ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ, στήν ὑψηλόθωρη Μονή τοῦ Διονυσίου, ἐκεῖ στήν βορειοανατολική ὑπώρειαν τοῦ ἁγιωνύμου Ἄθωνα ὅπου ὁ χρόνος σταματᾶ καί ἡ αἰωνιότητα πολιτεύεται.
Τό σκοτεινό κελλί πού φιλοξενοῦμαι, ἠμιφωτιζόμενο ἄπ΄τό ἀργυρό φεγγοβόλημα , εἶναι προσαρμοσμένο σ’ἕνα ξυλοχάγιατο στραμμένο πρός τήν Δύση καί προέχει σάν ψηλή χελιδονοφωλιά σφηνωμένο στούς ἀρχαίους λιθάρμοστους τοίχους.
Ἀκούγεται τότε ,ὅπως αἰῶνες πάντα γίνεται τήν ἴδια ὥρα,τό σήμαντρο ἀπό ἕνα μικρό Καλογεράκι, πού ἀγουροξυπνημένο καί ‘κεῖνο συντάσσει τίς δυνάμεις του γιά τήν προκύπτουσα ἑωθινή προσευχή.
Ἔπειτα ἀπό ἕνα δεκάλεπτο ρυθμικοῦ κλαγγισμοῦ τό σήμαντρο σταματᾶ.Παντοῦ καί πάλι σιωπή, μά καί παντοῦ φωνή, ἄν μπορεῖς νά τήν γροικίσεις .Μιλᾶ ὁ ἔναστρος Ἁγιονορείτικος οὐρανός, φωνάζει ἡ σιωπηλή νύχτα, οἱ σκιές τοῦ Ἄθωνα κηρύττουν καί μαζί ὅλη ἡ κτίση μιλᾶ τήν ἄφωνη φωνή της.
Κουρασμένος ἀπό τήν χθεσινή ὁδοιπορία στά ἱερά μέρη τῆς Καψάλας σηκώνω τό κορμί μου μετά δυσκολίας ἀπό τό παλαιό στρῶμα τοῦ κρεβατιοῦ. Τό σῶμα κοπιά καί νωθρεῖ, μά ἡ ψυχή θέλει νά ἀναπετάξει στίς ἁψίδες τ’Ἀθωνικοῦ κόσμου.
Φορῶ τό ράσο μου ,τίς μπότες μου καί ἀφοῦ ρίχνω νερό στό πρόσωπό μου ἀπέρχομαι σιωπηλός καί κατανενυγμένος πρός τό κατανυκτικότατο Καθολικό μέσα ἀπό τούς ἀμαυρούς διαδρόμους πού κάπου-κάπου φωταγωγοῦνται ἀπαλά ἀπό τό ἀστερόφως.
Λίγο πρίν εἰσέρχομαι σέ ἕνα ἐκκλησίδιο , τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού ὁμοιάζει μέ κρύπτη τῶν πάλαι ἰπποτικῶν πύργων. Χωροῦν δέν χωροῦν μέσα 2-3 ἄτομα .Ἐκεῖ μέσα μυρίζει οὐρανός. Εὐωδία πού δέν μπορεῖς νά προσδιορίσεις. Νοσταλγική ὀσμή συντεθειμένη ἀπό αἰῶνες ὁλόκληρους λιβανωτά, καντηλόλαδα καί ἁγνοκέρια.Ὅλα διάκονοι τῆς λογικῆς λατρείας σέ τοῦτο τό ἀπόμερο θησιαστήριο.
Προσπερνῶ τό παλαιό Κωδονοστάσιο καί βαδίζοντας ἔξω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα φθάνω στό προσκυνητάρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.Ἐντός ἑνός ἀμυδροῦ φεγγοβολήματος ἀπό μία ἀείφωτη καί ἀκοίμητη κανδήλα στέκεται ὁλοζώντανος στό παλαιό Εἰκόνισμά του ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Αὐστηρότατος μά καί μειλίχιος συνάμα.Γλυκός μά κι’ἁρμυρός. Ὅπως ἦταν καί ἡ τροφή του στήν ἔρημό της Ἰουδαίας : μέλι καί ἀκρίδες.
Τότε παύεις νά μιλᾶς ἀλλά καί νά σκέφτεσαι.
Θεωρεῖς ὡς ντροπή καί ἀγένεια ἀκόμη καί αὐτούς τούς λογισμούς νά ξεπετάζονται ἐκείνη τήν ὅσια στιγμή. Προσκυνῶ τήν Ἁγία του εἰκόνα καί ἔπειτα κάτω ἀπό τούς σκοτεινούς δαιδαλώδεις διαδρόμους ,τους γριφώδεις κώδικες καί τ’ἀνεξήγητα μυστήρια τῆς Ἀποκάλυψης στίς τοιχογραφίες, μέσα ἀπό σκάλες πού ἀνεβονατεβαίνουν καί μυστικά περάσματα,ὅλα ἕνα ἀνερμήνευτο καί ἑλκυστικό μυστήριο , εἰσέρχομαι στό Καθολικό πού συνάζει μέσα τοῦ ὅλους τους αἰῶνες ,αὐτούς πού διάβηκαν μά καί αὐτούς πού θά ἔρθουν.
Τά μάτια ἐξοικειωμένα πιά στό πυκτό σκοτάδι θαμπώνονται ἀπό ἕνα χρυσαφένιο φῶς πού ἀνατέλλει ἀπό τις λαμπάδες πού εἶναι κεντρισμένες πάνω σέ δύο πλουμισμένα καί ζωγραφιστά γεντέκια .
Ἡ Ἱερωτάτη Ἁγία μαστιχοπλασμένη Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ,ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, μαζί μέ τούς εἰκοσιτέσσερις οἴκους ἰστορημένους ἐπάνω τῆς , στέκεται μαλαμοκαπνισμένη δίπλα ἀπό τό ξυλόγλυπτο χρυσοντυμένο τέμπλο κάμοντας σέ νά θαρρεῖς πώς βρίσκεσαι ζωντανός κιόλας στά πρόθυρα τοῦ Παραδείσου. Ἀσπάζομαι τήν μορφή τῆς Θεοτόκου ἐνῶ ἐκείνη τήν στιγμή ἀναπάντεχα καί λές ἀπό τό πουθενά ἕνας γηραιός Μοναχός κρυμμένος καί προσευχόμενος μέσα στό ζοφοσκόταδο ,μέ παρατηρεῖ :
-Εεε!,νά κάμεις μετάνοια πρίν.Μήν φιλεῖς ἔτσι ἁπλά τό ἅγιο Εἰκόνισμα.
Κάμω λοιπόν διδαγμένος και τεταπεινωμένος τρεῖς ἁγιονορείτικες μετάνοιες καί τήν καταφιλῶ ἐνῶ ἀκολουθοῦν ἀπό κοινοῦ καί ἄλλοι προσκυνητές.
Δίπλα ἀκριβῶς στόν τοῖχο ἱστορεῖται ἕνας στρατιώτης Ἅγιος μέ τήν πανοπλία καί τήν ἀσπίδα τοῦ ὡς νά φιλάει τήν Εἰκόνα ἀπό κάθε ἀσεβῆ καί ἱερόσυλο.
Πιό ψηλά ἱστοροῦνται τά θαύματα τοῦ Κυρίου μας σέ παραλυτικοῦ, δαιμονισμένους καί σέ ὅλους τους συφοριασμένους καί πονεμένους ἀνθρώπους.Νά! καί τά μαρτύρια τῶν ἁγίων ,οἱ τροχοί ,τά καμίνια, οἱ ἀποκεφαλισμοί.
Σέ λίγο καταφθάνουν καί ἄλλοι ἀγουροξυπνημένοι προσκυνητές μεταξύ αὐτῶν καί ἐγκάρδιοι συνοδοιπόροι μου στίς Ἀθωνικές ἐξορμήσεις καί περιπέτειες, ὁ Ἀνδρέας ὁ Ζαχαροπλάστης,ὁ Πέτρος ὁ Λιμενικός, ὁ Δημήτρης ὁ Ξενοδόχος πού ἔχει χάσει πλέον τό μέτρημα ἀφοῦ περισσότερες ἀπό ἐκατό φορές ἔχει ἔλθει στό Ἅγιον Ὅρος καί ὁ Παναγιώτης ὁ Μάγειρας καί φιλότιμος ὁδηγός μας.
Ἡ πρόσφατη θυμίαση ἀπό τόν Διάκονο τῆς Μονῆς ἀρχίζει νά γλυκαίνει τό τραχύ καί δωρικόν πνεῦμα δίνοντας πλέον μία ἁπαλότητα στήν ὄσφρηση καί στήν ψυχή μας.
Καί ἐνόσω τό λιβάνι ἀναπέμπεται, ἡ βουή τῆς θάλασσας πού ἀκούγεται ἀπ’ἔξω, βαστᾶ ἴσο στήν μεσονυκτική ψαλμωδία.
Ἀφοῦ συνεχίζω νά ἀσπάζομαι σιωπηλός καί τά ἐπίλοιπα εἰκονίσματα ἔχων τόν φόβο μήν προβάλει πάλι ὁ ρηθεῖς Καλόγηρος καί μέ παρατηρήσει δικαίως γιά τήν ἀμέλειά μου,λαμβάνω τήν θέση μου σέ ἕνα στασίδι ἀριστερά τοῦ Ναοῦ ὅπου κάθονται οἱ Ἱερεῖς .Ἐντωμεταξύ ἡ παρέα μου κατασκηνώνει στά πίσω στασίδια ἐντός μίας μικρῆς καί κατανυκτικοτάτης κόγχης πού ὁμοιάζει μέ μυστική καμπίνα πλοιαρίου.
Ὁ Ἐφημέριος της Ἑβδομάδας βάζει τό «Εὐλογητός,» καί τά πανιά φουσκώνουν στό οὐρανόπλοκο ἀθωνικό πλοῖο , σηκώνοντας τήν ἄγκυρά του ἀπό τόν ἐπίγειο κόσμο.
Ἡ τιμημένη δεξιά Χείρα τοῦ Προδρόμου μέσα στήν μαλαμοκεντημένη τῆς θήκη δείχνει τόν ἀμνό Τοῦ Θεοῦ καί εὐλογεῖ συνάμα τούς πιστούς ,ἀφοῦ αὐτή πρῶτα πρωταγιάστηκε ἀπό τήν κορυφή τοῦ Δεσπότου ἐκεῖ στόν ποταμό τοῦ Ἰορδάνου.
Εἶναι ὅλα τόσο ἀπερίγραπτα ὄμορφα καί αἰώνια μά καί συνάμα τόση ἀσυνήθιστη ἡ ψυχή μου ν’ ἀγρυπνεῖ πού τά βλέφαρά μου κλείνουν τακτικά ἐπιζητώντας τόν ἀναγκαῖο ὕπνο.Πρός τοῦτο τά εὐρύχωρα στασίδια δέν βοηθοῦν καθόλου, μάλλουν σέ ὠθοῦν σέ νυσταγμό καί θέλει μεγάλο ἀγώνα τότε γιά ν’ἀντισταθεῖς στήν νυχτερινή ραστώνη.
Ὁ διαβαστής ἀναγινώσκει τό Ψαλτήρι τοῦ Δαυϊδ . Ὅλα ἀρχαῖα λόγια πού εἶναι ἁπλά καί αἰώνια σάν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου ἡ ὁποία ἐλλοχεύει νά προβάλει κάπου στόν Ἀθωνικό ὁρίζοντα.
Ὁ Κυριελεϊστής λέει τά «Κύριε λέησον»,ὁ Ἐκκλησιαστικός κάμει τό νοκοκοιριό του καί ὁ Μεσονυκτικάρης διαβάζει τί προσήκουσες ἑωθινές προσευχές.
Ποῦ καί πού ἔρχεται ὁ Κανονάρχης γιά νά ὑποδείξει τά τροπάρια ἀλλά καί νά σιάξει τό φυτιλάκι ἀπό τήν πετρόλαμπα πού φέγγει μόνο τόν ἑαυτό τῆς πάνω ἀπό τόν χορό.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει γεμίσει ἀπό τίς φιγοῦρες τῶν Καλογήρων, νέων ,μεσήλικων καί γηραιότερων ὅπως τοῦ Πάπα-Συμεῶνος πού κινεῖ ρυθμικά κι’ἀμίλητος τό λεπτό κοσμποσχίνι του .
Ἔρχονται τά καθίσματα, οἱ κανόνες καί τώρα τά Μεγαλυνάρια τήν Παναγίας. Ὅλοι τότε κατεβαίνουν ἀπό τά στασίδια τούς , βγάζουν τά καλογερικά σκουφιά τους καί μέ σκυμμένο τό κεφάλι ἀνυμνοῦν καί γεραίρουν τήν Θεοτόκο.
Τό θυμίαμα τώρα γίνεται ἀκόμη πιό γλυκό μέ ἄρωμα σάν ἀπό ἀνθοβάλσαμο πού σέ μαγνητίζει σέ Παραδείσιους λειμῶνες.
Μαζί μέ τίς ρασοφορεμένες σιλουέτες πού πληροῦν τό Λειτουργικό καραβόσκαρο συμπλέουν καί ὅλες οἱ ἁγίες μορφές πού εἰκονίζονται στούς παλαιούς τοίχους τοῦ Ναοῦ.Ἡ γῆ γίνεται ἤδη οὐρανός καί ὁ οὐρανός κατεβαίνει καί θρονιάζεται στήν γῆ.
Νά τώρα καί οἱ Αἶνοι καί μετά ἡ δοξολογία σέ γρήγορο καί λυδικό ρυθμό.
Ἀπό τόν ὑψηλό τροῦλο, μέσα ἀπό τόν περίτεχνο ἀναρτηθέντα μπρούτζινο πολυέλαιο ,κοιτώντας μέ βλέμμα γαλήνιο καί κυρίαρχο σκύβει, σάν ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός «ἐπιβλέπων ἐπί πάντας τους υἱούς τῶν ἀνθρώπων» καθώς γύρω τοῦ οἱ οὐράνιες ἀγγελικές δυνάμεις ὅλο ἀγάλλονται σάν παιδάκια μέσα στήν ἀνοικτή ἀγκαλιά του.
Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν στέκεται ἀμετακίνητος ἐκεῖ αἰῶνες τώρα ἐνῶ τό χέρι του δέν κουράζεται χρόνια ἀμέτρητα νά τό ἁπλώνει καί νά εὐλογεῖ τήν κτίση καί τούς λατρευτές του .
Μέσα στόν Ναό βασιλεύει αἰώνια γαλήνη ἐνῶ ἔξω πλαντιάζει ἡ θάλασσα μαστιζόμενη ἀπό τόν ἐπελθόντα ἀνήμερο βοριά καί μαζί της ὁ ἀεροπόταμος στά ριζά τῆς Μονῆς βογγᾶ ὅπως κοιλοπονᾶ ἡ μητέρα γιά νά γεννήσει τήν ζωή.
Ὁ Καντηλοσβήστης περιέρχεται μέ σεμνοπρέπεια στό Καθολικό σβήνοντας ἄλλα καί ἀνάβοντας συνάμα μέ μία ἀκατάλυπτη σειρά καί τάξη γιά ἐμᾶς τούς ἀνίδεους, τίς λαμπάδες ,τά αἰωρούμενα καντήλια καθώς καί τούς διαφόρους πολυελαίους λές καί εἶναι κάποιο μικρό παιδί πού βρίσκει ἄρρητη ἀγαλλίαση νά παίζει μέ τά φῶτα.
Τά ξυλότεχνα στασίδια μοσκοβολοῦν ἀπαλά ἀπ’τα κολλημένα ἐπάνω τούς αἰῶνες τώρα θυμιάματα κι’ ἀπό τόν ἁγιασμένο ἱδρώτα τῶν βιαστῶν τῆς Βασιλείας Μοναχῶν.
Τά ἀσημένια παλαιά καντήλια στέκουν σάν τά ἄστρα στό οὐράνιο στερέωμα διατηρώντας ἀκμαῖο τό κατανυκτικό φέγγος τούς ἐνῶ πάνω ἀπ’τόν Δεσποτικό θρόνο βρίσκεται ἡ γαλάζια Σημαία μέ τόν Ἑλληνικό Σταυρό.
Τά πάντα μαρτυροῦν Χριστό καί Ἑλλάδα.Βυζάντιο καί Ρωμιοσύνη σέ αὐτήν τήν ἀπαράμιλλη σέ μυστικό κάλλος γωνιά τοῦ κόσμου.
Σιγά-σιγά ὅμως καί φθάνοντας πρός τό τέλος τοῦ Ὄρθρου ἀρχίζει νά ἐξορίζεται ὁ γνόφος ἀπό τόν ἀσέληνο πλέον οὐρανό.
Ἡ σελήνη εἶχε πιά δύσει καί μέ τήν αἰώνια πάλι σειρά τοῦ ἀρχίζει νά πορφυρίζει ὁ ὁρίζοντας ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ ἡλιακοῦ φωστήρα ἐνῶ ὁ Ναός παίρνει νά λαμπρύνεται ἀναστάσιμα ἀπό τίς ἑωθινές ντροπαλές ἀκτίδες του.
Η Θεία Λειτουργία μας ἀνακοινώσανε πώς θέλει νά γενεῖ μετά ἀπό δυό ὧρες στό κατανυκτικότατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κοιμητηρίου …
π.Διονύσιος Ταμπάκης