Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ. Όταν η Αυτοκρατορία συγκρούστηκε με τα Ρωσικά έθνη. Μέρος Τρίτο.

Θα ξαναβρούμε τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη...

Επιμέλεια Έκτακτο Παράρτημα
Μέρος Τρίτο.

σχόλιο Γ.Θ : Μία από της σκληρότερες συγκρούσεις του Μεσαίωνα με πρωταγωνιστές τους Ρωμαίικους προγόνους μας και ένα πολυεθνικό στρατό, που θυμίζει τις ταινίες φαντασίας του Τόλκιν.
Οι Ρώσοι έχουν καταλάβει την Βυζαντινή επαρχία της Βουλγαρίας μετά από πρόσκλησή μας, αφού η τελευταία επαναστάτησε και ανεξαρτητοποιήθηκε. Τώρα όμως δεν σκοπεύουν να μας την επιστρέψουν, αλλά αντιθέτως κοιτάνε προς την μυθική Τσάριγκραντ, την Κωνσταντινούπολη, θέλοντας να την κατακτήσουν.



του Γιώργου Θαλάσση

Μέσα από τους καπνούς και τις ιαχές της μάχης ο Αυτοκράτωρ της Ρωμιοσύνης Ιωάννης Α' Τσιμισκής άφηνε πίσω του την κατακτημένη Βουλγαρική πρωτεύουσα καρφώνοντας πάνω της τα Βυζαντινά λάβαρα και κινούμενος βόρεια προς τον Δούναβη έφτανε τελικά στις γιγαντόσωμες στρατιές των Ρως, που καθόλου δεν είχαν πτοηθεί από την συνεχόμενες ήττες των συμμαχητών τους.

Η μητέρα των μαχών

Με την άφιξη της Ρωμαίικης στρατιάς στα τείχη της παραποτάμιας πόλης Δορύστολο, όπου βρισκόταν το σύνολο των Ρώσων πολεμιστών, ο Τσιμισκής έδωσε το σύνθημα της επίθεσης. Μια από τις σκληρότερες μάχες του Μεσαίωνα ξεκινούσε.
Οι Ταυροσκύθες ολόκληροι σκεπασμένοι με σίδερο κρατώντας τα ξίφη και τον φοβερό αμφίστομο πέλεκυ όρμησαν ατρόμητοι στις τάξεις των Ελλήνων θέλοντας να επιβεβαιώσουν τη φήμη ως των ανίκητων πολεμιστών.
Με φοβερή μανία, απόγνωση και θυμό οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν με πάταγο και ένας απόκοσμος ήχος από μέταλλα που χτυπιόντουσαν, ασπίδες και ξίφη που άστραφταν, κάλυψε ολόκληρη την πεδιάδα έξω από το Δορύστολο.
Φωτιά και ατσάλι, πέλεκεις και ξίφη τώρα έβγαζαν σπίθες ολέθρου.
Ως το βράδυ δώδεκα φορές οι Ρωμαίικοι έκαναν λυσσασμένες εφόδους στους Ρωσικούς γίγαντες χωρίς να μπορέσουν να εμποδίσουν την ανασύσταση της ρωσικής άμυνας.
Κάποτε ο ήλιος έδυσε και ο βασιλιάς Ιωάννης βλέποντας τα ανίκητα στίφη του Νοβγκορόδ, του Σμολένσκ, του Κιέβου και των υπολοίπων άγριων περιοχών του Βορρά να μάχονται με γενναιότητα κρατώντας την άμυνα σε όλη την πεδιάδα, διέταξε επίθεση ολόκληρου του βυζαντινού καβαλαρικού και μπαίνοντας επικεφαλής όρμησε με ακατανίκητη ορμή στην πλευρά, όπου οι Πετσενέγοι τούρκοι (σύμμαχοι των Ρως) μάχονταν με σθένος.
Χτυπώντας τους με ασύγκριτο μένος κατάφερε να τους διασπάσει και να τους νικήσει κάνοντας τους επιζώντες να υποχωρήσουν με τρόμο.
Εκείνη την ώρα ο Ρώσος ηγεμόνας Σβιατοσλάβος βλέποντας τον κίνδυνο μαζικής υποχώρησης, που άρχισε να διαγράφεται, όρμησε με την συνοδεία του προς εκείνο το σημείο ανακόπτοντας την υποχώρηση και ανασυντάσσοντας την άμυνα.
Ο Αυτοκράτωρ καλώντας τώρα επίλεκτα τμήματα κατάφρακτων χτύπησε ξανά τις δυνάμεις των Ρως σε μια καταιγιστική έφοδο και με ηρωική υπερπροσπάθεια τούς νίκησε και επιτέλους τους έτρεψε σε φυγή πίσω από τα τείχη του Δορύστολου.


Το φόβητρο του έθνους των Ρώσων

Τις επόμενες μέρες και ενώ οι Ρωμιοί είχαν στρατοπεδεύσει απέναντι από το Δορύστολο εξαπολύοντας άκαρπες επιθέσεις με τις πολεμικές μηχανές, ο Αυτοκρατορικός στόλος της Ρωμιοσύνης εμφανίστηκε στα νερά του Δούναβη κάνοντας του Ρώσους να ανατριχιάσουν. Τώρα μπροστά τους είχαν το στρατό της Ρωμιοσύνης και πίσω τους το στόλο της. Πλέον ήταν αποκλεισμένοι και βλέποντας τους φοβερούς και τρομερούς δρόμωνες με τους σίφωνες του υγρού πυρός θυμήθηκαν με φρίκη τις ιστορίες των πατεράδων τους. Από την παιδική τους ηλικία όλοι στις ξύλινες καλύβες τους έφριτταν από τον τρόμο ακούγοντας τους ηλικιωμένους πως το "μηδικό πυρ" είχε καταστρέψει στον Εύξεινο τον πολυάριθμο στρατό του Ιγκόρ, του πατέρα του ηγεμόνα τους. Κανένα ρωσικό σπίτι δεν υπήρχε, που να μην είχε χάσει ένα τουλάχιστον μέλος του, που κάηκε ή πνίγηκε. Οι γέροντες στην χώρα της Σκυθίας περιέγραφαν στους καταφοβισμένους νεαρούς Ρως τις φοβερές πυρκαγιές, που προξενούσε το διαβολικό αυτό εφεύρημα, το άσβεστο πυρ, του οποίου η υγρή φλόγα έτρεχε στην επιφάνεια του νερού και στο γυμνό σώμα των πολεμιστών. Το Ελληνικό πυρ, το φόβητρο του έθνους τους.


Αποκλεισμένοι από τους Αυτοκρατορικούς οι πολεμιστές του Βορρά είχαν προσπαθήσει τις επόμενες μέρες να αιφνιδιάσουν τους Ρωμιούς εξαπολύοντας μικρές εφόδους χωρίς αποτέλεσμα. Ο αποκλεισμός συνεχίστηκε για μέρες και οι Ρως και οι σύμμαχοί τους άρχισαν να λιμοκτονούν. Ο Σβιατοσλάβος, ο ηγεμόνας των Ρως, ήξερε πλέον ότι αν ήθελαν να νικήσουν δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγούνε από τις πύλες του Δορύστολου και δώσουν την υπέρτατη μάχη.
Έτσι λοιπόν βγαίνοντας από τις πύλες οι αγριεμένοι γίγαντες του Βορρά παρατάχθηκαν με αποφασιστικότητα αποφασισμένοι να μην κάνουν πίσω.
Ο Ρωμαίικος στρατός έπεσε και αυτή την φορά απάνω τους με αυτοπεποίθηση και ηρωισμό και μια τρομακτική συμπλοκή ξεκίνησε. Το τάγμα των Αθανάτων του Αυτοκράτορα θέριζε τώρα ό,τι έβρισκε μπροστά του φτάνοντας μέχρι τον αρχιστράτηγο τον Ρως και νούμερο δύο μετά τον ηγεμόνα τους. Έντρομοι οι πολεμιστές του Βορρά είδαν τον αρχιστράτηγό τους να κομματιάζεται από έναν Αθάνατο του Τσιμισκή. Τρόμος και πανικός τούς κατέβαλε και μια νέα υποχώρηση τούς οδήγησε πίσω από τα τείχη.
Την επόμενη μέρα οι Ρωμιοί ανακάλυπταν ανάμεσα στα πτώματα των Ρως και πολλές γυναίκες μεταμφιεσμένες σε άντρες πολεμιστές. Ήταν οι "μητέρες της ασπίδας", αμαζόνες που ακολουθούσαν τους άνδρες τους στις μάχες.

Δεν έχουμε από που να φύγουμε, είχε πει στα λείψανα του στρατού του ο Σβιατοσλάβος.  Ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε. Η πιο λυσσώδης και ισχυρή μάχη από όλες, που είχαν γίνει ως τότε κάτω από τα τείχη, ξεκινούσε. Δρεβλιάνοι, Ραδιμίσκοι, Τιβέρτσοι, Χρωβάτες, αγριωποί κοκκινοτρίχες και χλωμοί στην όψη Φίννιοι της Λευκής λίμνης και του Άνω Βόλγα, Βιάρμιοι του κόλπου του Αρχάγγελου και όλες οι υπόλοιπες φυλές των Ρως έπεσαν σαν καταιγίδα στις τάξεις των Βυζαντινών. Ο Σβιατοσλάβος είχε διατάξει να κλειστούν οι πύλες για να μην μπορέσουν οι φυγάδες Ρως να καταφύγουν στην πόλη. Αυτός ήταν ο υπέρτατος και ύστατος αγώνας. Τώρα οι Ρως μοιάζανε με θεριστική μηχανή, που ανέτρεπε ό,τι έβρισκε στο διάβα της. Ιππείς ανατρέπονταν, πεζοί συνθλίβονταν και οι βάρβαροι γίγαντες κέρδιζαν ολοένα περισσότερο έδαφος. Ο Τσιμισκής καταλαβαίνοντας ότι ο στρατός κλονίζεται ορμά με όλο το στρατιωτικό του επιτελείο πρώτος αυτός και κατορθώνει κάνοντας θαύματα τόλμης να αντικρούσει τις συνεχείς επελάσεις των Ρώσων. Το ατσάλι βρήκε ατσάλι, το αίμα αίμα ρωσικό. Πολεμώντας και σκοτώνοντας γέμισε με αίμα την χρυσή Αυτοκρατορική πανοπλία του και βλέποντας ότι οι Ταυροσκύθες ευνοούνται από την ιδιορρυθμία  του εδάφους που πολεμούσαν έδωσε εντολή να τραβηχτούν οι μαχητές του με τάξη προς τα πίσω που το έδαφος ήταν ομαλότερο. Οι Ρώς νομίζοντας ότι οι Ρωμαίοι υποχωρούν κινήθηκαν μπροστά χάνοντας έτσι το εδαφικό πλεονέκτημα. Αυτοκρατορικά επίλεκτα τμήματα ξεπρόβαλαν από όλες τις πλευρές και πέσαν τώρα αφηνιασμένα στους γίγαντες του Βορρά.  Οι Ρως χωρίς να ταράσσονται στέκονται βράχοι και αμύνονται σαν κυματοθραύστες.
Η μάχη είναι αμφίρροπη και οι δύο στρατοί εξαντλημένοι, αλλά ανυποχώρητοι.
Με την βροντόφωνη φωνή του ο Ρωμαίος Βασιλιάς καλεί τον Σβιατοσλάβο σε προσωπική αναμέτρηση λέγοντάς του να τελειώσουν τις διαφορές τους με τον θάνατο του ενός από τους δυο τους. Ο Ρώσος ηγεμόνας αρνείται βρίζοντας και απειλώντας. Εκείνη την ώρα ένας νεαρός από την Κρήτη, ο πρώην Σαρακηνός Ανεμάς, ορμά έφιππος μέσα στο πλήθος των Ρως και ολομόναχος θερίζει ό,τι βρίσκει στο πέρασμά του πλησιάζοντας τον ίδιο τον Σβιατοσλάβο!
Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τον άγριο Κρητικό και έτσι σαν Βυζαντινός Αχιλλέας φτάνει τελικά μπροστά στον Ρώσο ηγεμόνα και χτυπώντας τον με το ξίφος του στην κλείδα τον γκρεμίζει από το άλογο χωρίς όμως να καταφέρει να τον σκοτώσει, αφού η ρωσική πανοπλία αντέχει στο χτύπημα.
Κυκλωμένος σε μια στιγμή από πλήθος Ρώσων, που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον αρχηγό τους, μάχεται με απεγνωσμένη καρτερία σκοτώνοντας πολλούς και καταφέρνοντας να αποσπάσει τον θαυμασμό για την υπέροχη ανδρεία του. Ξαφνικά το άλογο του σκοτώνεται από βέλος και ο νεαρός Κρητικός πέφτοντας καταγής κατακρεουργείται.
Ο θάνατος αυτού του Βυζαντινού σύγχρονου Αίαντα έδωσε απρόσμενο θάρρος στους Ρως και φόβο στους Ρωμιούς. Τώρα με βρυχηθμούς άγριων ζώων ξεχύθηκαν ατρόμητοι και αποφασισμένοι είτε να νικήσουν είτε να πεθάνουν στην Βυζαντινή στρατιά. Σε όλη την γραμμή του μετώπου οι Αυτοκρατορικοί υποχωρούν και σφάζονται. Ο Ιωάννης βλέποντας με φρίκη να χάνει την μάχη ορμά επικεφαλής με τους Αθάνατους σαν άγγελος θανάτου προσπαθώντας να ανακόψει την ρωσική επέλαση. Βροντούν τα τύμπανα, ηχούν οι σάλπιγγες και οι μαχητές της Αυτοκρατορίας γυρίζουν για την τελική έφοδο.

Η εμφάνιση του πολεμιστή Αγίου στο πλευρό των Βυζαντινών.

Εκείνη την ώρα ένα θαυμαστό γεγονός συμβαίνει, που προκαλεί τον τρόμο στους πολεμιστές της στέπας. Φοβερός ανεμοστρόβιλος και ραγδαία βροχή χτυπά τους Ρώσους στο πρόσωπο, αφού πριν τους είχε τυφλώσει με σύννεφα σκόνης. Αυτό το απροσδόκητο γεγονός ήδη άρχισε να τους κλονίζει και στην συνέχεια ένα πολύ καταπληκτικότερο θαύμα επισφράγισε τον τρόμο τους. Εκείνη ακριβώς την ώρα, οι δύο στρατοί είδαν καθαρά άγνωστο ιππέα αναβάτη λευκού αλόγου να πρωτοστατεί στα Ρωμαϊκά τάγματα, με φωνή και νεύματα να παροτρύνει τους Ρωμιούς να επελάσουν εναντίον των Ρώσων. Και αυτός ο ίδιος εφορμόντας επανειλημμένα διασπούσε τις τάξεις των Βαράγγων και έσπειρε ανάμεσά τους τον τρόμο. Η εμφάνιση αυτή, που τάραξε την ψυχή, ηλέκτρισε τους Βυζαντινούς και επέδρασε πάρα πολύ στην έκβαση της πάλης. Τον μυστηριώδη αυτό μαχητή ούτε πριν τον είδε ποτέ κανένας, ούτε μετά την μάχη, όταν ο Αυτοκράτωρ τον αναζήτησε μάταια σε όλο το στρατόπεδο για να τον ευχαριστήσει.
Θρυλήθηκε μετά από αυτή την φοβερή μάχη, ότι πριν το γεγονός της μυστηριώδους αυτή εμφάνισης στην πρωτεύουσα της Ρωμιοσύνης μια ευσεβής αφιερωμένη στον Θεό γυναίκα είδε κατ' όναρ να έρχεται η Υπεραγία Θεοτόκος με φωτοβόλα συνοδεία Αγίων και να ζητά να βρούν τον Στρατηλάτη μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο. Ευθύς μόλις έγινε αυτό ήρθε ο Άγιος με την μορφή νεαρού στρατιώτη και η Θεοτόκος τού ζήτησε... "Ο αγαπητός Ιωάννης, Θεόδωρε, δίνει δυνατές και φοβερές μάχες με τους Ρώσους και αυτή την ώρα πιέζεται πολύ. Τρέξε να τον βοηθήσεις όσο είναι ακόμα καιρός, γιατί αν δεν προφτάσεις, θα πέσει σε πολύ μεγάλο κίνδυνο". Την ώρα εκείνη το όνειρο έπαυσε και η καλόγρια ξύπνησε. Κανένας στην Κωνσταντινούπολη δεν αμφέβαλε, ότι ο Στρατηλάτης ειδοποιημένος από την Βασίλισσα των Ουρανών έτρεξε την ίδια νύχτα για να σταθεί στο πλευρό των Ρωμιών.

Η Νίκη της Ρωμανίας

Ήταν τόσο ακατανίκητη η ορμή των Ρωμιών και η έξαψη που προκαλούσε στις ψυχές τους ο Στρατηλάτης με το λευκό άλογο, που ατρόμητοι έπεσαν σαν σιδερόφρακτοι αετοί στους γίγαντες του Βόλγα και τους διέλυσαν ολοκληρωτικά. Τώρα η πλάστιγγα της νίκης έγειρε προς στην Ρωμανία και στον Αυτοκράτορα Ιωάννη. Χτυπημένοι κατά μέτωπο από τους Αυτοκρατορικούς οι Ρως κατάφεραν να αντισταθούν για λίγα λεπτά, αλλά οι μαχητές της Ρωμιοσύνης μεθυσμένοι από τον αέρα της νίκης διαπέρασαν πέρα ως πέρα τις τάξεις των γιγάντων σωριάζοντας 15.500 νεκρούς από αυτούς και σκορπώντας τους υπολοίπους σε πανικόβλητη υποχώρηση.

Θα ξαναβρούμε μια μέρα τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη

Με θανάσιμη θλίψη στην καρδιά ο Σβιατοσλάβος, που είχε πιστέψει ότι θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη, κατάλαβε πλέον ότι όλα είχαν χαθεί και ότι το μόνο που θα μπορούσε να πετύχει τώρα θα ήταν μια διαπραγμάτευση με τον Αυτοκράτορα για την αποχώρησή τους και επιστροφή τους στον Βορρά. Έτσι λοιπόν ο Ρώσσος ηγεμόνας θέλοντας να σώσει την ζωή των επιζώντων πολεμιστών του, που είχαν κλειστεί μέσα στα τείχη, έστειλε πρέσβεις στον Τσιμισκή ζητώντας ειρήνη και προτείνοντας να παραδώσει το Δορύστολο, να εκκενώσει τη Βουλγαρία και να παραδώσει όλους τους αιχμαλώτους με τον όρο να του επιτραπεί να επιστρέψει με τα υπολείμματα του στρατού του στην χώρα τους. Επιπλέον ζήτησε να αποδεχτούν πάλι τους Ρώσους οι Ρωμιοί μεταξύ των φίλων λαών της Αυτοκρατορίας. Η συνθήκη ειρήνης επισφραγίστηκε και ο Αυτοκράτορας, αφού συναντήθηκε με τον Ρώσο ηγεμόνα στις όχθες του Δούναβη, τον αποχαιρέτησε και τον είδε να παίρνει τους 22.000 εναπομείναντες γίγαντές του και να φεύγει προς τη Σκυθία.
"Θα ξαναβρούμε μια μέρα τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη", έλεγε στους στρατιώτες για παρηγοριά στη θλίψη τους ο Σβιατοσλάβος, όμως νέα και φοβερότερη ταπείνωση περίμενε τους νικημένους στο δρόμο του γυρισμού τους. Επιβαλλόταν μετά τον κατάπλου του Δούναβη και τον διάπλου του Εύξεινου, να αναπλεύσουν τον Δνείπερ μέσα από την χώρα των Πετσενέγων τούρκων, των κυνηγών των στεπών, των άγριων ληστών των δημοσίων οδών και συμμάχων των Ρώσων, που όμως τώρα είχαν μεταβληθεί σε αντιπάλους βλέποντας το Ρωσικό στίφος σαν εύκολη λεία, που θα μπορούσαν να ληστέψουν.
Δυστυχώς για τους Ρως το σχέδιο των δολερών Πετσενέγων πέτυχε και έτσι στήνοντας ενέδρα θανάτου στους καταρράκτες του Βιέλο Βερέγιε κατάφεραν και αιφνιδίασαν τους Ρως σφαγιάζοντας τους περισσότερους και μέσα σε αυτούς και τον ίδιο τον Σβιατοσλάβο, του οποίου το κεφάλι, αφού απέκοψαν, έφτιαξαν με το κρανίο του κύπελλο ντυμένο με μέταλλο δείχνοντας ποιος είναι ο πολιτισμός τους.

Η θριαμβευτική είσοδο μέσα από την Χρυσή Πύλη των τειχών της Κωνσταντινούπολης έγινε με Αυτοκρατορική λαμπρότητα και η μεγαλοπρεπής πομπή από την Βασιλική αυλή, τους Δομέστικους, τους Στρατηγούς, τους οφικιάλιους, τους μαχητές της Ρωμιοσύνης καθώς και τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα του πολέμου, περνούσε μέσα από αμέτρητο πλήθος, που πανηγύριζε σε παροξυσμό θριάμβου και ευχαριστίας. Η Αυτοκρατορία είχε σωθεί. Όλος ο λαός της Πόλης με τον Πατριάρχη και τη Σύγκλητο ήταν μαζεμένοι κατά μήκος του μεγάλου δρόμου της Βασιλεύουσας και υποδέχονταν τους θριαμβευτές της γιγαντομαχίας. Το Ρωμαίικο ζούσε μέρες δόξας και εδραίωνε την κυριαρχία και την φήμη του πιο ισχυρού κράτους της Οικουμένης.

ΤΕΛΟΣ


Πηγές:
Κεδρηνός
Ζωναράς
Σκυλίτσης
Χρονικό του Νέστορος
Λέων ο Διάκονος
Τσερκώφ
Σλουμπερζέ


Πρώτο Μέρος ΕΔΩ
Δεύτερο Μέρος ΕΔΩ

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...