Από την ανατροπή του Νίκολας Μαδούρο στη Βενεζουέλα η Ρωσία έχει να χάσει πολλά. Η Μόσχα έχει χορηγήσει υπέρογκα δάνεια στο Καράκας. Έχει επίσης άμεσα οικονομικά συμφέροντα από την εκμετάλλευση πετρελαϊκών πόρων.
Ο Νίκολας Μαδούρο δίνει αγώνα πολιτικής επιβίωσης στη Βενεζουέλα έναντι της ισχυρής αντιπολίτευσης έχοντας την υποστήριξη της Μόσχας. Η αποχώρησή του από την εξουσία θα έχει επιπτώσεις για τη Ρωσία εξαιτίας πολλών παραγόντων. Για την ώρα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον πετρελαϊκό κολοσσό Rosneft που ελέγχεται κατά πλειοψηφία από το ρωσικό κράτος. Επικεφαλής του εποπτικού της συμβουλίου είναι ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Η Rosneft συμμετέχει συνολικά σε πέντε πρότζεκτ της Petroleos de Venezuela SA, της κρατικής δηλαδή εταιρείας διαχείρισης πετρελαϊκών πόρων και φυσικού αερίου. Η συμμετοχή της ρωσικής Rosneft σε αυτά ανέρχεται σε ποσοστά από 26% έως 40%. Πόσο πιθανό είναι όμως να υποστεί απώλειες λόγω των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων;
Το δάνειο της ρωσικής Rosneft στο Καράκας
Μέχρι στιγμής φαίνεται αμφίβολο ότι η όποια νέα κυβέρνηση, σε περίπτωση ανατροπής του Μαδούρο, θα διώξει από τη Βενεζουέλα τους ξένους επενδυτές, εν προκειμένω τους Ρώσους. Προϋπόθεση βέβαια για την παραμονή τους είναι οι επενδύσεις να έγιναν με νόμιμο τρόπο και να μην είναι "προϊόντα" διαφθοράς. Ίσως έτσι οι Ρώσοι επενδυτές που θέλησαν να ξεφορτωθούν γρήγορα την περασμένη Πέμπτη μετοχές της Ronsneft να ενήργησαν βεβιασμένα. Σύμφωνα με στοιχεία, το 2017 η Rosneft είχε χορηγήσει στη Βενεζουέλα δάνειο ύψους 6 δις δολαρίων. Το δάνειο αυτό πρόκειται να εξοφληθεί εν μέρει μέσω εκχώρησης μετοχικού κεφαλαίου στη Rosneft στα μεγάλα πρότζεκτ της Petroleos de Venezuela και εν μέρει μέσω μεταφοράς πετρελαίου. Πρόσφατα όμως καταγράφηκαν καθυστερήσεις στην παράδοση πετρελαίου κι έτσι ο επικεφαλής της Rosneft Ιγκόρ Σέτσκιν αναγκάστηκε να πετάξει στο Καράκας τον Νοέμβριο του 2018. Δεδομένου ότι η δανειακή σύμβαση εκπνέει το 2019, εκτιμάται ότι η Rosneft έχει ήδη λάβει το μεγαλύτερο μέρος των οφειλομένων.
Δάνεια και για την αγορά όπλων
Πιο περίπλοκη είναι η περίπτωση των δανείων που χορήγησε η Μόσχα στο Καράκας για την αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων. Σύμφωνα με ρωσικά ΜΜΕ είναι πιθανό η Μόσχα να έχει χορηγήσει στο Καράκας την τελευταία εικοσαετία δάνεια ύψους 11 δισ. δολαρίων για αυτόν τον σκοπό. Τι ποσό έχει στο μεταξύ αποπληρωθεί παραμένει άγνωστο. Υπάρχουν ωστόσο πληροφορίες ότι τα συγκεκριμένα χρέη της Βενεζουέλας στο πεδίο αυτό έχουν αναδιαρθρωθεί με ευνοϊκούς όρους. Ωστόσο αμφίβολο παραμένει αν μια νέα κυβέρνηση στο Καράκας συνεχίσει να αποπληρώνει αυτά τα δάνεια. Οι στενές οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα ήταν εν τέλει επιλογή του Μαδούρο. Αντίστοιχο είναι το παράδειγμα της Ουκρανίας, η οποία ακόμη να αρνείται να αποπληρώσει υπέρογκο δάνειο που της είχε χορηγήσει το 2013 η Ρωσία προκειμένου να στηρίξει τον φιλορώσο πρόεδρο Βίκτωρ Γιανουκόβιτς. Όμως στην περίπτωση της Βενεζουέλας ακόμη κι αν η επόμενη κυβέρνηση αρνηθεί να αποπληρώσει το εν λόγω ρωσικό δάνειο, τότε η Ρωσία και πάλι δεν θα βγει εντελώς χαμένη. Κι αυτό διότι τα δάνεια που δόθηκαν στη Βενεζουέλα προσέφεραν τελικά στήριξη στη ρωσική βιομηχανία όπλων και συγκεκριμένα στην κατασκευή καλάσνικοφ, μαχητικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και λοιπού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Τι φοβάται περισσότερο η Ρωσία ότι θα χάσει
Σε περίπτωση πολιτικής αλλαγής στη Βενεζουέλα η Ρωσία σε ένα πρώτο επίπεδο θα μπορούσε να χάσει συνολικά σχεδόν 11 δις δολάρια. Ωστόσο αυτό το ποσό δεν είναι τίποτα μπροστά στις πιθανολογούμενες απώλειες σε διεθνές επίπεδο λόγω των διακυμάνσεων στην τιμή του πετρελαίου. Η Βενεζουέλα έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, ακόμη και από τη Σ.Αραβία. Ωστόσο την περίοδο της εικοσαετούς σοσιαλιστικής διακυβέρνησης Τσάβεζ και Μαδούρο η πετρελαϊκή βιομηχανία της Βενεζουέλας παρήκμασε. Η κατάσταση έγινε τόσο δραματική που σήμερα η Βενεζουέλα δεν παίζει σχεδόν κανέναν ρόλο στη διεθνή αγορά πετρελαίου. Ειδικοί εκτιμούν ότι μια αλλαγή στο πολιτικό τοπίο της χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναγέννηση της εγχώριας πετρελαϊκής βιομηχανίας και των εξαγωγών, ενώ συγχρόνως θα μπορούσαν να επιστρέψουν δυτικές εταιρείες, κυρίως από τις ΗΠΑ. Μια τέτοια όμως εξέλιξη θα μπορούσε να αλλάξει άρδην το τοπίο και τους συσχετισμούς διεθνώς ρίχνοντας τις τιμές του πετρελαίου. Αυτό θα ήταν, τέλος, το χειρότερο δυνατό σενάριο για τη Ρωσία, η οικονομία της οποίας βασίζεται έντονα στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου ενώ η ίδια έχει συμφέρον οι τιμές του πετρελαίου να κρατούνται σε υψηλά επίπεδα.
Αντρέι Γκούρκοφ
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη