Γέροντα,
τοῦ λέω, στὸ μοναστήρι ὅλο προσευχὲς κάνουν. Ὅλο τὴν εὐχὴ λένε. Καὶ ἐνῶ
εἶναι ἀκόμα στὰ ἐργαστήρια ἀπαγγέλουν παρακλήσεις καὶ χαιρετισμούς,
ὧρες ὁλόκληρες. Μετὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὶς ἀκολουθίες. Μὰ δὲν μπορῶ
ἄλλο. Κουράστηκε τὸ μυαλό μου. Νομίζω ὅτι θὰ σκάσω. Καὶ ὅμως θέλω νὰ
γίνω μοναχός. Τί θὰ κάνω; Βοηθῆστε μέ. Ὁ Γέροντάς μου εἶπε: «Ἐρχόταν ἐδῶ μία κοπέλα καὶ ἐξομολογεῖτο. Ἦταν στὴν προτελευταία τάξη τοῦ Λυκείου. Κάποτέ
μου λέει: «Πάτερ ἔχω ἀγαπήσει ἕνα παιδὶ καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω. Λὲς
κι ὁ Νίκος εἶναι ἐδῶ (ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλο τὸ μέτωπό της). Πάω νὰ
διαβάσω, ὁ Νίκος ἐδῶ. Πάω νὰ φάω, νὰ κοιμηθῶ, τίποτα. Ὁ Νίκος εἶναι ἐδῶ,
τί νὰ κάνω πάτερ μου;»
-Παιδί
μου τῆς εἶπα, ἐσὺ εἶσαι μικρὴ ἀκόμη. Κᾶνε ὑπομονὴ νὰ τελειώσεις τὸ
σχολεῖο καὶ μετά, ἐδῶ θὰ'ναὶ ὁ Νίκος. Τώρα νὰ βάλεις προσπάθεια στὰ
μαθήματα. Πέρασε μία ἑβδομάδα καὶ ξαναῆλθε.
-Πάτερ
μου εἶναι ἀδύνατον νὰ συγκεντρωθῶ στὰ μαθήματά μου. Ὅλη μέρα συνεχῶς, ὁ
νοῦς μου, ἡ καρδιά μου εἶναι στὸ Νίκο. Ὁ Νίκος ἔχει κολλήσει μέσα μου
καὶ δὲν ξεκολλάει. (Καθὼς
ἔλεγε αὐτά, ἐγὼ σκεφτόμουν: Μὰ τί σχέση ἔχουν αὐτὰ πού μου λέει ὁ
Γέροντας μὲ τὴν ἐρώτησή μου. Ἴσως μου τὸ λέει νὰ μὲ ξεκουράσει). Ὁ Γέροντας συνέχισε (διαβάζοντας τὴν σκέψη μου):
Ἐσὺ τώρα θὰ λές. Γιατί μου τὰ λέει αὐτά; Κι
ὅμως πές μου σὲ παρακαλῶ. Κάθισε αὐτὴ ἡ κοπέλα σὲ κανένα σκαμνί, πίεσε
τὸν ἑαυτό της γιὰ νὰ κολλήσει ὁ νοῦς της στὸ Νίκο; Ὄχι. Αὐτὸ ἔγινε αὐθόρμητα, ἀβίαστα, μὲ τὴν ἀγάπη. Ἔτσι κι ἐμεῖς.
Ὅταν ἀγαπήσουμε μὲ θεῖο Ἔρωτα τὸν Χριστό μας, τότε χωρὶς καμμία βία ἢ πίεση καὶ στενοχώρια, θὰ φωνάζουμε τὸ ἅγιο ὄνομά Του.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...»
Κι
ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι πλημμυρισμένη ἀπ' αὐτὸ τὸ θεῖο ἔρωτα, δὲ χρειάζεται
νὰ λέει ὁλόκληρη τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ»
Πρὶν τὴν τελειώσει ἡ καρδιὰ σταματᾶ ἐκεῖ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀγαλλίαση.
Ἄλλοτε πάλι φωνάζει μόνο τὸ «Κύριε..» καὶ σταματᾶ.
Φωνάζει μυστικά, ἀλαλήτως.
Κι ἔτσι λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔδωσε ἀπάντηση στὴν πρώτη μου ἀπορία, ποὺ μόνο τὴ σκέφτηκα, χωρὶς νὰ τὴν ἐκφράσω.
Ἔμεινα
ἄναυδος. Ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη. Μέσα μου φούντωσε πάλι ἡ θεϊκὴ φλόγα
κι ἐνίωσα τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀρχίσω νὰ φωνάζω μέσα στὴν καρδιά μου τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ μας, μὲ ἀκατανίκητη ἀγάπη.
(Ἀγαπίου μοναχοῦ, Ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ἄναψε στὴν καρδιά μου ὁ γέρων Πορφύριος , 2000 σέλ.23-25)
http://misha.pblogs.gr