Στις αρχές του εικοστού αιώνα διαπράχτηκε η φρικτή γενοκτονία των χριστιανών της Μικράς Ασίας, των χριστιανών της Ανατολής, Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά ο καιρός ωρίμασε...
ώστε με μια κοινή στρατηγική να προωθηθεί η διεθνής αναγνώριση αυτής της γενοκτονίας συνολικά.
«Δεν είχε ακόμα χαράξει, έλεγε ο πατέρας μου, όταν όλο το χωριό ξεκίνησε με θρήνους συνοδεία μερικών ζαπτιέδων (Τούρκων χωροφυλάκων), παίρνοντας τον δρόμο της εξορίας, με πολύ λίγα από τα υπάρχοντά τους, αφού τα πάντα έπρεπε να τα εγκαταλείψουν, γυναίκες, παιδιά και γέροι. Οι άνδρες είχαν συλληφθεί τις προηγούμενες μέρες και είχαν οδηγηθεί μακριά από το χωριό, στη γειτονική Kαισάρεια.
Ύστερα από πορεία μερικών ωρών φτάσαμε στην Kαισάρεια και εκεί που πλησιάζαμε στην πλατεία της πόλης, από την κεφαλή της πορείας άρχισε ένας σπαρακτικός θρήνος που σε λίγο έφτασε και σε μας και μας κάλυψε. Αντικρίσαμε ένα φοβερό θέαμα.
H πλατεία είχε μετατραπεί σε ένα δάσος με αγχόνες με τα άψυχα σώματα των αγαπημένων μας να κρέμονται. O θρήνος ξέσκιζε τον ουρανό, γυναίκες σφιχταγκάλιαζαν τα μικρά τους και περνούσαν μπροστά από τις κρεμάλες χωρίς να τους επιτρέπεται να σταματήσουν έστω και λίγο. Άλλες έπεφταν λιπόθυμες, κλαίγοντας σπαρακτικά τραβώντας τα μαλλιά τους. Οι ζαπτιέδες τις χτυπούσαν βάναυσα υποχρεώνοντάς τις να προχωρήσουν.
Αδιάφορο για τον θρήνο των γυναικών, ένα χαμίνι, τουρκόπαιδο, ξυπόλυτο, τριγυρνούσε μέσα στις αγχόνες, καγχάζοντας και τραβώντας από τα πόδια τα σώματα των κρεμασμένων, τα έφτυνε, τα κουνούσε πέρα δώθε, και φώναζε χλευαστικά: -Που είναι η Αρμενία σας;.
Το πρωινό αεράκι φυσούσε κάνοντας τα άψυχα αθώα σώματα να αιωρούνται μέσα σε μια μακάβρια μελωδία που δημιουργούσαν οι τριγμοί από τα σχοινιά και τις αγχόνες».
Από το βιβλίο, «Η Αρμενική Γενοκτονία» του Kαραμπέτ Kαλφαγιάν, (Αρμένιος ιστορικός συγγραφέας)
«Στην διάρκεια της νύχτας οι οργανωμένες συμμορίες εξακολούθησαν την λεηλασία της πόλεως και κατά την αυγή εξακολουθούσαν να ρίχνονται πολύ δυνατοί πυροβολισμοί μπροστά στα σπίτια. Βγήκαμε αμέσως έξω οι τέσσερις μας και είδαμε το πιο φρικτό θέαμα που θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς.
Η ορδή που είχε μπει στην πόλη ήταν οπλισμένη με γκράδες και τυφέκια του ιππικού. Ένα σπίτι ήταν μέσα στις φλόγες. Από όλες τις διευθύνσεις οι χριστιανοί έτρεχαν προς την παραλία προσπαθώντας να βρουν βάρκες για να φύγουν με αυτές αλλά από την νύχτα κιόλας δεν είχε μείνει καμία. Άκουγε κανείς κραυγές τρόμου ανακατεμένες με τους κρότους των πυροβολισμών. Ο πανικός ήταν τέτοιος ώστε μια γυναίκα με το παιδί της πνίγηκε σε νερό βάθους εξήντα εκατοστών.
Ο κ. Carlier είδε ένα φρικτό θέαμα. Ένας Έλληνας στέκονταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του μέσα στο οποίο ήταν η γυναίκα του και η κόρη του και όπου ήθελαν να μπουν οι ληστές. Η χειρονομία αυτή του στοίχισε την ζωή γιατί τον πυροβόλησαν στο στομάχι. Ενώ έτρεχε τρικλίζοντας προς την θάλασσα τον πυροβόλησαν ξανά από πίσω και το πτώμα του κείτονταν εκεί επί δυο μέρες.
Ευτυχώς υπήρχαν στο λιμάνι δύο ατμόπλοια και κατορθώσαμε να επιβιβάσουμε σε αυτά τους δυστυχείς χριστιανούς σε μικρές ομάδες. Παρά όμως τις προσπάθειες μας οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι είχαν τέτοια βία να φύγουν ώστε αναποδογύρισαν τις μικρές βάρκες. Μιας αποκρουστική λεπτομέρεια απέδειξε τον κυνισμό της ορδής εκείνης, η οποία με την πρόφαση του αφοπλισμού των φευγόντων λήστευε αδιάντροπα τους κακόμοιρους και τρομοκρατημένους αυτούς ανθρώπους από τα τελευταία τους υπάρχοντα. Οι ληστές άρπαζαν με την βία από γριές δέματα και κλινοσκεπάσματα.
Με κατάβαλε αγανάκτηση και τόσο σιχάθηκα βλέποντας αυτές τις ελεεινές σκηνές, ώστε έπιασα ένα αξιωματικό της χωροφυλακής και του κραύγασα ότι αν δεν σταματήσουν αυτό το πράγμα θα έπαιρνα ο ίδιος ένα όπλο και θα πυροβολούσα επάνω στους ληστές. Αυτό έφερε το αποτέλεσμα που ήθελα και οι δυστυχείς εκείνοι μπόρεσαν αν επιβιβαστούν με ότι είχαν μπορέσεις να σώσουν από την καταστροφή πράγμα που δείχνει ότι η όλη επιχείρηση θα μπορούσες εύκολα να αποφευχθεί.
Η λεηλασία όμως είχε σταματήσει μόνο στην δική μας γειτονιά. Παραπέρα είδαμε πόρτες να σπάζονται και άλογα και γαϊδούρια να φορτώνονται με λάφυρα. Αυτό συνεχίστηκε όλη την μέρα και κατά το βράδυ ανέβηκα σε ένα μικρό λόφο και είδα καμιά εκατοστή καμήλες φορτωμένες με τα λάφυρα της πόλεως. Περάσαμε εκείνη την νύχτα μέσα σε αγωνία αλλά δεν συνέβη τίποτα.
Την άλλη μέρα ξανάρχισε η μεθοδική λεηλασία της πόλης. Και τότε άρχισαν να φτάνουν οι πληγωμένοι. Επειδή δεν υπήρχε γιατρός ανέλαβα εγώ να τους δώσω τις πρώτες βοήθειες προτού τους επιβιβάσουμε σε πλοία για την Μυτιλήνη. Βεβαιώνω ότι όλοι εκείνοι οι πληγωμένοι με εξαίρεση δυο ή τρεις ήταν επάνω από εξήντα ετών. Ανάμεσα τους υπήρχαν και γριές επάνω από ενενήντα ετών που είχαν πυροβοληθεί και είναι δύσκολο να φανταστεί κάνεις ότι είχαν τραυματιστεί υπερασπιζόμενες τα αγαθά τους. Επρόκειτο απλούστατα περί σφαγής».
(Από την σφαγή το 1914 της μικρασιατικής Φώκαιας, της μητρόπολης της γαλλικής Μασσαλίας, περιγραφή από το βιβλίο, «Η κατάρα της Ασίας» του γενικού προξένου των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή, George Horton, Εκδόσεις The BOBBS-MERRIL COMPANY)
«Στις 25 Φεβρουαρίου 1915, οι τουρκικές και κουρδικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο χωριό της Gulpashan, ένα από τα πιο ευημερούντα ασσυριακά χωριά της περιοχής της Urmia. Σχεδόν όλοι οι άνδρες του χωριού πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν ενώ οι περισσότερες από τις γυναίκες είχαν βιαστεί από τις τουρκικές ορδές.
Στις 5 Μάρτη 1915 περίπου 800 Ασσύριοι, που παρέμειναν στη Salamas, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι, με μερικές από τις φτωχότερες και νεότερες γυναίκες, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού και εκτελέστηκαν.
Τον Απριλίου του 1915 έγιναν σφαγές στην περιο0χή της σε Gawar όπως και σε άλλες περιοχές των Ασσυρίων. Ο αριθμός των μαρτύρων είναι άγνωστος. Οι σφαγές συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες. Οι Τούρκοι σε συνεργασία με τις γειτονικές κουρδικές φυλές περικύκλωσαν 600 ασσυριακά σπίτια, στο χωριό Tel Mozilt.
Μετά την καταγραφή του πληθυσμού πήραν όλους τους άνδρες που βρήκαν μεταξύ των ηλικιών 12 και 70 και τους έθεσαν σε περιορισμό. Το επόμενο πρωί, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε μια περιοχή όπου τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Μετά από κάποιες διαφωνίες μεταξύ των Κούρδων και των Τούρκων αξιωματούχων σχετικά με το τι να κάνουν με τα νέα αγόρια και κορίτσια που έμεναν πίσω, ο στρατός αποφάσισε να τους σκοτώσει, και αυτούς. Περίπου 1.500 παιδιά, μεταξύ των οποίων ο Αιδεσιμότατος Gabrial (ένας κοκκινομάλλης γενειοφόρος ιερέας), δολοφονήθηκαν».
(μαρτυρία του Agha Ayoob Hamzah, προσωπικού φίλου του Ιερέα). Από το βιβλίο του Gorgis, Διάκονος Asman Alkass, Jirah Fi Tarikh Αλ-Συρίας, εκδόσεις Trans. Subhi Younan. 1980. Σελ. 24).
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
www.nikosxeiladakis.gr