Το
Βυζάντιο, ούτε Μεσαίωνας υπήρξε, ούτε «καρπός μιας πολιτισμικής
επιμιξίας», αλλά η ελληνική συνέχεια… Ο ελληνικός χαρακτήρας είναι
έκδηλος σε κάθε τομέα του βυζαντινού πολιτισμού, ακόμη και στη
χριστιανική τέχνη, που συνεχίζει την ελληνιστική.
» Θα ήταν κοινός
τόπος η αναφορά και μόνο της ελληνικότητας στη βυζαντινή φιλολογία και
γλώσσα, γιατί κατά κόρον γίνεται λόγος για τη συμβολή των Βυζαντινών στη
διάσωση της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Κανείς δεν μπορεί να
αμφιβάλλει ότι αν δεν ενδιαφέρονταν ο ιερός Φώτιος και ο μαθητής του
Καισαρείας Αρέθας, μεγάλο τμήμα της κλασικής λογοτεχνίας θα είχε
καταστραφεί...
» Αλλά το Βυζάντιο δεν περιορίσθηκε μόνο στη διάσωση της αρχαιοελληνικής πνευματικής κληρονομιάς. Οι βυζαντινοί λόγιοι δέχθηκαν μεγάλη επίδραση από τους αρχαίους σε όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, ιστορία κ.λ.π. Ο δημόσιος καί ιδιωτικός βίος του Βυζαντίου επηρεάσθηκε κι αυτός από τον αρχαίο ελληνικό μέσα στα χριστιανικά πλαίσια βέβαια.
» Η κοινή (γλώσσα) του Βυζαντίου ήταν καί εκείνη ελληνική, συνέχιζε μιαν άλλη παράδοση, που δημιουργήθηκε επί Μεγάλου Αλεξάνδρου με την εξάπλωση του Ελληνισμού ως τη μακρινή Ινδία. Γι' αυτό καί δεν γίνεται λόγος για βυζαντινή γλώσσα, αλλά για ελληνική των μέσων χρόνων. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η κλασική λογοτεχνία καί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός γενικά έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στην πνευματική συνέχεια των Βυζαντινών. Η βυζαντινή παιδεία ήταν πάντοτε ελληνική καί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διδάσκονταν στα σχολεία του. Οι βυζαντινές βιβλιοθήκες ήταν γεμάτες από αρχαία ελληνικά συγγράμματα, το ίδιο καί οι πατριαρχικές! Στήν αρχή, όπως ήταν φυσικό, οι Βυζαντινοί είδαν με διστακτικότητα τους αρχαίους, καθώς τους ταύτιζαν με τους ειδωλολάτρες, τους εθνικούς.
» Με τον καιρό πραγματοποιήθηκε τέτοια στροφή, που έχουν επισημανθεί περιπτώσεις βυζαντινών συγγραφέων, οι όποιοι έχουν μιμηθεί ή επηρεασθεί από τους αρχαίους, τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη. Ο ίδιος ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ήδη τον 4ο αιώνα, δηλώνει την ελληνική καταγωγή του καί δεν αρνείται ότι πρόγονοί του ήταν οι εθνικοί Έλληνες.
Οι βυζαντινοί Έλληνες είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως τον εθνισμό τους. Απευθυνόμενος μεταξύ 1383 - 1387 ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος στους πολιορκημένους Θεσσαλονικείς, τους θύμιζε ότι πατρίδα τους ήταν η πατρίδα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Γι' αυτό ο Bury υποστηρίζει στην Ιστορία του της Ύστερο-Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι «ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού».
Το δίκαιο των Βυζαντινών βασιζόταν βέβαια στο ρωμαϊκό, αλλά σ' αυτό είχαν ενσωματώσει, όπως είναι γνωστό, το αρχαίο ελληνικό εθιμικό δίκαιο. Η βυζαντινή μουσική συνέχιζε και αυτή την ελληνική παράδοση. Το ελληνικό Βυζάντιο οφείλει, ασφαλώς, πολλά στην Εκκλησία. Κατά τον Ρουμάνο βυζαντινολόγο Ν. Γιόργκα «η Εκκλησία υπήρξε ο κύριος παράγοντας εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας», ενώ ο Έσσελινγκ εύστοχα επισημαίνει ότι «η Εκκλησία ένωσε τα στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας, όπως δεν έκανε καμιά πολιτική δύναμη προηγουμένως». Γιατί δεν διαφεύγει κανενός ότι η Εκκλησία ήταν εκείνη που χρησιμοποίησε στη λατρεία την ελληνική γλώσσα καί μ' αυτή διέδωσε τον Χριστιανισμό στα πέρατα της Οικουμένης.
Μια
ακόμη απόδειξη της ελληνικότητας του Βυζαντίου είναι ο ελληνορθόδοξος
χαρακτήρας των τριών μεγάλων Πατριαρχείων της Ανατολής, πού ήδη
αναφέραμε (Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας). Ως χθες, στη
λειτουργία μνημόνευαν τον βασιλέα των Ελλήνων -συνήθεια καθαρά
βυζαντινή- καί με αξιοθαύμαστο τρόπο διατηρούν καί σήμερα τον ελληνικό
χαρακτήρα τους σε περιβάλλον τελείως ξένο, διόλου πρόσφορο. Αυτό είναι
δείγμα ισχύος πού αντλείται από την παράδοση, από τους βυζαντινούς
χρόνους. Τα ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής υπήρξαν, πραγματικά,
οι θεματοφύλακες του βυζαντινού Ελληνισμού στο διάβα των αιώνων.
Ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καί πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος έγραφε
σχετικά στο έργο του «Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία»: «Η διάδοσις του
Χριστιανισμού πολλαχού μεν διηυκολύνετο υπό του Ελληνισμού, ενιαχού δε
συνεπήγετο την διάδοσιν του Ελληνισμού, εν αίς επαρχίαις ούτος δεν
επεκράτει, ου μόνον εντός της Μικρασιατικής Χερσονήσου, αλλά καί εκτός
αυτής, εν Αρμενία καί εν Αφρική, εν μέρει δε καί εν Αραβία καί Αιθιοπία.
Το πρώτον δε αι Χριστιανικαί παροικίαι της Ασιατικής Ελλάδος
ωργανώθηκαν διοικητικώς συμφώνως προς τάς αρχάς του Χριστιανισμού καί
επί τη βάσει των αρχαίων ελληνικών πολιτευμάτων».
Βιβλιογραφία: «Από το Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό» του Ι.Μ. Χατζηφώτη