~ Στὸ Μοναστήρι ἦταν Ἡγούμενος ὁ Δανιήλ. Ἦταν καλὸς καὶ σεμνός. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἐπίσκοπός της περιοχῆς. Αὐτὸν τὸν ἐβασάνιζε κάποια ἀμφιβολία σχετικὰ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἔλεγε πολλὲς φορὲς μὲ τὸ μυαλό του:
-Ἄραγε ὁ Διονύσιος νὰ εὑρίσκεται στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐμεῖς τὸν τιμοῦμε ἢ ὄχι;
Αὐτὴ ἡ σκέψη, εἴπαμε τὸν βασάνιζε πολύ. Μία μέρα ὅμως στὸν ὕπνο τοῦ βλέπει τὸν ἐκκλησιάρχη νὰ τοῦ χτυπᾶ τὴν πόρτα καὶ νὰ ζητᾶ τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ σημάνῃ τὸν Ὄρθρο. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγη ὥρα ξύπνησε καὶ νόμισε, ὅτι πραγματικὰ εἶχε δώσει τὴν ἄδεια νὰ σημάνῃ. Κατηγοροῦσε δὲ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ ἄργησε νὰ πάῃ στὸν Ὄρθρο.
Ντύνεται βιαστικὰ καὶ κατεβαίνει στὴν Ἐκκλησία. Μόλις ὅμως ἔφθασε ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λάρνακα, βλέπει ὄρθιο τὸν Ἅγιο ἐν μέσῳ δύο ἱερέων λευκοφορεμένων καὶ δύο ἱεροδιακόνων. Τὰ χέρια του ὁ Ἅγιος τὰ εἶχε ἀκουμπισμένα πάνω στοὺς ὤμους τους. Οἱ διάκονοι ἕντυναν τὸν Ἅγιο μὲ τὴν ἀρχιερατικήν του στολήν. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς λέγει στὸν Ἡγούμενο:
-Πείσθηκες τώρα ἢ ἀκόμα ἀμφιβάλλεις;
Ταράχθηκε ὁ Ἡγούμενος ἀπὸ τὸ ὅραμα, φοβήθηκε καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό.
Μετάνοιωσε ὅμως καὶ ξαναγύρισε νὰ ἰδῇ, ἂν πραγματικὰ τοῦτο ἦταν ἀληθινό. Στὴν πόρτα φθάνοντας, βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ σύρεται μόνος του καὶ νὰ μπαίνει στὴν ἴδια τὴ λάρνακα.
Τρομαγμένος γυρίζει στὸ κελλί του καὶ ἀναφέρει τοῦτο στοὺς πατέρες. Ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ στερεώθηκαν στὴν πίστη, ὅτι ὁ Ἅγιος συνευφραίνεται μὲ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους στὸν Οὐρανό. Ζητώντας κατόπιν συγνώμη γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του ὁ Ἡγούμενος, ἔγινε στὸ ἑξῆς θερμότατος κήρυκας τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Διονυσίου…
Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου
πηγή: http://users.uoa.gr