Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Γέροντας Μουσταφά, ο κατά Χριστόν σαλός

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Ημέρα επίσκεψης στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Βαζελώνος. Η προηγούμενη ημέρα ήταν κουραστική και γεμάτη συγκινήσεις, ιδιαίτερα για τον π. Κύριλλο. Πίστευα ότι θα αργούσε στο πρωινό. Αλλά τον βρήκα να με περιμένει.

– Πάτερ μου, πάντα πρωινός βλέπω.

– Έτσι είμαι μαθημένος, μου απάντησε.

– Επομένως θα έκαμες και τον Όρθρο…

– Φυσικά, πήρα τις ψυχικές μου ανάσες, μου είπε χαμογελώντας.

Οι «γκρίζοι λύκοι» ήσαν και αυτοί στην ώρα τους… Όταν τους είδα πρωί – πρωί να μας παίρνουν πάλι φωτογραφίες και να μας βιντεοσκοπούν νευρίασα. Πήγα να σηκωθώ και να πάω να τους πω να σταματήσουν αυτόν τον πόλεμο νεύρων που μας κάνουν.

Με συγκράτησε ο π. Κύριλλος.

– Κάτσε κάτω, μου είπε. Αυτό θέλουν, να μας εκνευρίσουν, να πάμε να τους μιλήσουμε, να προκαλέσουν επεισόδιο, να μας τρέχουν στην αστυνομία, να μας ταλαιπωρήσουν. Δεν θα τους κάνουμε το χατήρι. Εμείς ατάραχοι. Αυτοί τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας…

Στην ώρα του είχε έρθει και ο Ιμπραήμ και ξεκινήσαμε. Στη διαδρομή ο π. Κύριλλος μου είπε δυο λόγια για τη Μονή Βαζελώνος:

– Από την Τραπεζούντα είναι λίγο πιο μακριά από τις δυο άλλες Μονές Σουμελά και Περιστερεώτα και δυτικά αυτών και της Τραπεζούντας. Η περιοχή ονομάζεται Ζαβουλών ή Βαζελών και η Μονή αυτή είναι η αρχαιότερη του Πόντου. Η φήμη της ανέβηκε στα ύψη κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Σήμερα και αυτή είναι ένας σωρός ερειπίων. Τα τελευταία του λόγια συμπλήρωσαν δάκρυα συγκίνησης, που έκαμαν τα μάτια του να λαμπιρίζουν….

– Αδελφέ μου συχώρα με, μου είπε, αλλά το μυαλό μου πέταξε πάλι για το  τι είχαμε και τι χάσαμε και σε ποιών τα χέρια έμειναν…  

Από εκείνη την ώρα επικράτησε σιωπή στο αυτοκίνητο. Η αναπόληση της αίγλης που γνώρισαν ο Πόντος και τα Μοναστήρια του και η εφιαλτική σκέψη της καταστροφής τους κυριάρχησαν μέσα μας μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.

Το αυτοκίνητο άφησε τη δημοσιά και άρχισε την ανάβαση προς την Μονή. Ήταν ένας φαρδύς δρόμος με χώμα, έτοιμος να ασφαλτοστρωθεί, Ένας στρατιώτης με κόκκινο περιβραχιόνιο, νεαρό παλληκάρι, σταμάτησε το αυτοκίνητο μας. Ρώτησε στα τούρκικα τον Ιμπραήμ, ποιοι είμαστε και πού πάμε, του είπε και του απάντησε ότι για λόγους ασφαλείας μας, το αυτοκίνητο πρέπει να σταματήσει σε εκείνο το σημείο… Του είπε ο Ιμπραήμ ότι ο δρόμος είναι βατός και ασφαλής για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με τα πόδια. Ο Ιμπραήμ έμεινε στο αυτοκίνητο. Το ψιλόβροχο με το κρύο και το βοριαδάκι περόνιαζαν το σώμα μας και έπρεπε να ανηφορίσουμε για περίπου μιάμιση ώρα. Όμως ήμασταν αποφασισμένοι κανένα εμπόδιο να μην αποτρέψει το προσκύνημά μας. Βαδίζαμε πάνω στον αμαξιτό δρόμο. Σε λίγο μας προσπέρασε ένα στρατιωτικό καμιόνι. Ήταν γεμάτο στρατιώτες. Μας προσπέρασε και το αυτοκίνητο με τους «γκρίζους λύκους». Ένας από αυτούς είχε βγάλει το μισό του υπέρογκο σώμα έξω από το παράθυρο και μας βιντεοσκοπούσε. Εκεί που τέλειωνε ο δρόμος και άρχιζε το απότομο μονοπάτι ο στρατιωτικό καμιόνι ήταν σταματημένο και άδειο. Και οι γκρίζοι λύκοι είχαν ξεμείνει. Τους προσπεράσαμε σε κοντινή απόσταση.

– Μην τους κοιτάξεις, μου είπε ο π. Κύριλλος.

Εγώ δεν μπόρεσα κι έριξα την κρυφή ματιά μου. Τους είδα που χαζογελούσαν μεταξύ τους για το καψόνι που μας έκαμαν… Σε λίγο κατάλαβα γιατί οι «Γκρίζοι λύκοι» δεν μας ακολούθησαν. Το τελευταίο στάδιο της ανάβασης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Σε μιαν  κοντινή από το μοναστήρι απόσταση έπρεπε να περάσουμε ένα πολύ στενό και γλιστερό από τη βροχή εξόγκωμα βράχου, ενώ και από τις δύο μεριές έχασκε γκρεμός  βάθους εκατοντάδων μέτρων.

Δεν διστάσαμε. Κάναμε το Σταυρό μας, δεν κοιτάξαμε ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, αλλά ίσια το μοναστήρι και περάσαμε.

Μπροστά στην είσοδό του ήσαν παρατεταγμένοι οι στρατιώτες. Όλοι φορούσαν το κόκκινο περιβραχιόνιο και είχαν το χέρι στη σκανδάλη του αυτόματου όπλου τους. Ο επικεφαλής τους αξιωματικός μας πλησίασε, μας χαιρέτισε στρατιωτικά και μας ζήτησε τα διαβατήριά μας. Του τα δώσαμε. Ευτυχώς εκείνη την ώρα είχε κόψει η βροχή. Τα κοίταξε για κάποια λεπτά και μετά μας ρώτησε:

– Γιουνάν;

– Γκρικ, του απάντησε ο π. Κύριλλος.

– Νο φότος, νο πρέϊ, μας είπε με σπασμένα αγγλικά. ΟΚ;

– ΟΚ, απαντήσαμε.

Μας έδωσε πίσω τα διαβατήριά μας και εμείς προχωρήσαμε προς τα ερείπια του μοναστηριού, με τη συνοδεία των φαντάρων.

    Ήμασταν περίπου στο κέντρο των ερειπίων, περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες..   

– Θα καθίσουμε σιωπηλοί και θα προσευχόμαστε. Να δούμε τις αντοχές τους, μου είπε ο π. Κύριλλος.

       Είχε δίκιο. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν και σε παράταξη ανά δύο αποχώρησαν. Η αποστολή τους είχε ολοκληρωθεί… Μας έδειξαν ότι είναι κυρίαρχοι και ότι είμαστε υπό έλεγχο και έφυγαν… Ο π. Κύριλλος ξέσπασε. Έκαμε τρισάγιο για τις ψυχές  των μοναχών που διαβίωσαν στη Μονή Βαζελώνος και μετά έψαλε δυνατά το «Τις Θεός Μέγας, ως ο Θεός ημών…», το απολυτίκιο του Βαπτιστή και το «Τη Υπερμάχω…». Μείναμε για ώρα μέσα στην παγωνιά. Σκεφτόμασταν, προσευχόμασταν, αναπολούσαμε την προσφορά των τριών μοναστηριών και το δέσιμό τους με τους Ποντίους.

Ήταν περασμένες τρεις μετά το μεσημέρι και είχε ο τόπος σκοτεινιάσει από ένα μαύρο σύννεφο, που ήταν μερικές δεκάδες μέτρα πάνω μας.

– Πάμε να φύγουμε μου είπε ο π. Κύριλλος. Σταυροκοπηθήκαμε για μιαν ακόμη φορά και πήραμε την κατηφόρα.

     Η κατάβαση ήταν πιο άνετη και είδαμε καλύτερα το τοπίο. Ήταν άγριο, με πολλούς  βράχους, αλλά και πλούσια βλάστηση. Κατεβαίναμε αμέριμνοι, με γλυκές σκέψεις από την επίσκεψη,  όταν   από μια λόχμη πετάχτηκε ένας αλλόκοτης εμφάνισης γέροντας. Ήταν με παλιά και σκισμένα ρούχα, χοντρές μάλλινες κάλτσες και τσόκαρα στα πόδια, με μακριά κάτασπρη γενειάδα, γεμάτος ρυτίδες, σκελετωμένος. Ξαφνιαστήκαμε. Περπάτησε προς το μέρος μας με λυγισμένα τα γόνατα, λες και δεν ήθελε να φαίνεται από μακριά.

– Παπάς; Ρώτησε τον π. Κύριλλο σε άπταιστα ελληνικά.

– Παπάς!…Ναι, παπάς, του απάντησε. Εσύ γέροντα ποιος είσαι;

– Οι Τούρκοι με περνούν για δικό τους, με φωνάζουν Μουσταφά και με πιστεύουν για τρελό. Εγώ όμως είμαι βέρος Ρωμιός. Οι γονείς μου με τάξανε σε τούτο το Μοναστήρι και με ονομάσανε Ιωάννη… Για πάνω από εβδομήντα χρόνια μένω σε μια καλύβα κάτω από το δρόμο, στην απότομη πλαγιά. Ο Θεός με έχει προικίσει με καλό αυτί και είναι τόση η ησυχία εδώ πέρα, που ξέρω πότε ανεβαίνουν αυτοκίνητα προς το μοναστήρι. Πιάνω και τον ήχο από το βάδισμα των οδοιπόρων προσκυνητών και ευχαριστώ το Θεό που το μοναστήρι δεν πέθανε στις μνήμες των ρωμιών…

 

Μέρος Β΄

Ο Μουσταφά – Ιωάννης κοίταξε στα μάτια τον π. Κύριλλο.

– Εσένα πώς σε λένε;  

– Με λένε Κύριλλο και τον φίλο μου… Είπε το όνομά μου. Είμαστε από την Ελλάδα και ήρθαμε για προσκύνημα στα Μοναστήρια του Πόντου. Και συνέχισε:

– Εσύ πώς ζεις, εδώ; Δεν σε πήραν είδηση τόσα χρόνια οι Τούρκοι;

–  Με ξέρουν και Τούρκοι και κρυπτορωμιοί και μου φέρνουν τρόφιμα, και πετρέλαιο. Με ξέρουν για αγρίμι και δεν τους εμφανίζομαι. Τα αφήνουν σε ένα συγκεκριμένο βράχο, κάτω από τον δρόμο, και φεύγουν… και με μια αποφασιστική κίνηση μας είπε:

– Πάμε στην καλύβα μου, εκεί ουδείς πλησιάζει και θα σας πω περισσότερα…

Πήραμε την κατηφόρα περπατώντας στα βράχια, που ανάμεσά τους υπήρχε πυκνή βλάστηση. Είδαμε τον βράχο που κάνει ένα κοίλωμα στην κορυφή του και εκεί αφήνουν την ελεημοσύνη τους  όσοι τον φροντίζουν. Η καλύβα ήταν ένας ενιαίος χώρος με χωμάτινο πάτωμα και κεραμίδια πολύ παλιά, που έμπαζαν σε κάποιες μεριές.  Όλα όσα υπήρχαν μέσα ήσαν ξύλινα, φτιαγμένα με τα χέρια του. Τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτι. Μαυρισμένα τα μεταλλικά σκεύη της κουζίνας, μια ξυλόσομπα  και μια λάμπα πετρελαίου. Για εξώπορτα σανίδες ενωμένες, που έκλειναν με μια ξύλινη μπάρα. Μια ξύλινη στενή παράγκα για αποχωρητήριο και πιο μακριά ρυάκι με γάργαρο νερό από πηγή που ερχόταν από το βουνό. Όταν πήγαμε να καθίσουμε έπιασε ο γέροντας τον π. Κύριλλο από τον ώμο και του είπε:

– Πρώτα θα με ευλογήσεις, θα με εξομολογήσεις θα μου δώσεις άφεση και ύστερα θα καθίσεις. Είμαι πάνω από ενενήντα ετών και θέλω να πάω έτοιμος κοντά στον Χριστό και στον Άγιο Ιωάννη…

Πήγαν σε μια γωνιά, ο Ιωάννης γονάτισε και κλαίγοντας μιλούσε στον π. Κύριλλο, που είχε βάλει το πετραχήλι, που έφερε πάντοτε μαζί του. Στο τέλος τον σήκωσε, τον ευλόγησε και του έβαλε εκείνος μετάνοια. Ήρθαν κοντά μου και καθίσαμε, οι δυο μας στις δύο καρέκλες που υπήρχαν, ο γέροντας κάθισε στο κρεβάτι του. και άρχισε να μας λέγει την ιστορία του.

– Σας ξαναλέω, ότι είμαι πάνω από ενενήντα ετών. Σε λίγο θα είμαι κοντά στον Κύριο.  Ήμουν στα δέκα οκτώ  δόκιμος μοναχός όταν έζησα όλη την τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου. Έζησα την προδοσία των Μπολσεβίκων, την εγκατάλειψη των συμμάχων και τη σφαγή χιλιάδων Ελλήνων. Έζησα τον σκοτωμό των δικών μου ανθρώπων. Προσωπικά ξέφυγα από τη σφαγή, αλλά δεν θέλησα να φύγω μακριά από το μοναστήρι και περιτριγύριζα από τότε σαν αγρίμι σε αυτά τα μέρη.

Είχα διαβάσει για τους κατά Χριστόν σαλούς και σκέφθηκα να κάνω τον τρελό. Έβαλα τούρκικα ρούχα και ζούσα απόκοσμα. Αν κάποιος με πλησίαζε έφευγα με τρελές κινήσεις μέσα στο δάσος. Κάποιος μου έδωσε το όνομα Μουσταφά, που μου έμεινε. Έτσι οι Τούρκοι με περνούν για τούρκο. Ποτέ δεν μου ζητήθηκε να πάω στο τρελοκομείο, ποτέ δεν μου ζητήθηκε να βγάλω ταυτότητα. Ήμουν το τρελό τίποτα γι’ αυτούς. Για εμένα με προστάτευε ο Χριστός και ο Άγιος Ιωάννης, που δεν ήθελε να αφήσω μόνο το μοναστήρι του.

Έτσι όλα αυτά τα εβδομήντα τόσα χρόνια ζω ως Χριστιανός και ας με φωνάζουν Μουσταφά. Ο Θεός με ευλογεί. Το μοναστήρι δεν είναι ερείπιο. Έχει τον Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Ιωάννη, τους Αγγέλους που το προσέχουν και εμένα που κρυφά το υπηρετώ…

Είχαμε μείνει άφωνοι από αυτά που ακούσαμε. Η πρώτη μου σκέψη ήταν «ΖΗ ΚΥΡΙΟΣ». Ο για τους Τούρκους Μουσταφά ο τρελός ήταν στην πραγματικότητα ο Ιωάννης, ο κατά Χριστόν σαλός.

Και η ευλογία που παίρναμε συνεχίστηκε. Μας είπε ο Ιωάννης:

– Ελάτε μαζί μου. Τον ακολουθήσαμε έξω από την καλύβα. Σε ένα ξέφωτο ήταν ένα παλιό πέτρινο κτίσμα που έμοιαζε με εκκλησιά. Η είσοδος ήταν κλεισμένη από δεμάτια σανού και κλαδιά. Τον βοηθήσαμε να τα πετάξει στην άκρη. Μπήκαμε μέσα και ώ Θεέ μου, τι ήταν αυτό που αντικρίσαμε. Ένα παρεκκλήσιο περιποιημένο, με την παλιά καντήλα του και εικονογραφίες παλιές φθαρμένες και κακοποιημένες παλιά από τους Τούρκους, αλλά που φαινόταν η ομορφιά τους. Είχε διατηρηθεί και η μαρμάρινη Αγία Τράπεζα. Φίλησε στον τοίχο τον Σταυρό  και μας είπε:

– Ο Κύριος με διατήρησε στη ζωή και με προφύλαξε από τους άπιστους για να το φυλάω όσο ζω. Τρελός Τούρκος για τους Τούρκους έκαμα την Εκκλησιά αποθήκη για σανό. Είναι ένα κανονικό παρεκκλήσιο, που προσεύχομαι και βρίσκω παρηγοριά και κουράγιο. Στα τελευταία του λόγια έβαλε μετάνοια και έκαμε το Σταυρό του.

Δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τη συγκίνησή μας. Αφήσαμε τα άφθονα δάκρυά μας να κυλίσουν στο πέτρινο πάτωμα. Βρισκόμασταν μπρος σε έναν άγιο άνθρωπο, έναν άγιο που θα πεθάνει χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος ήταν και τι πίστευε. Θα πεθάνει χωρίς κανείς να γνωρίζει τον επί εβδομήντα τόσα χρόνια αγώνα του να παριστάνει τον τρελό για να είναι κοντά και να διατηρεί το παρεκκλήσιο της Μονής Βαζελώνος.

Άλλη μια φορά που είχαμε ξεχαστεί, ζώντας μια πρόγευση της κοινωνίας με τους Αγίους στην ατέλειωτη πραγματική ζωή. Όμως ο Ιωάννης μας σκέφθηκε, σκέφθηκε τις υποχρεώσεις μας και θέλησε να μας προφυλάξει.

– Ώρα να πηγαίνετε μας είπε γλυκά.

Θέλαμε να μείνουμε για πολύ ακόμη κοντά του, αλλά ξέραμε ότι είχε δίκιο…  Το κατάλαβε και μας είπε με την ίδια γλυκύτητα:

– Πηγαίνετε, γιατί θα αρχίσουν να σκέφτονται ότι κάτι σας συμβαίνει και θα κινήσουν να ψάξουν να σας βρουν.

Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τον αφήσουμε. Πέσαμε στα γόνατα για να του φιλήσουμε τις άκρες των ποδιών του, αλλά δεν μας άφησε. Πήγε πίσω και μας είπε:

– Πηγαίνετε και από τώρα και στο εξής θα είμαστε ενωμένοι στην προσευχή.

Η καρδιά μας ήταν γεμάτη από άφατη αγαλλίαση και είχαμε ξεχάσει  κάθε μέριμνα…Που όμως μας περίμενε σε λίγη ώρα… Όταν φτάσαμε στο αυτοκίνητο είδαμε τον Ιμπραήμ να ξεφυσά ανακουφισμένος.

– Επί τέλους ήρθατε. Είχαν αρχίσει τα παιδιά – υπονοώντας τους «γκρίζους λύκους» – να αδημονούν… Καλά που είναι απότομα εκεί επάνω και βαρέθηκαν να σας αναζητήσουν…

– Δεν πειράζει, του είπαμε. Μόνοι τους το θέλουν να κάνουν αυτοί τη δουλειά.. Για εμάς καλύτερα θα ήταν να μην μας παρακολουθούν και να μην είναι τσιμπούρια….

 Η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Ο Ιμπραήμ μας ρώτησε τι θα φάμε για βράδυ. Του είπαμε κάτι πρόχειρο αν βρούμε στο ξενοδοχείο ή κάπου κοντά. Είχαμε κουραστεί, αλλά είχαμε και χορτάσει. Πού να του εξηγήσουμε με ποια εκλεκτή τροφή…-  

πηγή

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...