Στις 14 Ιουλίου 1918 (Κυριακή), η Τελευταία ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ πραγματοποιήθηκε στη γήινη ζωή των Αγίων Βασιλικών Μαρτύρων.
Η δολοφονία της Βασιλικής Οικογένειας. Αναπαράσταση της ζωγραφικής του καλλιτέχνη Ν.Ι. Η Dzembulata, που απεικονίζει το έγκλημα του Εκατερινιβούργου, βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά ενός κομμουνιστή κατά τη διάρκεια της καταστολής του κομμουνισμού στη Γερμανία
Τους δοξάζοντάς με, δοξάσω.
Πλήθη αναφορών θαυμάτων των Βασιλομαρτύρων άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από την πρώτη περίοδο μετά το Μαρτύριό τους. Θεραπείες ασθενών, επανενώσεις διαλυμένων οικογενειών, μυροβλύζουσες και ευωδιάζουσες εικόνες, όλα μαρτυρούσαν την μεγάλη τους παρρησία ενώπιον του Θρόνου του Θεού. Έτσι, η επίσημη αναγνώριση της Αγιότητάς τους αναμενόταν με μεγάλο πόθο από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Πράγματι, η πρώτη πράξη Αγιοκατάταξης της Βασιλικής Οικογένειας έγινε την 1η Νοεμβρίου του 1981 από την Υπερόριο Εκκλησία της Ρωσίας και ακολούθησε η αντίστοιχη εκ μέρους του Πατριαρχείου της Ρωσίας στις 15 Αυγούστου του 2000.
Ὁσιομάρτυς Μεγάλη Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα. Ἔτος 1908.
" Ὅλα εἶναι ἕνα θαῦμα καί δέν ὑπάρχει τίποτε χωρίς θαῦμα " (πόσο βαθειά σκέψη), "διότι ὅλα, τόσο ἁπλά βρίσκονται στό ἄπειρο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ". Εἶναι θαῦμα ὅτι ὑπάρχουμε, ὅτι εἶναι τόσο ὑπέροχο πρᾶγμα ἡ ζωή καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἶναι χαρά νά τόν ὑπηρετεῖ κανείς, εἶναι χαρά ὅτι ὑπάρχει ζωή αἰώνια, ἡ οποία μᾶς περιμένει καί τέλεια ἀνάπαυση ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ".
Ὁσιομάρτυς Μεγάλη Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα. Ἔτος 1908.
Το Σχολείο Ναπόλναγια στο Αλαπάεφσκ, η τελευταία κατοικία-φυλακή της Αγίας Ελισάβετ Θεοδώροβνα πρίν την δολοφονία της στο φρέαρ του ορυχείου.
Το φρέαρ του ορυχείου.Ὁσιομάρτυς Μεγάλη Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα. Ἔτος 1908.
Φωτογραφία του λειψάνου της μετά την ανεύρεσή του και την ανάσυρσή του από τις δυνάμεις του Λευκού στρατού
Κατά την πρώτη περίοδο μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος στην Ρωσσία, το 1990, μία ηλικιωμένη γυναίκα επισκέφθηκε τον αρχιεπίσκοπο του Αικατερίνμπουργκ Μελχισεδέκ στο γραφείο του. Παρ’ όλο που η ίδια δεν πίστευε στον Θεό, ήθελε να του αναφέρει κάτι, διότι πίστευε ότι πλησίαζε το τέλος της. Όπως είναι γνωστό, μετά την δολοφονία του τσάρου και της οικογένειάς του, το σπίτι Ιπάτιεφ μετατράπηκε σε «Μουσείο Εκδίκησης των Εργατών», προς ανάμνηση του “κατορθώματος” της σφαγής της οικογένειας. Αυτή η γυναίκα, το όνομα της οποίας ήταν Άννα, εργάστηκε ως νυχτερινός φύλακας του μουσείου επί σειρά ετών. Παρ’ όλο που κατά την διάρκεια της ημέρας όλα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν ανοικτά για τους επισκέπτες, το υπόγειο –ο χώρος όπου δολοφονήθηκε η οικογένεια– παρέμενε πάντοτε κλειστό και κλειδωμένο. Κανείς, ούτε ακόμη και οι φύλακες, δεν κατέβαιναν ποτέ κάτω εκεί. Η Άννα ανέφερε στον αρχιεπίσκοπο ότι πολλές φορές, κατά τα χρόνια που εργαζόταν εκεί, ξαφνιαζόταν όταν μέσα στην νύχτα άκουγε πανέμορφες ψαλμωδίες και έβλεπε φως να διαπερνά την πόρτα του υπογείου. Η ψαλμωδία γινόταν από πολλές φωνές μαζί και ήταν αναμφίβολα εκκλησιαστικοί ύμνοι. Συχνά η Άννα σερνόταν μέχρι την πόρτα για να ακούσει, αλλά φοβόταν να μπει μέσα στο υπόγειο να δει τί συνέβαινε. Ποτέ δεν ανέφερε το γεγονός σε κανένα, διότι γνώριζε πως αν έλεγε κάτι τέτοιο, θα την απέλυαν και ίσως ακόμη να την συλλάμβαναν. Ο αρχιεπίσκοπος Μελχισεδέκ ρώτησε την Άννα κατά πόσο ήταν πρόθυμη να υπογράψει μία ένορκη δήλωση, επιμαρτυρώντας την αλήθεια της διήγησής της, αλλά αυτή αρνήθηκε, λέγοντας ότι φοβόταν πολύ να υπογράψει κάτι το οποίο θα μπορούσε να την βάλει σε φασαρίες με την KGB.
Εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές συμμετείχαν στην πομπή στη μνήμη της Ρωσικής τσαρικής οικογένειας