Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Έλληνες νεομάρτυρες από αθεϊστές.


Ως γνωστόν, ο μαρξισμός και οι ιδεολογικοί του απόγονοι θεωρούν τη θρησκεία «όπιο του λαού», δηλ. πνευματικό ναρκωτικό, που εξαπατά τους ανθρώπους και που πρέπει να εκλείψει απ’ τον κόσμο. 
Πρόκειται για πλάνη, αφενός γιατί προϋποθέτει ως σίγουρο ότι δεν υπάρχει Θεός, περιφρονώντας ως ψεύδη τις εμπειρίες όλων των αγίων, και, αφετέρου, γιατί η θρησκεία γενικά και ο χριστιανισμός ειδικότερα έχει παρακινήσει χιλιάδες ανθρώπους ν’ αγωνιστούν με αυτοθυσία για τον πλησίον, αλλά και
πλούσιους να μοιράσουν την περιουσία τους στους φτωχούς – το αγιολόγιο της Ορθοδοξίας είναι γεμάτο τέτοιες περιπτώσεις. Εξαιτίας αυτής της πλάνης όμως, όπου επικράτησε κομουνιστικό καθεστώς, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις, ξέσπασε διωγμός κατά της θρησκείας, άλλοτε ήπιος και άλλοτε ανελέητος. Αναρίθμητοι χριστιανοί μαρτύρησαν στη Ρωσία (ΕΣΣΔ), στη Ρουμανία, την Αλβανία κ.α.
Η Ελλάδα δεν ξέφυγε απ’ το γενικό κανόνα. Οι κομουνιστές αντάρτες, κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1945-1949), εξολόθρευσαν αρκετούς παπάδες, κάποιους απ’ τους οποίους (και όχι μόνο) θα γνωρίσουμε με συντομία παρακάτω.
Ήταν επόμενο οι ιερείς, και γενικά οι πιστοί χριστιανοί, να θεωρήσουν τον κομουνισμό εχθρικό. Στην Ελλάδα βέβαια υπάρχει μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, γιατί είχαμε και έχουμε και πολλούς κομουνιστές που είναι και ορθόδοξοι πιστοί, καθώς και ιερείς που συμπαθούν την ευρύτερη αριστερά. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν στην κοινωνική ηθική του κομουνισμού τα κοινά στοιχεία με το χριστιανισμό και συνδυάζουν τα δύο, παρόμοια όπως οι χριστιανοσοσιαλιστές του εξωτερικού. Προσωπικά, συμπαθώ αυτή τη στάση, στο βαθμό που καθαρίζει την αριστερή πολιτική ιδεολογία από αυτά που θεωρώ αδυναμίες της…
Οι παρακάτω μαρτυρίες προέρχονται από το συγκλονιστικό βιβλίο του π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας, Σεπτέμβριος 2010, στις σελ. 149-166. 
Είναι διηγήσεις για ανθρώπους –σχεδόν πάντα ιερείς– που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν κατά τον Εμφύλιο εξαιτίας της χριστιανικής ή της ιερατικής τους ιδιότητας. Τις αναδημοσιεύουμε για λόγους καθαρά πνευματικούς, χωρίς καμιά απολύτως διάθεση πολιτικού φατριασμού ή σκοπιμότητας.Μακάρι ο Θεός να συγχωρέσει και να αναπαύσει και τους δήμιους, με τις πρεσβείες των μαρτύρων-θυμάτων τους. Και μακάρι οι ιδεολογικοί τους επίγονοι, κάθε μορφής, να έχουν θεία φώτιση και ευλογία στις επιλογές τους.

Α. Το μαρτύριο του π. Χρυσόστομου Παπαχρήστου

Η ιστορία καταγράφηκε από το συγγραφέα το Πάσχα του 1966 στο Μεγαλοχώρι των Τρικάλων. Διηγείται η αδελφή του Αριάδνη, που συνάντησε σε κάποιο εστιατόριο έναν άνθρωπο, ο οποίος φορούσε ρούχα που ανήκαν στον αδελφό της.
«…Κάθομαι στο τραπέζι απέναντί του. Το γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δεν είναι αυτού η θέση σου”. Έκανα τον κουφό. Γεμίζω από θάρρος ανδρίκιο και του λέγω:
–Ξένε, το κουστούμι, τα ρούχα που φοράς τα ’χω εγώ ραμμένα. Τα παρατήρησα καλά και είδα τις δαχτυλιές μου επάνω. Θα μου πεις πού τα βρήκες. Δεν θα μου κρύψεις τίποτες. Κι εγώ, σου υπόσχομαι στο Χριστό μου, δεν θα σε προδώσω. Αλλιώς, τούτη την ώρα θα κράξω και θα φωνάξω.
–Θα σου πω όλη την αλήθεια, αλλά μη με καταδώσεις· κι εγώ διαταγές εκτελούσα. Άκουε λοιπόν. Εκεί που μέναμε έφεραν έναν, μάλλον πρέπει να ήταν παπάς. Δεν είχε όμως καλυμμαύχι και δεν φορούσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε τόσες κακοποιήσεις που δεν λέγονται. Ειρωνείες τρομερές, κλωτσιές, σαν μπάλα τον έστελναν από τη μια μεριά στην άλλη. Μ’ ό,τι εύρισκαν τον χτυπούσαν στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην κοιλιά.
Εμένα πόνεσε η ψυχή μου και είπα να τον τελειώσω. Μου τον παρέδωσαν με τέσσερις άλλους να τον εκτελέσουμε. Τον σύραμε στο χείλος ενός λάκκου με βρωμόνερα. Τον εγδύσαμε, τον πασσαλώσαμε σε τέσσερα παλούκια και με πρόσταξαν να τον γδάρω ζωντανό. Όταν έφθασα στα μπούτια (σ.σ. αρχίζοντας από τις πατούσες), οι φωνές του και τα βογγητά του ήτανε πράγμα φοβερό. Δεν άντεχα να τον ακούω και του έδωσα με το τσεκούρι στο κεφάλι και τον πέταξα στα βρωμόνερα του λάκκου.
“Ο αδελφός μου ο παπα-Χρυσόστομος” πρόλαβα να του πω και συνήλθα στο νοσοκομείο των Τρικάλων. Να γιατί έχω την καρδιά μου και φορώ πάντα μαύρα και ποτέ δεν θα τα αποχωριστώ.»

Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, ρώτησε τη γυναίκα:
«–Κυρα-Αριάδνη, μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια άνθρωπος κι ήταν διάβολος για να σε ταράξει;
–Τα λες αυτά, παιδί μου, για να με παρηγορήσεις, αλλ’ ήταν άνθρωπος κυριευμένος από το διάβολο.
–Τότε, αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι μάρτυρας ο αδελφός σου, άγιος αληθινός. … Αυτού αγίαις πρεσβείαις, ελέησέ με, Κύριε».

Β. Οι κόκκινοι παραστάτες της εξωκλησιάς

Διηγείται ένας ηλικιωμένος βοσκός έξω απ’ το ξωκλήσι του αγίου Δημητρίου, κοντά στη μονή Μυρτιάς, περιοχή Τριχωνίδας της Αιτωλοακαρνανίας. Η καταγραφή έγινε τη δεκαετία του ’70.

«Ένα απομεσήμερο έφτασαν εδώ μπροστά που μιλούμε τώρα ομάδα ανταρτών. Είχαν μαζί τους ένα παπά. Το τι τον βασάνιζαν δεν μπορώ να σου περιγράψω· λιγώνεται η ψυχή μου. Μου ’ρθε να βάλω φωτιά στον τόπο, αλλά φοβήθηκα.
Το πιο τρομερό απ’ όλα ήταν πως τα βασανιστήρια τα ’φτιαχναν γυναίκες… Στο τέλος τον έγδυσαν, τον διαπόμπευσαν, τον έδεσαν κάτω σ’ αυτήν την αυλή του Αγίου Δημητρίου και οι άσπλαχνοι άντρες έκαναν χάζι μαζί τους. Μια σκύλα τού απέκοψε με τσεκούρι τα γεννητικά όργανα και έβαψε τους παραστάτες της εκκλησίας. Δεν είναι, παιδί μου, χρώμα αυτό που θωρείς. Είναι αίμα μαρτυρικό και μάλιστα λευϊτικό (=ιερέα). Διάβασα όλους τους βίους των Αγίων εδώ που βόσκω τα πρόβατά μου. τέτοιο μαρτύριο δεν βρήκα στα συναξάρια. από τότε κανείς δεν άσπρισε ούτε έβγαλε αυτό το βάψιμο.»
Ο αφηγητής άρχισε να κλαίει και ο συγγραφέας τον ρώτησε:
«–Γιατί κλαις;
–Δεν κλαίω τον μάρτυρα, αλλά τους ανθρώπους, που χωρίς το Θεό γίνονται των θηρίων αγριότεροι. Αλλά γιατί, δέσποτα (=πάτερ), η Εκκλησία δεν τους τιμά τους μάρτυρες αυτούς ως Αγίους; Λένε: “Για να μην ανάβουν τα μίση”. Αυτοί άναψαν και έκαψαν και τώρα που θα δροσίσουν την Εκκλησία, αφήνουμε τη μαρτυρία και τα μαρτύρια και καταπιανόμαστε με χωρατά και παραμύθια; Αλλοίμονό μας, πάτερ, όποιος και να είσαι.»

Γ. Ο παπα-δάσκαλος με τα πληγωμένα χείλη

Αφηγητής εδώ είναι ο ίδιος ο παθών, που επιβίωσε από την αιχμαλωσία. Καταγράφηκε στην Παναγία την Προυσιώτισσα, όπου ο ιερέας αρνήθηκε να φιλοξενηθεί στο κελί όπου, όπως αποκάλυψε, τον κρατούσαν φυλακισμένο οι αντάρτες το 1944, μαζί με άλλους, «χωροφύλακες, παπάδες και δασκάλους».

«…Το καθημερινό μας φαγητό ήταν κολοκύθια ανάλαδα και ανάλατα. Ο ηγούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθούσε κάτι να μου προσφέρει. Οσάκις γινόταν αντιληπτό, ερχόντουσαν στο κελί μου και μου ’βγαζαν με την κάνη του όπλου τα δόντια. Όσες φορές με φίλεψε ο ηγούμενος, τόσα δόντια μου έβγαλαν και τόσες πληγές μου προξένησαν στα χείλη, που ακόμη δεν θεραπεύτηκαν. Ίσως αυτές οι πληγές μου κόψουν το νήμα της ζωής.»
«Έτσι κι έγινε» συνεχίζει ο συγγραφέας. «Εξελίχθηκαν σε καρκίνο και πολύ γρήγορα μετέστη ο μαρτυρικός παπάς».

Οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν όταν οι αντάρτες πληροφορήθηκαν πως πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τους φόρτωσαν στην πλάτη από ένα γεμάτο τσουβάλι και τους έστειλαν στο χωριό Καστανιά. Όταν έφτασαν κι άνοιξαν τα τσουβάλια διαπίστωσαν πως περιείχαν τούβλα και παλιοσίδερα.
«Και έλεγε ο παπα-δάσκαλος:
–Δόξα τω Θεώ, τα ξεχάσαμε σήμερα και ζούμε και γελούμε και λέμε: “Κύριε, μη στήσης την αμαρτίαν αυτών”· δεν ξέρανε τι κάνανε».

Δ. Ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής

«Πίσω, στα βόρεια του όρους Δίρφης (Εύβοιας), στις απόκρημνες ακτές του νησιού, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια· σήμερα θα τα πούμε συνοικισμούς. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε κι ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής.
Ζούσε με την οικογένειά του, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Η τυραννισμένη ζωή του αγροτοκτηνοτρόφου, το ξεροβόρι που τον θαλασσόδερνε, η νηστεία και η αγρυπνία τον έκαναν να φαντάζη των ασκητών ασκητικώτερος. Ποιος ξέρει πόσες φορές, με το κέρινο πρόσωπό του στραμμένο στο Αιγαίο, θωρούσε τα καράβια ν’ αρμενίζουν στο ανοιχτό και ατέρμονο πέλαγος και προσευχόταν γι’ αυτά, λιμάνι γρήγορα να πιάσουμε, στα σπίτια τους και στις φαμελιές τους γρήγορα τα παλληκάρια να γυρίσουνε […]
Ο μπαρμπα-Κωστής ήταν άνθρωπος της προσευχής. Όταν επρόκειτο να κοινωνήση, όλη την νύχτα σαν νυχτοκόρακας την έβγαζε στο δάσος προσευχόμενος. Την αυγή παρουσιαζόταν να φορέση τα καλά του για την εκκλησιά και την μεταλαβιά. Και άλλοι χάνονται τις νύχτες στις μέρες μας, αλλά σαν φέξη εμφανίζονται σαν φρικιά.
Ο γέρος ήταν φιλόξενος· το σπίτι του πάντα ανοιχτό για όλους. Ακόμη και οι πολυθρύλητοι γύφτοι στο δικό του κονάκι ακουμπούσαν να ξημερώσουν και να πιάσουν ψωμί. Καθόλου δεν φοβόταν μη τον κλέψουν ή τον αϊτέψουν με τις μαγείες και τα ξόρκια τους. η τέλεια αγάπη του Κωστή για τον Θεό και τον πλησίον έδιωχνε κάθε φόβο. Ρωτούσαν οι περίοικοι:
–Δεν τους φοβάσαι τους τσιγγάνους, που έχουν μακριά χέρια και κουβαλούν δαιμονικά;
Και απαντούσε ήρεμα και καλά:
–Όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, κανένας δεν μπορεί να μας κάνη κακό. “Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά” δεν λέμε στην προσευχή μας;
Ο Κωστής ζούσε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, που αδελφός τον αδελφό σκότωνε για το κόμμα και την ιδέα της λαοκρατίας. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σύχναζε σε μαγαζιά και ποτέ δεν έμπαινε σε συζητήσεις που εξάπτουν τα πάθη, κάποιου από το χωριό τού είχε “καθίσει”, επειδής είχε γιο στον στρατό, να τον ξεβγάλη τον δίκαιο. Κάποια βολά που τον βρήκε μόνο του να βόσκη τα ζωντανά του, αφού τον τυράννησε με μύρια βασανιστήρια […], στο τέλος, αφού τον έδεσε χειροπόδαρα και του κρέμασε μεγάλη πέτρα στον αγιασμένο του τράχηλο, τον γκρέμισε στη θάλασσα. Έτσι, η θάλασσα, που τον συντρόφευε νύχτα και μέρα, δέχθηκε το μαρτυρικό του σώμα και ο καταγάλανος ουρανός την κεκαθαρμένη του ψυχή.
Η θάλασσα σεβάστηκε το σώμα του και δεν επέτρεψε να το καταπιή η άβυσσος ούτε το ’δωσε τροφή στα κήτη. Το έβγαλε στην παραλία, όχι όμως με τους φυσικούς όρους πλαγιασμένο, αλλά όρθιο φάνταζε από την μέση κι επάνω, όπως το λείψανο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον ποταμό. Οι δικοί του και οι χωριανοί το εξέλαβαν ως θαύμα και το κήδευσαν με τιμές μάρτυρος.
Ο δε φονιάς και ληστής, πιεζόμενος από διάφορες καταστάσεις και ελέγχους συνειδήσεως, από τον ίδιο γκρεμό έρριψε τον εαυτό του στην θάλασσα, σαν άλλος Ιούδας, και εξεμέτρησε το ζην (=πέθανε)»…

Ε. Το μαρτύριο του ανώνυμου παπά
Καταγράφηκε στο Άγιο Όρος το 2006, με αφηγητή έναν ηλικιωμένο κτηνοτρόφο από το Μέτσοβο.
«…Τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, το ’47, με τα μικρότερα αδέλφια μου σε μια πλαγιά που ξεσαλαγίζαμε τα πρόβατα, τι να δούμε και πώς να το πούμε τώρα; Σε μια ελάτη είχαν δέσει ένα παπά. Τα ράσα και το καλυμαύχι του ήταν πιο πέρα πεταμένα και ποδοπατημένα, σαν να είχαν πάρει φωτιά και τα πάτησαν για να σβήσουν. Είχαν φτιάξει με ξύλα λόγχες και είχαν τρυπήσει τα μάτια του, τα αυτιά του, το στόμα του, τη φύση του [=τα γεννητικά του όργανα], την καρδιά του. Το δε σώμα του ολόκληρο είχε μπλαβιάσει σαν το συκώτι.
Αυτές τις μέρες έλαχε το εγγονάκι μου να έχη μια εικόνα του μάρτυρα Σεβαστιανού με λογχευμένο το σώμα και θυμήθηκα τον άγνωστο παπά του ’47 στης Πίνδου τα βουνά, γι’ αυτό σας το διηγούμαι φρέσκο σαν να είναι αυτή η στιγμή που τον βλέπω μπροστά μου».

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...