Οἱ ἅγιοι ὡς μέτοχοι καὶ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ φανερώνουν μὲ τὰ
χαρίσματά τοῦς
τὸ Χριστό ποὺ κατά τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή
μένει αἰσθητά ἀθέατος. Ἡ μίμηση τῶν ἁγίων εἶναι μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ συμπόρευση μὲ τὸ
ἐνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο
σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία. Ἀναφερόμενο τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας
στοῦς ἁγίους καὶ ἀκολουθώντας
τὴν ὁδό ποὺ αὐτοί
«ἐπόμενοι τῶ Χριστῶ» ὑπέδειξαν, ἀποκτᾶ «ὁμοήθειαν
Χριστοῦ».
Στὴν προοπτική αὐτή κατανοεῖται καὶ ἡ ἰδιαίτερη τιμή ποὺ ἀποδίδει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὰ ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων ἀποτελοῦν γιά τούς πιστούς ταμεῖα χάριτος, πηγές ἱαμάτων, ἁπτή αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς ζωογόνου αὔρας ποὺ ἐμφυςᾶ στὴν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκφράζουν
τὴν προσδοκία τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τὸ σῶμα
τῶν πιστῶν γι’ αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μερικοί διῶκτες τῶν χριστιανῶν ἔκαιαν τὰ σώματα τῶν μαρτύρων καὶ προσπαθούσαν νὰ τὰ
ἐξαφανίσουν μὲ κάθε τρόπο, νομίζοντας ὅτι κατ’ αὐτό τὸν τρόπο θὰ ἐπετύγχαναν νὰ ἐξαφάνιζαν
τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως
ποὺ ἐνθάρυνε καὶ ζωοποιοῦσε τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἤλεγχε
τὰ ἔργα τους.Διά τῶν ἁγίων
λειψάνων αἰσθανόμαστε
καὶ προγευόμαστε τὴν Δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ
ὁρατά σημεῖα χαριτώνει τὰ σώματα αὐτῶν πού ἀπό αὐτῆ
τὴ ζωή ἔζησαν μέσα στὴ δωρεά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐπιβεβαιώνεται
ὅτι ὁ δεσμός ψυχής καὶ σώματος, ὕλης καὶ πνεύματος εἶναι ἄρηκτος καὶ ὅτι
ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα καὶ πρόσωπο νὰ σωθεί καὶ νὰ
δοξασθεῖ ἀπό τὸ Θεό. Δοξάζονται λοιπόν καὶ τὰ σώματά των ἐνῶ
τὸ πνεῦμα τοῦς «συνεφρένεται ἐν οὐρανοῖς», αὐτῶν
πού δι’ ἔργων «ἔκλιναν ὑπήκοα» στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ.
Γιά τὸ λόγο αὐτό ὁ καλύτερος τρόπος νὰ προσεγγίσουμε ὀρθόδοξα τὴν πραγματικότητα τοῦ σώματος εἶναι νὰ προσκυνήσουμε τὰ ἱερά
λείψανα τῶν
Ἁγίων. Ὁ ἀσπασμός ἐνός ἁγίου λειψάνου μεταγγίζει Χάρη στό σῶμα μὰς, παρέχει στὴν ὑπαρξή μας μέσα ἀπό τὴ σωματική μας αἴσθηση τὸ νὰ
συνειδητοιεῖ
τόσο τὸ περιορισμένο ὅσο καὶ τὴ μεγαλωσύνη, τὴ φθορά καὶ τὴν
ἀφθαρσία τοῦ σώματός μας · μὲ ἄλλα λόγια προγευόμαστε τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ.Ἡ
μετάγγιση τῆς
Ζωῆς μέσα ἀπό τὰ νεκρά ἀλλά ζωηφόρα σώματα τῶν Ἁγίων περνᾶ στὰ δικά μας σώματα καὶ μᾶς
ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ρεαλιστική ὑλικοπνευματική ἀνθρωπολογία ἀπό τὴν ὁποία
τόση ανάγκη ἔχουμε
στὶς μέρες μας καὶ τῆς ὁποίας
οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔχουν σαφῶς θέσει τὰ θεμέλεια.
Υπάρχουν καὶ πάθη μακάρια καὶ κοινές ἐνέργειες ψυχῆς καὶ σώματος οἱ ὁποίες δὲν προσηλώνουν τὸ πνεῦμα στὴ σάρκα ἀλλά ἀνυψώνουν τὴ σάρκα κοντά στὴν ἀξία
τοῦ πνεύματος καὶ πείθουν καἰ αὐτή νὰ κυττάξει πρὸς τὰ πάνω. Ποιές εἶναι αὐτές; Οἱ πνευματικές οἱ ὁποῖες δὲν προχωρούν ἀπό τὸ σῶμα πρὸς τὸ νοῦ, ὅπως
εἴπαμε καὶ προηγουμένως, ἀλλά διαβαίνουν ἀπό τὸ νοῦ πρὸς τὸ σῶμα
καὶ δι’ αὐτῶν τῶν ἐνεργημάτων
καὶ παθημάτων τὸ μετασχηματίζουν πρὸς τὸ καλύτερο καὶ τὸ
θεουργοῦν. Ὅπως δηλαδή κοινή στό σῶμα καὶ στήν ψυχή εἶναι ἡ θεότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
θέωσε τὴν σάρκα διὰ μέσου τῆς ψυχῆς, ἔτσι καὶ στοὺς πνευματικούς ἄνδρες ἡ χάρη τοῦ πνεύματος, καθώς διαδίδεται διὰ μέσου τῆς ψυχής πρὸς τὸ σῶμα,
ἐπιτρέπει καὶ σ’ αὐτό νὰ πάσχει τὰ θεῖα καὶ νὰ
συμπάσχει μακαρίως μὲ
τὴν ψυχή ποὺ ἔχει πάθει τὰ θεῖα, ἡ ὁποῖα, ἐπειδή πάσχει τὰ θεῖα, ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ παθητικό ἐπαινετό καὶ θεῖο· μᾶλλον δὲ, ἀφοῦ ἕνα εἶναι σ’ ἐμᾶς
παθητικό, ἔχει
τὴν ἰδιότητα νἀ παίρνει τέτοια μορφή. Ἀφοῦ λοιπόν προέλθει καὶ τὸ
σῶμα στὴ μακαρία αὐτή κατάσταση θεουργεῖ, μή κινούμενο τότε ἀπό τὰ σωματικά καὶ ὑλικά μαθήματα, ἄν καὶ (εἶναι) δυνατόν νὰ φαίνεται ἔτσι σ’ αὐτούς ποὺ δὲν
ἔχουν ἐμπειρία (τέτοια), ἀλλά ἐπιστρέφοντας τὸ ἴδιο τὸ σῶμα
πρὸς τὸν ἐαυτό
τοῦ, ἀπομακρυνόμενο ἀπό τὴ σχέση τοῦ πρὸς τὰ χειρότερα καὶ ἐμπνέοντας
τὸ ἴδιο (τὸ σῶμα)
ἀπό μόνο του ἁγιασμό καὶ ἀναφαίρετη θεώρηση, τοῦ ὁποίου ἐναργές τεκμήριο εἶναι οἱ θαυματοποιοί σοροί τῶν ἁγίων. Τοῦ δὲ
πρωταγωνιστῆ
Στεφάνου, καὶ
ὅταν ζοῦσε ἀκόμα «τὸ πρόσωπον ἐφάνη ὡς πρόσωπον ἀγγέλου». Ἅρα λοιπόν δὲν ἔπαθε
τὰ θεῖα καὶ τὸ
σῶμα; Ἐπομένως τόσο αὐτό τὸ πάθος ὅσο καὶ ἡ κατά αὐτό ἐνέργεια εἶναι κοινή τῆς ψυχής καὶ τοῦ σώματος.
Ήδη ἀπό τὴν ἐποχήν τῶν διωγμῶν οἱ Χριστιανοί τιμοῦσαν τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ἀργότερα, περί τὸ 400 μ. Χ., ἡ τιμή ἐπεξετάθηκε καὶ εἰς
τὰ ἅγια λείψανα τῶν ὁμολογητῶν καὶ ὁσίων, ἀφοῦ
καὶ οἱ μοναχοί, ὡς «μαρτυρούντες τῆ συνειδήσει», προσέφεραν τὴν ζωή τους θυσία εὐάρεστη στὸν Θεόν, ἔγιναν ὄργανα ἐκλεκτά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πῆραν
ξεχωριστή θέσι στὶς
ψυχές τῶν πιστῶν. Ἐνῶ
ἀκόμη ζοῦσαν τελοῦσαν θαύματα μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦσαν
προικισμένοι.
Ἡ ἴδια
θαυματουργική δύναμις, καὶ
ὕστερα ἀπό τὴν ἔξοδον τῆς ψυχῆς ἀπό
τὸ σῶμα, κατοικεῖ μέσα στὰ ἅγια
λείψανα καὶ
αὐτή εἶναι, ποὺ ἐνεργεῖ τὰ
θαύματα. Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡραῖα ἐξηγεῖ, ὅτι ἡ δύναμις, ποὺ ἐκπηγάζει
ἀπό τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, εἶναι «ἡ τοῦ πνεύματος χάρις, ἡ τοῖς ὀστέοις
παρακαθημένη καὶ
τοῖς ἁγίοις συνοικοῦσα». Εἶναι δηλαδή ἡ δύναμις, ποὺ εἶχε
ἡ πνευματοφόρος καὶ χρισσστοφόρος ψυχή κάθε ἁγίου, ἀπό τότε πού βρισκόταν στὴν ζωή καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ
συνοδεύη τὸ
νεκρόν σῶμα. Τοῦτο διδάσκει καὶ ὁ ἅγιος
Κύριλλος Ἱεροσλύμων,
ὅταν γράφη: «καὶ ψυχῆς μὴ υπαρχούσης ἐν τῶ νεκρῶ σώματι, ἔγκειταί τις δύναμις εἰς τὰ σώματα τῶν Ἁγίων
καὶ τῶν μαρτύρων, διά τὴν ἐν
τοσούτις ἔτεσιν
ἐνοικήσασαν ἐν αὐτοῖς
δικαίαν ψυχήν». Ἡ
δύναμις αὐτή
– πάλιν κατά τὸν
ἱερόν Χρυσόστομον – δὲν μένει στάσιμος, ἀλλά «ἁπό ψυχῆς εἰς σώματα καὶ ἀπό
σωμάτων εἰς
ἱμάτια καὶ ἀπό ἱματίων εἰς ὑποδήματα
καὶ ἀπό ὑποδημάτων εἰς σκιάς ἐκτρέχει».
Ἡ θεία Χάρις, λοιπόν, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικεῖ μέσα εἰς τοὺς Ἁγίους, ἀποτελεῖ μόνιμο κτῆμα καὶ ιδιότητα, ὄχι μόνον τῆς ψυχῆς, ἀλλά καὶ τοῦ σώματός των, μὲ τὸ
οποῖον ἡ ψυχή στενά συνδεόταν κατά τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωής, καὶ Αὐτή
εἶναι ποὺ θαυματουργεῖ. Θὰ σημειώσωμε, ἀκόμη, ὅτι τὰ θαύματα, ποὺ γίνονται, διά τῶν λειψάνων ἀπό τὶς «χριστοφόρες» ψυχές τῶν Ἁγίων, ἀποτελοῦν συνέχεια τῶν θαυματουργικῶν πράξεων τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος διαβεβαίωσε τοὺς μαθητάς Του ὅτι «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ τὰ ἔργα
ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσεις καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. 14, 12).
Καὶ οἱ Χριστιανοί, ἐκεῖνοι
ποὺ ἔχουν ἀνοικτοὺς «τῆς πίστεως τοὺς ὀφθαλμούς»,
ἀξιώνονται τῆς Χάριτος αὐτῆς, ποὺ ξεχύνεται πλούσια ἀπό τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων.
«Ἡ γάρ ἐπλανθοῦσα (τοῖς λειψάνοις) χάρις διανέμει τὰ δῶρα, τῆ πίστει τῶν προσιόντων τὴν φιλοτιμίαν μετροῦσα».
Τέλος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρομοιάζει τὰ σωζόμενα λείψανα τῶν ἁγίων μὲ ρίζες δένδρων , ποὺ τὰ
κλαδιά των ἀνυψώνονται
στοὺς οὐρανούς, τοὺς καρπούς των ὅμως οἱ πιστοί ἀπολαμβάνουν, παίρνοντάς τους ἀπό τὶς ρίζες. «Λείψανα ἁγίων – γράφει – ρίζαι κάτω
πεφυτευμέναι, καὶ
τοὺς κλάδους εἰς τὸν οὐρανόν ἀνατείνουσαι. Βούλει καὶ τῶν κλάδων τούτων τοὺς καρπούς ἰδεῖν;
Ἄνοιξον ἡμίν τοὺς τῆς πίστεως ὀφθαλμούς καὶ εὐθέως
ἐπεδείξω σοι φύσιν καρπῶν θαυμαστῶν˙ ... σωμάτων πεπυρωμένων ἴασις καὶ ἁμαρτημάτων συγχώρησις καὶ κακίας ἀναίρεσις ... Πόσοι γοῦν ἐξ οὗ τὸ
σῶμα ἐφυτεύθη τοῦτο ἐν τῆ γῆ,
μυρίας ἐτρύγησαν ἰάσεις ἀπὸ τῆς
ἁγίας ταύτης θήκης, καὶ οὐκ ἀπέλιπεν
ὁ καρπός».
Πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς ἁγίους ὡς φίλος τοῦ Χριστοῦ, ὡς
παιδιά καὶ
κληρονόμους τοῦ
Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ θεολόγος καὶ εὐαγγελιστής
Ἰωάννης˙ «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοίς τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» «Ὥστε οὔκ εἰσιν ἔτι δοῦλοι, ἀλλ’ υἱοί˙ οἱ δὲ
υἱοί καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ».
Οἱ ἅγιοι ἔχουν γίνει θησαυροφυλάκια τοῦ Θεοῦ καὶ καθαρά καταλύματα. «Ἐνοικήσω γὰρ ἐν αὐτοῖς
καὶ ἐμπεριπατήσω», λέει ὁ Θεός, «καὶ ἔσομαι
αὐτῶν Θεός».
Λέει βέβαια ἡ θεία Γραφή ὅτι «ψυχαί δικαίον ἐν χειρί Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ
ἅψηται αὐτῶν ὁ
θάνατος»˙ γιατί ὁ
θάνατος˙ «Ἐκοπίασαν
γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ζήσονται εἰς τέλος». Καὶ˙ «Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων
αὐτοῦ». Λοιπόν τὶ πολυτιμότερον «ὑπάρχει ἀπό τὸ νὰ
εἶναι κανείς στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ; Διότι ὁ Θεός εἶναι ζωή καὶ φῶς, καὶ αὐτοί
ποὺ εἶναι μέσα στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέσα στὴ ζωή καὶ μέσα στὸ φῶς.
Ὅτι πάλι κατοίκησε καὶ μέσα στὰ σώματά των ὁ Θεός διά μέσου τοῦ νοῦ, τὸ λέει ὁ ἀπόστολος˙
«Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σῶματα
ὑμῶν ναός τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ὑμῖν
Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν; Ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμα ἐστι». Καὶ «Εἰ τις τὸν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός». Πῶς λοιπόν δὲν πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς ἔμψυχους
ναούς τοῦ Θεοῦ; Αὐτοί ζωντανοί στέκονται μὲ παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Δεσπότης Χριστός μᾶς χάρισε ὡς σωστικές πηγές τὰ λείψανα τῶν ἁγίων,
ποὺ πηγάζουν μὲ πολλούς τρόπους τὶς εὐεργεσίες, ποὺ ἀναβρύουν
μύρο εὐωδίας˙ καὶ κανείς νὰ μὴν ἀπιστεῖ. Γιατί, ἄν ἀπό σκληρό καὶ ἀπόκρημνο
βράχο πήγασε νερό στὴν
ἔρημο, ἐπειδή θέλησε ὁ Θεός, καὶ ἀπό τὴν σιαγόνα ὄνου, ὅταν δίψασε ὁ Σαμψών, εἶναι ἀπίστευτο νὰ αναβλύζει εὐωδιαστό μύρο ἀπό λείψανα μαρτύρων; Καθόλου γι’ αὐτούς ποὺ γνωρίζουν τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν τιμή ποὺ ἔχουν
οἱ ἅγιοι ἀγιοι ἀπ’ Αὐτόν.
Γιά τόν νόμο ἦταν ἀκάθαρτος καθένας ποὺ ἄγγιζε νεκρό, ἀλλά αὐτοί δὲν ἦταν
νεκροί νεκροί. Γιατί ἀπό
τὴ στιγμή ποὺ ἡ αὐτοζωή,
ὁ αἴτιος τῆς ζωῆς, συγκαταριθμήθηκε μὲ τοὺς νεκρούς, δὲν ὀνομάζουμε
νεκρούς αὐτούς
ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν πίστη σ’ Αὐτόν. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νὰ θαυματουργεῖ νεκρό σῶμα;
Πῶς λοιπόν ἐκδιώκονται μὲ αὐτά οἱ δαίμονες, ἀπομακρύνονται οἱ ἀρρώστιες,
θεραπεύονται οἱ
ἀσθενεῖς, ἀποκτοῦν τὸ φῶς
των οἱ τυφλοί, καθαρίζονται λεπροί,
παύουν οἱ πειρασμοί καὶ οἱ θλίψεις, κάθε καλή δόση κατέρχεται διά μέσου αὐτῶν ἀπό
τὸν Πατέρα τῶν φώτων σ’ αὐτούς ποὺ τὴ ζητούν μὲ ἀδίστακτη
πίστη; Πόσο θὰ
κοπίαζες γιά νὰ
βρεῖς προστάτη νὲ σὲ παρουσιάσει σὲ θνητό βασιλιά καὶ νὰ
μιλήσει σ’ αὐτόν
γιά χάρη σου; Λοιπόν δὲν
πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς προστάτες ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ποὺ παρακαλοῦν τὸ Θεό γιά χάρη μας;
Ἔρχεται λοιπόν ὁ ἀρχιερεύς
εἰς τὸν παλαιόν ἅγιον ναόν, ὅπου εἶχε βάλη πρότερον τὰ λείψανα, καὶ ἄφ’
οὗ εἶπη δύο εὐχάς, αἱ ὁποῖαι εὐχαριστίαν ἔχουσι πρὸς τὸν Θεόν διά τὴν δωρεάν τῶν μαρτυρικῶν λειψάνων, φέρει αὐτά ἐπί κεφαλῆς καὶ ἐλθών
εἰς τὸν νέον ναόν, τὰ βάλλει κάτω κατά τὴν τάξιν˙ ἐπειδή δὲν εἶναι συκεχωρημένον καὶ νόμιμον νὰ ἐκτελῆται ἡ καθιέρωσις ἄνευ λειψάνων μαρτυρικῶν ἤ ὁσίων
ἁγίων, καθότι οἱ μάρτυρες εἶναι τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομηθέντα ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον τοῦ Σωτῆρος. Διά τοῦτο πρέπει νὰ ἦναι
αὐτοί εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου διότι τοῦτο εἶναι ἡ κυρίως Ἐκκλησία καὶ ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν
καὶ χρίεται μὲ μύρον καὶ ἔχει τὸ Εὐαγγέλιον,
καὶ καλῶς καὶ πρεπόντως εἶναι ὑπ’ αὑτό τῶν ἁγίων τὰ λείψανα, καὶ δὲν
εἶναι δυνατόν ἄνευ λειψάνων ἁγίων νὰ καθιερωθῆ ναός, καθώς οἱ ἅγιοι ἐθέσπισαν.
Τὰ λείψανα δὲ βάλλονται πρότερον εἰς ναόν ἄλλον παλαιόν ὡς ἡγιασμένα, καὶ θυσιαστήρια Χριστοῦ, διότι ἐθυσιάσθησαν δι’ αύτόν, καὶ βάλλονται δὲ εἰς δίσκον ἱερώτατον, ἐπειδή μετέχουσι τῆς ἰδίας
τιμῆς τοῦ Δεσπότου, ὡς ἠγωνισμένοι δι’ αὐτόν, καὶ βάλλονται ἐπί τραπέζης καθιερωμένης, ἐπειδή συναπέθανον τῶ Χριστῶ, καὶ παρίστανται εἰς τὸν θεῖον θρόνον τῆς δόξης του. Διά τοῦτο τὰ ὑψόνει
μὲ δίσκον, καὶ ὑπέρ τὴν κεφαλήν ὁ Ἀρχιερεύς
τιμῶν αὐτά καθώς καὶ τὸ
αίμα τοῦ Δεσπότου. Ἄν πρὸς ὅλους τοὺς πιστούς ἁπλῶς
λέγει ὁ Παῦλος˙ «Ὑμεῖς
ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους», πολλῶ μᾶλλον
θέλουν εἶναι σῶμα καὶ μέλη Χριστοῦ ὅσοι διά τὴν δόξαν του ἠγωνίσθησαν καὶ τὸν
θάνατόν του ἐμιμήθησαν.
Ἡ ἀνταπόκριση
τοῦ κτίσματος στὴ θεία κλήση συντελεῖται στὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν
ἐκούσια (ἐλεύθερη) ἀποδοχή τῆς θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ποὺ αὐτή
προσφέρει. Συνίσταται δὲ
ἡ θεραπεία σὲ μιά πορεία, πού ἀναλύεται σὲ τρία στάδια: α) κάθαρση τῆς καρδιάς ἀπό τὰ πάθη καὶ τοῦ νοῦ ἀπό
τοὺς λογισμούς (καλούς καὶ κακούς), β) φωτισμό-ἐπίσκεψη τῆς καρδιάς ἀπό τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ γ) θέωση, ἀποκατάσταση δηλ. τῆς ἀνθρωπίνης
ὑπάρξεως μὲ τὸν δοξασμό της μέσα στὴν ἄκτιστη ἁγιοτριαδική χάρη. Αὐτή τὴ σωστική πορεία ἀκολουθοῦν οἱ Ἅγιοι
(πρβλ. τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου: «καὶ καθαίρεις, καὶ λαμπρύνεις, καὶ φωτός ποιεῖς μετόχους»). Μυστήρια καὶ ἄσκηση συμπορεύονται σὲ μία συμπληρωματική σχέση στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ἄσκηση,
ὡς «ἐκ τοῦ παρά φύσιν εἰς τὸ κατά φύσιν ἐπάνοδος» (Ἰ. Δαμασκηνός, PG. 94, 976) καὶ τὰ Μυστήρια ὡς μεταδοτικά τῆς Χάριτος μέσα.
Κατανοεῖται, συνεπῶς , γιατί ἡ αντίθεση ἀσκητισμοῦ καὶ ἠθικισμοῦ εἶναι στὴν Ὀρθοδοξία
ἀγεφύρωτη. Ὁ ἠθικισμός ρυθμίζει τὸ ἦθος,
ὑποβάλλοντας στὶς ἐπιταγές κάποιας Ἠθικῆς, βασιζόμενος στὶς φυσικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, Ἔτσι καταλήγει ἀναπόφευκτα στὸν φαρισαϊσμό, δηλαδή τὴν «αυτοδικαίωση» καὶ «εργοσωτηρία». Ὁ ἀσκητισμός -ἀντίθετα- ἐπιζητεῖ, μὲ τὰ
θεόσδοτα μέσα ποὺ
διαθέτει, τὴν
κάθαρση τῆς
καρδιάς γιὰ
νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν
-ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ- ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἀναβλύζει
«τὸν καρπό του» (Γαλ. 5, 22). Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητισμός ἀποκαθιστᾶ τὸν
λυτρωτικό διάλογο κτιστοῦ
καὶ Ἀκτίστου ὡς κοινωνία μεταξύ τους καὶ δυνατότητα θεώσεως τοῦ κτίσματος, δεδομένου, μάλιστα, ὅτι ἡ θέωση δὲν εἶναι ἀντιμισθία, ἀλλά Χάρη. Ἡ ἄσκηση
ἁπλῶς καθιστᾶ τὸν
ἄνθρωπο δεκτικό τῆς σωτηρίας.
Ἡ Ἐκκλησία,
λειτουργεῖ
ἱστορικά ὡς ἐσχατολογική κοινωνία, δηλαδή κοινωνία θεώσεως.
Ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης
ὑπάρξεως ὡς ἀπελευθέρωσή της ἀπό τὴν θνητότητα καὶ τὴ
φθορά συνεπιφέρει καὶ
τὴν ελευθερία ὅλης τῆς κτίσεως, ὡς φύσεως, «ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθοράς» 9Ρωμ. 8, 21). «Δεῖ γάρ τὸ φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ
θνητόν τοῦτο
ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α’ Κορ. 15, 53). Ἡ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας
φανερώνει –καὶ
αὐτό εἶναι ἄγνωστο στὴ Μὴ Ὀρθοδοξία-
ὅτι ὁ λόγος αὐτός δὲν ἀφορᾶ σὲ καταστάσεις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἀλλά καὶ τοῦ παρόντος. Ἡ ὑπέρβαση
τῆς φθορᾶς ἀπό τὸ κτιστό εἶναι γιὰ τὴν
Ὀρθοδοξία πραγματικότητα ποὺ συντελεῖται μέσα στὸν ἱστορικό χρόνο, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων,
μὲ τὴν ἀναστολή
τῆς φυσικῆς φθορᾶς καὶ τῆς φυσικῆς διαλύσεως τοῦ κυτταρικοῦ τους συστήματος. Τὰ ἱερά
λείψανα, ὅπως
ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου
Σπυρίδωνος († 348) στὴν
Κέρκυρα, εἶναι
ἁπτή γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία
ἀπόδειξη τοῦ γογονότος τῆς θεώσεβω, τὴς κοινωνίας κτιστού - Ἀκτίστου, ἀλλά συγχρόνως καὶ αὐτοβεβαίωσή της. Τὸ ἴδιο
μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴν
ὐπέρβαση τῆς φθορᾶς στὴν ἴδια τὴν ἄλογη
κτίση, ὄπως συμβαίνει μὲ τὴν ἀφθαρσία
τοῦ ἁγιασμένου ὕδατος (ἁγιασμοῦ). Μὲ ἀυτά
τὰ θεουργικά γεγονότα σώζεται
διαχρονικά ἡ
Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι μὲ τὶς
μεταφυσικές πτήσεις καὶ
τὶς στοχαστικές ὡραιολογίες ἡμῶν κατ’ ἐπάγγελμα Θεολόγων.http://apfilipposgrammatikous.blogspot.gr/2013/07/blog-post_8328.html
http://imverias.blogspot.gr/2013/07/blog-post_19.html