«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομησατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολης κόσμου».
Για την κληρονομία μιάς βασιλείας ο λόγος στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Όχι μιάς επίγειας βασιλείας, αλλά μιάς ουράνιας. Μιάς θείας βασιλείας την οποία καλούμεθα όλοι να κληρονομήσουμε στο μελλον. Της βασιλείας του Χριστού που ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως ότι δεν έχει τέλος. Της βασιλείας στην οποία θα εισελθουμε μετά από μία κριση. Μέλλουσα και αυτή, την οποία όμως προσδοκούμε και περιμένουμε μαζι με την δεύτερη παρουσία του Χριστού στη γη, όπως ομολογούμε και πάλι στο Σύμβολο της πιστεως· «και πάλιν ερχόμενον κριναι ζωντας και νεκρούς», «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Μιάς βασιλείας την οποία ήδη από αυτή τη ζωή ευλογούμε, εφόσον αρχίζουμε κάθε θεία Λειτουργία με τη φράση «ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Παρότι όμως καθημερινά επαναλαμβάνουμε στις κατ’ ιδίαν προσευχές μας ή ακούμε στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας αυτή την ομολογία και την εκφραση της ελπίδος της μελλούσης ζωής, παρ’ όλα αυτα δεν συνειδητοποιούμε πολλές φορές ότι η δεύτερη ενδοξη έλευση του Χριστού στον κόσμο ειναι μία πραγματικότητα ενώπιον της οποίας θα βρεθούμε κάποτε όλοι.
Αυτή, λοιπόν, την πραγματικότητα της μελλούσης Κρίσεως όρισαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες να μας υπενθυμίζει η Εκκλησία μας με το ευαγγελικό ανάγνωσμα την Κυριακη της Απόκρεω, μία Κυριακη πριν από την αρχή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστης, αφενός για να μας αφυπνίσει από τον ληθαργο της καθημερινοτητος και να μας παρακινήσει προς τα έργα εκείνα τα οποία θα μας κάνουν να βρεθούμε κατά την ημέρα της Κρίσεως στην θέση των ευλογημένων του Θεού, και αφετέρου για να παρηγορήσει τις ψυχες μας που πολλές φορές συνθλίβονται μέσα στα προβλήματα και τις δυσκολίες του παρόντος κόσμου, τις οποίες καλούμεθα να υπομείνουμε ως συνέπειες της πτωσεως μας και της εξώσεώς μας από τον παράδεισο, την οποία θα μας υπενθυμίσει η Εκκλησία μας την επόμενη Κυριακη.
Δεν επιθυμεί, ασφαλώς, η Εκκλησία μας να μας φοβίσει με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της μελλούσης Κρίσεως, όπως ορισμένοι νομίζουν, αλλά επιδιώκει να μας υποδείξει τον δρόμο που θα πρέπει να βαδισουμε στην επίγεια ζωή μας, έτσι ώστε η μέλλουσα Κρίση να γίνει και για μας η δίοδος προς την αιώνια και μακαρία ζωή της βασιλείας του Θεού. Και ο δρόμος αυτός που μας υποδεικνύει ο Χριστός σημερα δεν είναι δύσκολος και πολύπλοκος, είναι απλός και εφαρμόσιμος από όλους μας, όπως είναι πάντοτε οι εντολές του Θεού.
Ένα πράγμα μας ζητά μόνο και αυτο θέτει ως κριτήριο της σωτηρίας μας. Είναι η αγάπη, η αγάπη προς τον πλησίον, η αγάπη προς τον άνθρωπο, η αγάπη που εκπηγάζει από μια άλλη αγάπη, την αγάπη προς τον Θεό.
Αυτή η εντολή της αγάπης, από την οποία, κατά τη διαβεβαίωση του ίδιου του Χριστού, «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται», και η εφαρμογή της θα είναι που θα διαχωρίσει τους ανθρώπους κατά την ημέρα της Κρίσεως. Και όσους θα την εχουν εφαρμόσει θα τους θέσει εκ δεξιών του Πατρός, ενώ οσους δεν την έχουν εφαρμοσει θα τους στερήσει τη δυνατότητα να ζήσουν αιωνίως την ευφροσύνη της βασιλείας του Θεού.
Ας μη ξενίζει, αδελφοί μου, το γεγονός ότι μία και μόνη εντολή, η εντολη της αγάπης, θα είναι το κριτήριο της σωτηρίας ή της καταδίκης μας· δεν θα ήταν διαφορετικά δυνατό, εφόσον ο Θεός είναι η απόλυτη αγάπη, και χωρίς την αγάπη κανείς δεν μπορεί να βρεθεί δίπλα του. Το διαπιστώνουμε και από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της περασμένης Κυριακης, της Κυριακής του Ασώτου. Ποιος ήταν ο λογος για τον οποίο στερήθηκε ο πρεσβύτερος υιός, ο συνετός και συνεπής, ο εργατικός και υπάκουος, και τη χαρά και την εορτή που ετοίμασε ο φιλεύσπλαγχνος πατέρας του; Ήταν η έλλειψη αγάπης, ειλικρινούς και ανιδιοτελούς, προς τον άσωτο αδελφό του. Και έτσι εκείνος, που κατασπατάλησε την πατρική περιουσία, απόλαυσε την πατρική αγκαλιά, ενώ ο πιστός υιός έμεινε εξαιτίας της ελλείψεως αγάπης μακρυά της. Γιατί τίποτε δεν έχει περισσότερη αξία στα μάτια του Θεού και τίποτε δεν περιμένει από εμάς περισσοτερο παρά να ζούμε με την αγάπη και να ασκούμε τα έργα της αγάπης. Ζητά από μας να δείχνουμε εμπρακτα την αγάπη μας προς όλους τους αδελφούς ανεξαιρέτως, γιατί μόνο έτσι μιμούμεθα τον ίδιο τον Θεό, που βρέχει επί δικαίους και αδίκους και συγχωρεί τους πάντες. Ζητα από μας να δείχνουμε εμπρακτα την αγάπη μας προς όλους, γιατί στα προσωπα των αδελφων μας απεικονίζεται το ίδιο το πρόσωπο του Θεού, εφόσον μας έχει πλασει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Ζητα από εμάς ο Θεός να δείχνουμε αγάπη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να απολαύσουμε την ατελεύτητη ηδονή των αγαθών της βασιλείας του, τα οποία δημιούργησε για μας, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ακούσουμε και εμείς κατά την ημέρα της Κρισεως τη φωνή του Χριστού «δεύτε πάντες οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».