικής. Δεν σού άφηνε περιθώριο να νιώσεις μειονεκτικά απέναντι του. Γιατί ήταν αληθινός Άγιος. ' Αγαπούσε και γινόταν ένα μαζί σου, κατεβαίνοντας - όπως ό Χριστός - στο επίπεδο σου για να σ' ανεβάσει σιγά - σιγά στον τρόπο ζωής τού Θεού. Δεν ήξερε να κολακεύει τις αδυναμίες, αλλά να συγκαταβαίνει στις ανθρώπινες αδυναμίες «άχρις ου μορφωθη Χριστός εν υμίν» (Γαλ. δ' 19). Το φάρμακο για τη θεραπεία το έδινε καθαρό στην κατάλληλη στιγμή.
Ήταν ένας διδάσκαλος του λαού, χωρίς τυμπανοκρουσίες και διπλώματα. Ό λόγος του, έκφραση εμπειρίας κι όχι θεωρίας, ήταν «λόγος ζων», γι' αυτό και όσα έλεγε άγγιζαν την ουσία και την καρδιά των ακροατών.
Μιλούσε συχνά με παραβολές, παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, πού έκαμναν και το πιο αγράμματο να καταλαβαίνει, αλλά και τον μορφωμένο του αιώνος τούτου να συνειδητοποιεί τη «μωρίαν του» και ν' αναζητά την «άνωθεν σοφίαν», πού 'ναι «αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτος και ανυπόκριτος» (Ίακ. γ' 17). Μιλούσε στην κυπριακή διάλεκτο, απλά, στη γλώσσα του λαού, χωρίς ρητορείες και σοφίσματα. Ή «διδασκαλία» του δεν είχε το στοιχείο της προπαγάνδας, της νεύρωσης πού προσπαθεί να πείσει για να κατατροπώσει τον αντίπαλο και να νιώσει υπεροχή. Ήταν έκφραση αγάπης προς τον αδελφό πού διψά «του άκούσαι λόγον Κυρίου» (Άμώς η' 11) ή πού βρίσκεται στην άγνοια κι άρα στον πνευματικό θάνατο.
Πολύ εκτιμούσε το κηρυκτικό έργο των θεολόγων, χωρίς να ξεχωρίζει τις «σχολές» και τις «θεολογικές αποκλίσεις». Όταν κάποτε τον ρώτησα αν «βγαίνει τίποτα» από τα κηρύγματα, κι αν θα πρέπει να μιλήσουν τα έργα μας μάλλον παρά τα λόγια μας, μου είπε: «Τα` άλλα λόγια να τα λιοστέψουμεν. Πού τούτα ν' ακούμε ν οΰλλη μέρα, εν καλά
Πρέπει ν' ακούσουν. Το κήρυγμα επιδρά παραπάνω. Εν τζ' ή Χάρις του Θεού πού ενεργεί. Έλειψαν τα ψάρκα πού τη θάλασσα, ώστε να σταματήσουμε να ρίχνουμεν τα δίκτυα; Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν; Πώς θ' ακούσουν χωρίς κηρύσσοντος; Πώς θα κηρύξουν εάν δεν άποσταλώσιν»;
Τούς κληρικούς τούς σεβόταν ιδιαίτερα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι, εν ανέχομαι να δώ κληρικούς ή μοναχούς στην κόλαση. Εν πολλά ζόρι. Συνέχεια με τούς παππούδες είμαστε. Τόσα χρόνια... ν' αξιωθούμε τζιαί στην άλλη ζωή να ' μαστέ μαζί». Γι' αρκετά χρόνια ήταν νεωκόρος στην Παναγία της Λύσης. Αγρυπνίες, προσευχές, παρακλήσεις ήταν η ασχολία του. Καθημερινά σηκωνόταν νωρίς κι έκαμνεν κανονικά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ένα μήνα περίπου πριν την κοίμηση του έλεγε σε καμιά δεκαριά πού βρισκόμασταν κοντά του: «Πράγματι, ούλλα τούτα, εχόρτασά τα».
— Το Θεό τον εχόρτασες; τον ρώτησα. Έμεινε λίγο σιωπηλός κι απάντησε:
— Άραγε έγεύτηκά Τον;
Αυτή ή συναίσθηση ότι «ουδέν ειμί», κυριαρχούσε την όλη ζωή του.
Αλλά είχε χαρά κι ελπίδα. Ψηλαφούσε, θα λέγαμε, την αγάπη του Θεού. Όποτε μιλούσε για την ευσπλαχνία και το έλεος Του, γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα ζούσε μέσα στο Θεό κι ό Θεός μέσα του. Μου έλεγε κάποτε: «Να θυμάσαι: ό Θεός έννεν άνθρωπος πού εν συγχωρά. Τούς δικούς Του τούς αγαπά. Ξεχνά τα σφάλματα μας εύκολα Ό κόσμος, τζιαί να μετανοήσει κάποιος, εν να τον κρίνει σύμφωνα με το παρελθόν του».
Από τις 3 Δεκεμβρίου, πού αρρώστησε βαριά και βρισκόταν στο κρεβάτι συνεχώς, κοινωνούσε καθημερινά. Ή Θεία Κοινωνία ήταν ή «όντως τροφή» του. Πάντα μεταλάβαινε συχνά κι αυτό του έδινε μεγάλη χαρά
Τέσσερις ώρες πριν την κοίμηση του διαβάσαμε κοντά του τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας, πού αγαπούσε ιδιαίτερα, και τις «ευχές εις ψυχορραγούντας». Μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στο Χριστό, πού αγάπησε έκ νεότητας του, και τον τακτοποίησαν, κάναμε το πρώτο τρισάγιο και αρχίσαμε την ανάγνωση του Ψαλτηρίου.
Ή «εξόδιος ακολουθία» έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλης, στο συνοικισμό των Αγίων Αναργύρων στη Λάρνακα Ήμαστε 23 ιερείς και 2 διάκονοι. Μοναχές, «μαθήτριες» του παππού, και πολύς κόσμος. Προΐστατο της ακολουθίας ό ηγούμενος του Σταυροβουνιού Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος, πού ήταν ό πνευματικός του. Νιώθαμε όλοι πώς τα λόγια της κηδείας δεν «ταίριαζαν» στον παππού. Κηδεύαμε ένα Άγιο: Κοινή εμπειρία της σύναξης. Ένας - ένας πλησίαζε το σκήνωμα του και ασπαζόταν το χέρι του. Μικροί και μεγάλοι.
Ό παππούς έφυγε. Δεν μπορούμε να τον συμβουλευόμαστε πια κι ούτε ν' ακούμε τις διδαχές του. Ορφάνια και πόνος. Γιατί, όπως θα γραφτεί για το στάρετς Αμβρόσιο της Όπτινα στη Ρωσία, «ό θάνατος ενός στάρετς βυθίζει τις ψυχές σε βαρεία θλίψη. Είναι σαν να χάνουν τα πρόβατα το βοσκό και οι ναύτες τον κυβερνήτη. Πόση είναι ή αξία ενός στάρετς; Απροσμέτρητη. Γι' αυτό απροσμέτρητη είναι και ή θλίψη... Γιατί συναντώντας ένα στάρετς, πού έφθασε ήδη στη θέωση, συναντάς στο πρόσωπο του τον Ίδιο τον Θεό».
Αυτά μπορούν άνετα να γραφτούν και για τον παππού-Παναή από τη Λύση, τον κοσμικό ερημίτη, πού 'ταν για μένα σημείο της ζωντανής παρουσίας του Ζώντος Κυρίου.
Πρεσβύτερος
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
Θεολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΤΕΥΧΟΣ 100
http://apantaortodoxias.blogspot.com