Κρυσταλλία Χρυσικού
Μήπως Εσύ Χριστέ μου;
Λίγες μέρες μετά τη θλιβερή ανάμνηση της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, της Βασιλίδας των πόλεων της οικουμένης, με την καρδιά σφιγμένη, ζήσαμε νοερά ξανά αυτές τις στιγμές μέσα από τα διηγήματα και τα ιστορικά κείμενα εκείνων των τελευταίων στιγμών τού ένδοξου Βυζαντίου. Στιγμές που αλλοτρίωσαν μία μεγάλη αυτοκρατορία και άλλαξαν τον ρου τής ιστορίας και του χριστιανισμού.
Ποιός γνήσιος χριστιανός δεν σήκωσε ξανά τρικυμία στην καρδιά του; Ποιός γνήσιος χριστιανός δεν άφησε το δάκρυ να κυλήσει ξανά από τα μάτια του; Μόνο η προσμονή ήρθε να κατευνάσει αυτήν την τρικυμία και να στεγνώσει το δάκρυ... Αυτή η γλυκιά προσμονή που φοράει το μανδύα τής παρηγηριάς κι έρχεται να πάρει την πίκρα, τον πόνο, τα τόσα «γιατί»... Σώπασε... Πάλι με χρόνια με καιρούς... Πάλι θα δώσεις θησαυρούς...
Και τί δεν έχει ειπωθεί ή δεν έχει γραφτεί γι’ αυτήν την Πόλη και το θρυλικό κόσμημα τής Ορθοδοξίας, την Αγιά Σοφιά, από όσους την αγάπησαν μεσ’ από τη λατρεία τους για τον Τριαδικό Θεό κι από όσους την εχθρεύτηκαν εξαιτίας τού μίσους που έθρεψαν για το απέραντο κι αγέρωχο μεγαλείο τού Θεού και ειδικά για την Αγία Του Σοφία!
Μήπως Χριστέ μου, η Σοφία Σου ήταν αυτή που προνόησε και φύλαξε ό,τι πιο άγιο υπήρχε τότε μέσα στην Πόλη, μέσα στην Αγιά Σοφιά;
Χριστέ μου, ακόμα ζωντανός είναι ο απόηχος των θρύλων απ’ όσα συγκλονιστικά και μυστηριακά επέτρεψες τότε να συμβούν. Γενιά, γενιά στο διάβα τών αιώνων ακόμα μάς προκαλούν δέος κι ανατριχίλα... Μήπως η δική Σου βούληση ήταν αυτή που φύλαξε τα Άγια για να μάς θυμίσεις τα ίδια τα λόγια, τα δικά Σου «μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων»; (Ματθ. 7.6)
Πρόσταξε τότε ο Κωνσταντίνος, μετά τη βοήθεια που ζήτησε από τη δύση, τρία ενετικά καράβια να φορτώσουν τα ιερά κειμήλια τής Εκκλησίας, να φύγουν για τη Βενετία. Μέσα στην αγωνία, στον σπαραγμό και τον πανικό τής χαμένης ελπίδας εκείνων των τελευταίων ημερών, μη ξέροντας ο αυτοκράτορας ποιός και τί θα σωθεί, ποιός και τί θ’ απομείνει, θέλησε να φυγαδεύσει τα άγια για να μην δοθούν τοις κυσί...
Μέσα στον αλλαλαγμό και με τη σπάθα τού αγαρηνού να έχει μπει ήδη μέσα στην Εκκλησιά, ένας ιερέας παίρνει το Άγιο Δισκοπότηρο με το Σώμα Σου το Άγιο και το Αίμα Σου το Τίμιο και κλείνεται σε μία πύλη, πίσω από το Ιερό Βήμα, η οποία σφράγισε κι έκτοτε εξαφανίστηκε σάν να μην υπήρξε ποτέ...
Κι αν ο Κωνσταντίνος πρόσταξε να φύγουν τα ιερά κειμήλια για να μην πέσουν σε χέρια αλλόθρησκα και ιερόσυλα, μήπως δική Σου ήταν η προσταγή Χριστέ που άνοιξε το καράβι με την Αγία Τράπεζα και την κατάπιε η θάλασσα;
Μήπως εσύ Χριστέ φρόντισες τα πιο άγια, τα δικά Σου, να τα σφαλίσεις στα σπλάχνα τής κτίσης Σου για να μη φτάσουν ούτε στη Βενετία; Μήπως Εσύ, γιατί έκρινες ότι αυτοί στάθηκαν χειρότεροι των σκύλων και των χοίρων; Μήπως Εσύ δεν θέλησες να πέσουν στα χέρια των αλλαζόνων και βέβηλων αιρετικών; Τους ήξερες από τις Σταυροφορίες και το χριστιανικό αίμα που χύθηκε από τα φιλαίματα χέρια τους. Ήξερες για την ασέβειά τους από την Δ’ και χειρότερη Σταυροφορία τής ιστορίας, γιατί έπραξαν με μεγαλύτερη ασέβεια κι απ’αυτή των απίστων. Μήπως εσύ Χριστέ προνόησες γιατί γνώριζες την αμετανοησία τους κι ότι ο δρόμος που θα τραβούσαν θα ήταν μακραίωνος;
Μήπως εσύ Χριστέ δεν άφησες το Δισκοπότηρο με το Σώμα Σου το Άγιο και το Αίμα σου το Τίμιο, να πέσει στα ιερόσυλα χέρια αυτών που διακονούν τον αιώνιο εχθρό;
Μήπως εσύ Χριστέ δεν άφησες αυτή την Αγία Τράπεζα που έγινε η μήτρα της Παρθένου κι ο Γολγοθάς μαζί για την αναίμακτη θυσία Σου, να γίνει τράπεζα άλλων θυσιών?
Μήπως εσύ Χριστέ δεν επέτρεψες η Αγία Τράπεζα που ιερούργησε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος ορθοτόμησε τη Θεία λατρεία στο Πανάγιο Όνομά Σου, να καταλήξει στούς αρνητές της αλήθειας Σου, αυτούς που γεύονται τη στειρότητα της αίρεσής τους;
Μήπως Εσύ Χριστέ τούς στέρησες αυτούς τούς θησαυρούς γιατί έκρινες ότι δεν είναι δικά σου τέκνα;
Μήπως γιατί η κακοδοξία τους αλλοίωσε το μοναδικό αληθινό δόγμα τού Τριαδικού Θεού, διασπώντας την ενότητα τής εκκλησίας Σου με την πλάνη τους; Ή γιατί η σφοδρή επιθυμία τής φιλαρχίας δεν τους άφηνε κανένα περιθώριο να συμμετέχουν στο πραγματικό φως και στην κοινωνία τής αγάπης Σου;
Είναι ακατανόητη η Σοφία Σου Χριστέ μου! Κι εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί απ’ ό,τι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, τουλάχιστον ξέρουμε να παίρνουμε τη γλυκιά γεύση της προσμονής των Θείων αποκαλύψεών Σου. Ξέρουμε ότι έχεις τούς κρυμμένους θησαυρούς Σου και στη γη και στον ουρανό... άχρι καιρού!
Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε Δόξα Σοι!
Κρυσταλλία Χρυσικού
Μήπως Εσύ Χριστέ μου;
Λίγες μέρες μετά τη θλιβερή ανάμνηση της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, της Βασιλίδας των πόλεων της οικουμένης, με την καρδιά σφιγμένη, ζήσαμε νοερά ξανά αυτές τις στιγμές μέσα από τα διηγήματα και τα ιστορικά κείμενα εκείνων των τελευταίων στιγμών τού ένδοξου Βυζαντίου. Στιγμές που αλλοτρίωσαν μία μεγάλη αυτοκρατορία και άλλαξαν τον ρου τής ιστορίας και του χριστιανισμού.
Ποιός γνήσιος χριστιανός δεν σήκωσε ξανά τρικυμία στην καρδιά του; Ποιός γνήσιος χριστιανός δεν άφησε το δάκρυ να κυλήσει ξανά από τα μάτια του; Μόνο η προσμονή ήρθε να κατευνάσει αυτήν την τρικυμία και να στεγνώσει το δάκρυ... Αυτή η γλυκιά προσμονή που φοράει το μανδύα τής παρηγηριάς κι έρχεται να πάρει την πίκρα, τον πόνο, τα τόσα «γιατί»... Σώπασε... Πάλι με χρόνια με καιρούς... Πάλι θα δώσεις θησαυρούς...
Και τί δεν έχει ειπωθεί ή δεν έχει γραφτεί γι’ αυτήν την Πόλη και το θρυλικό κόσμημα τής Ορθοδοξίας, την Αγιά Σοφιά, από όσους την αγάπησαν μεσ’ από τη λατρεία τους για τον Τριαδικό Θεό κι από όσους την εχθρεύτηκαν εξαιτίας τού μίσους που έθρεψαν για το απέραντο κι αγέρωχο μεγαλείο τού Θεού και ειδικά για την Αγία Του Σοφία!
Μήπως Χριστέ μου, η Σοφία Σου ήταν αυτή που προνόησε και φύλαξε ό,τι πιο άγιο υπήρχε τότε μέσα στην Πόλη, μέσα στην Αγιά Σοφιά;
Χριστέ μου, ακόμα ζωντανός είναι ο απόηχος των θρύλων απ’ όσα συγκλονιστικά και μυστηριακά επέτρεψες τότε να συμβούν. Γενιά, γενιά στο διάβα τών αιώνων ακόμα μάς προκαλούν δέος κι ανατριχίλα... Μήπως η δική Σου βούληση ήταν αυτή που φύλαξε τα Άγια για να μάς θυμίσεις τα ίδια τα λόγια, τα δικά Σου «μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων»; (Ματθ. 7.6)
Πρόσταξε τότε ο Κωνσταντίνος, μετά τη βοήθεια που ζήτησε από τη δύση, τρία ενετικά καράβια να φορτώσουν τα ιερά κειμήλια τής Εκκλησίας, να φύγουν για τη Βενετία. Μέσα στην αγωνία, στον σπαραγμό και τον πανικό τής χαμένης ελπίδας εκείνων των τελευταίων ημερών, μη ξέροντας ο αυτοκράτορας ποιός και τί θα σωθεί, ποιός και τί θ’ απομείνει, θέλησε να φυγαδεύσει τα άγια για να μην δοθούν τοις κυσί...
Μέσα στον αλλαλαγμό και με τη σπάθα τού αγαρηνού να έχει μπει ήδη μέσα στην Εκκλησιά, ένας ιερέας παίρνει το Άγιο Δισκοπότηρο με το Σώμα Σου το Άγιο και το Αίμα Σου το Τίμιο και κλείνεται σε μία πύλη, πίσω από το Ιερό Βήμα, η οποία σφράγισε κι έκτοτε εξαφανίστηκε σάν να μην υπήρξε ποτέ...
Κι αν ο Κωνσταντίνος πρόσταξε να φύγουν τα ιερά κειμήλια για να μην πέσουν σε χέρια αλλόθρησκα και ιερόσυλα, μήπως δική Σου ήταν η προσταγή Χριστέ που άνοιξε το καράβι με την Αγία Τράπεζα και την κατάπιε η θάλασσα;
Μήπως εσύ Χριστέ φρόντισες τα πιο άγια, τα δικά Σου, να τα σφαλίσεις στα σπλάχνα τής κτίσης Σου για να μη φτάσουν ούτε στη Βενετία; Μήπως Εσύ, γιατί έκρινες ότι αυτοί στάθηκαν χειρότεροι των σκύλων και των χοίρων; Μήπως Εσύ δεν θέλησες να πέσουν στα χέρια των αλλαζόνων και βέβηλων αιρετικών; Τους ήξερες από τις Σταυροφορίες και το χριστιανικό αίμα που χύθηκε από τα φιλαίματα χέρια τους. Ήξερες για την ασέβειά τους από την Δ’ και χειρότερη Σταυροφορία τής ιστορίας, γιατί έπραξαν με μεγαλύτερη ασέβεια κι απ’αυτή των απίστων. Μήπως εσύ Χριστέ προνόησες γιατί γνώριζες την αμετανοησία τους κι ότι ο δρόμος που θα τραβούσαν θα ήταν μακραίωνος;
Μήπως εσύ Χριστέ δεν άφησες το Δισκοπότηρο με το Σώμα Σου το Άγιο και το Αίμα σου το Τίμιο, να πέσει στα ιερόσυλα χέρια αυτών που διακονούν τον αιώνιο εχθρό;
Μήπως εσύ Χριστέ δεν άφησες αυτή την Αγία Τράπεζα που έγινε η μήτρα της Παρθένου κι ο Γολγοθάς μαζί για την αναίμακτη θυσία Σου, να γίνει τράπεζα άλλων θυσιών?
Μήπως εσύ Χριστέ δεν επέτρεψες η Αγία Τράπεζα που ιερούργησε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος ορθοτόμησε τη Θεία λατρεία στο Πανάγιο Όνομά Σου, να καταλήξει στούς αρνητές της αλήθειας Σου, αυτούς που γεύονται τη στειρότητα της αίρεσής τους;
Μήπως Εσύ Χριστέ τούς στέρησες αυτούς τούς θησαυρούς γιατί έκρινες ότι δεν είναι δικά σου τέκνα;
Μήπως γιατί η κακοδοξία τους αλλοίωσε το μοναδικό αληθινό δόγμα τού Τριαδικού Θεού, διασπώντας την ενότητα τής εκκλησίας Σου με την πλάνη τους; Ή γιατί η σφοδρή επιθυμία τής φιλαρχίας δεν τους άφηνε κανένα περιθώριο να συμμετέχουν στο πραγματικό φως και στην κοινωνία τής αγάπης Σου;
Είναι ακατανόητη η Σοφία Σου Χριστέ μου! Κι εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί απ’ ό,τι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, τουλάχιστον ξέρουμε να παίρνουμε τη γλυκιά γεύση της προσμονής των Θείων αποκαλύψεών Σου. Ξέρουμε ότι έχεις τούς κρυμμένους θησαυρούς Σου και στη γη και στον ουρανό... άχρι καιρού!
Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε Δόξα Σοι!
Κρυσταλλία Χρυσικού