Γεροντας Γελασιος Σιμωνοπετρίτης (1904–1987)
Στα τελευταία του τον είχαμε στο λιμανάκι στη Δάφνη, σαν οικονόμο επιτηρητή της ξυλείας που παραδίδουμε στα φορτηγά. Ο παππούς είχε πάμπολλα γατιά. Όταν τον έβλεπες, έκανες τη σκέψη ότι ήταν ένας αποτυχημένος στη ζωή του. Κυκλοφορούσε πάντοτε λερωμένος, ατημέλητος, γεμάτος τρίχες από τα γατιά. Όπως καθόταν στην πολυθρονίτσα, οι γάτες σκαρφάλωναν σ’ ολόκληρο το σώμα του! Μάλιστα στο κεφάλι του ανέβαινε μια που τη φώναζε «Προσφυγοπούλα» και ήταν τυφλή. Όταν κοιμόταν ο Γέροντας δεν χρησιμοποιούσε ποτέ κουβέρτα, γιατί ογδόντα γατάκια ανέβαιναν και κοιμόνταν επάνω του! Γέμιζε γάτες… Μόνο το στόμα έμενε ακάλυπτο. Καθώς ανέπνεε, ανεβοκατέβαινε το γατοπάπλωμα αυτό! Το θέαμα ήταν κωμικό και χαριτωμένο. Για τους σημερινούς οικολόγους, ο παππούς ήταν ό,τι έπρεπε.
Μια φορά τον ρώτησα:
–Παππού ευλογημένε, τι τα κάνεις τόσα γατιά;
–Ε, κι αυτά δεν έχουν δικαίωμα να ζήσουν; Σάμπως εγώ τα γέννησα; Ο Θεός τα έφερε κι εγώ τα υπηρετώ!... μου απάντησε αφοπλιστικά.
Κάθε μέρα έριχνε το διχτάκι κι έπιανε ψάρια. Χρειαζόταν πέντε κιλά για τις γάτες του. Έβγαζε πολλά ψάρια. Έστελνε και σ’ εμάς στο Μοναστήρι, όσα δεν έδινε στα… γατιά!
–Μερικοί νομίζουν ότι είναι ζωοφιλία αυτό, παιδί μου!, μου είπε κάποια μέρα. Όμως δεν είναι έτσι. Απλώς πρέπει να έχω τη συνείδησή μου καθαρή έναντι στον Θεό, ο Οποίος μας διδάσκει την ευγνωμοσύνη. Είδες τι έγινε με τους δέκα λεπρούς; Οι εννέα, και για τον Χριστό και για την Ιστορία, ήταν και είναι απόντες. Εγώ, λοιπόν, από ευγνωμοσύνη διακονώ τα γατιά. Θα σου πω γιατί. Τότε που, επί δώδεκα χρόνια ήμουν στον αρσανά του Μοναστηριού, ψάρευα καθημερινά. Πάντοτε το καλύτερο μπαρμπούνι που έβγαζα, το έδινα σ’ ένα γατάκο πανέμορφο που είχα, τον «Μπουλούκο». Πανέξυπνος, με καταλάβαινε σαν να ήταν παιδάκι! Με μια ματιά που του έριχνα, καταλάβαινε τι ήθελα.
Κάποιος καλός χριστιανός είχε δώσει στο παππού μερικά χρήματα κι έτσι αγόρασε μια μηχανίτσα και την έβαλε στο βαρκάκι που είχε, το «Αραπάκι» του. Το είχε βάψει κατάμαυρο, καλογερικό! Όταν ο γάτος άκουγε τη μηχανίτσα της βαρκούλας, έτρεχε στο μουράγιο κι άρχιζε τα «νιάου–νιάου». Μόλις πλησίαζε το βαρκάκι, πηδούσε μέσα ο «Μπουλούκος». Ο παππούς τον περίμενε κρατώντας το μπαρμπουνάκι από την ουρά. Το έπαιρνε ο γάτος κι έβγαινε να το… περιποιηθεί με την ησυχία του. Ο Γέροντας τακτοποιούσε τη βάρκα και τα δίχτυα. Αυτό γινόταν καθημερινά. Κάποια μέρα έπιασε ένα πολύ μεγάλο μπαρμπούνι και ήταν χαρούμενος, που ο γατούλης του θα έκανε γλέντι τρικούβερτο.
Μας διηγείται ο ίδιος Γερο–Γελάσιος:
–Μόλις έφθασα, μ’ έκπληξη διαπίστωσα ότι ο γάτος δεν ήταν στο μουράγιο. Ξαφνιάστηκα. Βγήκα έξω με το κοντό ρασάκι και τα μπατζάκια μου ανεβασμένα μέχρι τα γόνατα. Πήρα το πανέρι με τα ψάρια και τράβηξα για το κελί μου. Ο «Μπουλούκος» στεκόταν κάτω από τη μουριά. Τ’ αυτιά του ήταν τεντωμένα και το τρίχωμά του όρθιο. Κοίταζε παράξενα, σαν κάτι να σκόπευε. Του κουνάω το μπαρμπούνι να τον δελεάσω, φωνάζοντας «ψιτ–ψιτ!». Τίποτε. Δεν έδωσε σημασία. Στεκόταν μαρμαρωμένος. Ούτε «ψιτ!» άκουγε, ούτε «ξεψιτ!». Καθώς πλησίασα την πόρτα κι έβαλα το χέρι μου στο πόμολο να την ανοίξω, δίνει ο γάτος ένα σάλτο από έξι μέτρα μακριά και προσγειώνεται μπροστά στα πόδια μου. Κάνω ασυναίσθητα ένα βήμα προς τα πίσω και τι να δω! Μπροστά στο κατώφλι της πόρτας είχε απλωθεί, πέρα-πέρα, μια μεγάλη οχιά. Καραδοκούσε το φίδι να διαβεί κάποιος το κατώφλι, για να τον πλήξει. Ο γάτος είδε την οχιά κι έστησε καρτέρι για να με προστατεύσει από το δάγκωμά της! Θαύμασα και συγκινήθηκα. Αμέσως με το ποδαράκι του άρχισε να τη χτυπά, ώσπου τη σκότωσε. Το φίδι όμως πριν ψοφήσει, πρόλαβε και δάγκωσε τον «Μπουλούκο». Αφού λοιπόν τη σκότωσε και την τράβηξε μακριά, ήρθε κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου και να νιαουρίζει παραπονιάρικα: «νιάου, νιάου, νιάου!...». Κατάλαβα. Πρόσεξα καλύτερα και είδα ότι το ποδαράκι του είχε αίμα. Πήρα το σουγιά, το έσχισα κοντά στο δάγκωμα και το πίεσα να βγει το δηλητήριο. Ύστερα του έβαλα λαδάκι και το έδεσα. Όμως ο «Μπουλούκος» πρήστηκε κι έγινε τρεις φορές χοντρότερος απ’ ό,τι ήταν. Συνεχώς έκλαιγε. «Βρε, θα ψοφήσει το γατί εξαιτίας μου!», σκεφτόμουνα κι ήμουν όλο στενοχώρια. Μια βδομάδα τον νοσήλευα. Μόλις πέρασε η βδομάδα, άρχισε να συνέρχεται και να τρώει λίγο, αλλά του έπεσαν όλα τα νύχια και το τρίχωμα. Έμεινε, ο καημένος, ένα άσχημο πράγμα. Εγώ όμως του είχα υποχρέωση, γιατί ήταν ο σωτήρας μου. Έτσι, όταν αργότερα πήγα στη Δάφνη, τον πήρα μαζί μου. Συμμαζεύθηκε και μια τυφλή γατούλα, η «Προσφυγοπούλα», κι έτσι δημιουργήθηκε αυτή η παροικία που βλέπεις σήμερα…