Συμπληρώθηκαν 200 έτη από
την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, εκείνης που έμελλε να οργανώσει την
ελληνική επανάσταση το 1821.
Συνήθως περιοριζόμαστε στην αναφορά στους
τρεις ιδρυτές της Σκουφά, Ξάνθο και Τσακάλωφ. Πέραν αυτού ελάχιστα
γνωρίζουμε και αυτά στρεβλωμένα.
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε τη 14η
Σεπτεμβρίου 1814, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (ημέρα όχι χωρίς
νόημα για τους πρωτεργάτες), στην Οδησσό, πόλη που κτίστηκε κατ' εντολή
της τσαρίνας Αικατερίνης μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους
Τούρκους κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Η σημαντική θέση της
είχε ως συνέπεια την εγκατάσταση εκεί κατοίκων διαφόρων εθνοτήτων,
μεταξύ των οποίων και Ελλήνων, οι οποίοι επιδόθηκαν κυρίως στο εμπόριο. Η
ίδρυση της Εταιρείας σε ρωσικό έδαφος παρείχε ασφάλεια και βεβαιότητα
ότι σε περίπτωση αποκάλυψής της δεν θα είχαν τα μέλη της την τύχη του
Ρήγα και των συντρόφων του. Κατά τα τέσσερα πρώτα έτη τα μέλη της δεν
ξεπερνούσαν τα τριάντα. Στη συνέχεια η έδρα της μεταφέρθηκε στην
Κωνσταντινούπολη, καθώς οι ιδρυτές της μετακινήθηκαν εκεί, όπου ο
Σκουφάς άφησε την τελευταία του πνοή. Σε διάστημα έτους τα μέλη της
Εταιρείας αυξήθηκαν σε 3.000. Μεταξύ των μυηθέντων ήταν ο μεγαλέμπορος
Παναγιώτης Σέκερης (181.
Η χρηματική εισφορά του ανήλθε στο ποσό των 10.000 γροσίων,
υπερδιπλάσιο από εκείνο που είχε συγκεντρωθεί από τους Φιλικούς στα
τέσσερα περίπου χρόνια της ως τότε δράσης της. Ακολούθησαν και άλλες
εισφορές, ώστε να θεωρείται αυτός ο κυριότερος χρηματοδότης της. Ο
Σέκερης υπήρξε από τα πλέον έμπιστα πρόσωπα του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄,
του ιερομάρτυρα, κατά την τρίτη και τελευταία πατριαρχεία αυτού
(1818-1821). Κατήλθε στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά δεν ζήτησε ποτέ
αναγνώριση του έργου του και τιμές. Πέθανε φτωχός και άσημος αφήνοντας
πλούσιο αρχείο για το έργο της Εταιρείας. Σύγχρονοι ιστορικοί στην
υπηρεσία αντιεκκλησιαστικών ιδεολογιών συνεχίζουν να πομπεύουν τον άγιο
Γρηγόριο, όπως οι Εβραίοι, που έσερναν το λείψανό του στους δρόμους της
Πόλης, πριν το πετάξουν στη θάλασσα. Τον συκοφαντούν, προβάλλοντας τους
αφορισμούς των επαναστατών, ως δουλοπρεπή και υποταγμένο στους Τούρκους
και διόλου φιλικό προς κάθε κίνηση των ομογενών προς αποτίναξη του
ζυγού! Και όμως η μύηση του Σέκερη είναι αρκετή, για να ανατρέψει τις
αισχρές συκοφαντίες. Πέραν αυτού υπάρχουν μαρτυρίες ότι ήταν σε γνώση
του μυστικού, το οποίο του έκανε γνωστό ο οπλαρχηγός Γιάννης Φαρμάκης,
όταν τον επισκέφθηκε στο Άγιον Όρος, όπου εγκαταβιούσε εξόριστος χωρίς
προσδοκία επανόδου στον πατριαρχικό θρόνο. Ακόμη είναι συντριπτικό σε
βάρος των συκοφαντών στοιχείο η επιστολή του αγίου Γρηγορίου προς τον
επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος στην Αλαμάνα
μαζί με τον Αθανάσιο διάκο, καθώς και ο σχολιασμός του αφορισμού από τον
ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Φαίνεται όμως πως οι σύγχρονοι ιστορικοί
είναι πιο πατριώτες και άνθρωποι μεγαλύτερης θυσίας από τον λαμπρό γόνο
της οικογένειας των Υψηλάντηδων!
Το 1819 φλογερά μέλη της
Εταιρείας μύησαν τους περισσότερους αρχιερείς, προκρίτους και
οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου, διαδίδοντας ψευδώς ότι πίσω από την «Αρχή»
της Εταιρείας κρυβόταν η Ρωσία! Σημαντικός ο ρόλος του Παπαφλέσσα στη
διασπορά του ψεύδους, που συνιστά απόκλιση από το εκκλησιαστικό ήθος.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στρέφονται με πάθος κατά των αρχιερέων και
προκρίτων κατηγορώντας τους ότι αναγκάστηκαν να συρθούν στην επανάσταση
χωρίς να το επιθυμούν! Και όμως από τους 200 περίπου ως την Καισάρεια
της Καππαδοκίας αρχιερείς 81 βεβαιωμένα ήσαν μέλη της Εταιρείας χωρίς
αυτή να έχει εξαπλωθεί ευρέως στο ασιατικό έδαφος,73 έλαβαν ενεργό μέρος
στόν αγώνα, 42 δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν καί βασανίσθηκαν, καί 45
θυσιάσθηκαν γιά τήν ελευθερία, είτε από βασανιστήρια καί θανατώσεις τών
Τούρκων, είτε σέ πολεμικές συρράξεις. Όσο για τους κληρικούς εν γένει
προσέγγιζαν το 10% του συνόλου των μελών της Εταιρείας! Προς αιτιολόγηση
της όποιας διστακτικότητας δεν θα κάνουν οι αποδομητές τον κόπο να
ανατρέξουν στα συμβάντα στην Πελοπόννησο μετά την ατυχή εξέγερση με την
υποκίνηση των Ρώσων κατά το 1770. Είναι εκπληκτικό το ότι πείστηκαν οι
επιφανείς να επιχειρήσουν και πάλι μετά την ερήμωση της περιοχής από τα
στίφη των Αλβανών ατάκτων, ερήμωση που ανάγκασε πολλούς από τους
κατοίκους να μετακινηθούν προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και μεταξύ
αυτών και ένα βοσκόπουλο της Δημητσάνας, τον Γεώργιο Αγγελόπουλο,
μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄! Πολύς ο λόγος στη σύγχρονη αποδομητική
ιστοριογραφία για τους προσκυνημένους αρχιερείς και κοτζαμπάσηδες. Χωρίς
να παραβλέπουμε την ιδιοτέλεια κάποιων από αυτούς, πρέπει να
επισημάνουμε ότι βρίσκονταν διαρκώς στο στόχαστρο των κατακτητών και
πολλοί εκτελέστηκαν σε καιρό έκρυθμης κατάστασης. Η κλήση εκ μέρους των
κατακτητών, που είχαν υποπτευθεί ότι οι ραγιάδες κάτι ετοίμαζαν, και η
φυλάκιση στην Τρίπολη, όσων προσήλθαν, μαρτυρεί ότι αυτοί δεν ήσαν
όργανα του κατακτητού. Και ουδένας λόγος περί του Παλαιών Πατρών
Γερμανού, ο οποίος προήδρευσε σε σύσκεψη περί του πρακτέου στη μονή της
Αγίας Λαύρας τη 17η Μαρτίου και γνωστοποίησε στους
παρευρισκομένους ότι είχε λάβει την απόφαση να μη μεταβεί στην Τρίπολη.
Ουδένας ακόμη λόγος ότι ο Γερμανός ήταν συγγενής του Γρηγορίου και μέλος
της Εταιρείας και ότι συμμετείχε στην επανάσταση στην Πάτρα!
Στις αρχές του 1820
στελέχη της Εταιρείας επισκέφθηκαν τον Καποδίστρια και του πρότειναν να
αναλάβει την Αρχή. Εκείνος γνωρίζοντας την κατάσταση που επικρατούσε
μετά την ίδρυση της «Ιερής συμμαχίας» αρνήθηκε, καθώς έκρινε άκαιρη κάθε
επαναστατική κίνηση, και πολύ ορθά. Το ίδιο όμως έκρινε και ο Κοραής, ο
οποίος παραμένει στο απυρόβλητο, λόγω μικρής ιδεολογικής συγγένειας με
τους αποδομητές της ιστορίας μας. Θα ήσαν μάλιστα όλοι αυτοί λάβροι και
κατά του Καποδίστρια, αν δεν είχε το τραγικό τέλος στην ανιδιοτελή
προσπάθειά του να ορθοποδήσει η χώρα! Στους επιφυλακτικούς αρχιερείς και
σε όλους, όσοι είχαν επιλέξει την υπομονή, ώσπου η παραπαίουσα
οθωμανική αυτοκρατορία πέσει στα χέρια των Ρωμηών, επιτίθενται με
λυσσαλέο πάθος. Ας θέσουμε το ερώτημα: Ελευθερωθήκαμε ή μας ελευθέρωσαν
για να μας μετατρέψουν σε προτεκτοράτο τους;
Μετά την άρνηση του
Καποδίστρια οι φιλικοί απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπασπιστή
του τσάρου και ήρωα του επεκτατικού πολέμου του Ναπολέοντα κατά της
Ρωσίας. Ο ανιδιοτελής εκείνος πατριώτης δέχθηκε με προθυμία όχι μόνο την
ανάληψη της Αρχής αλλά και την κήρυξη επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Ως
στρατιωτικός δεν διέθετε την ευθυκρισία του διπλωμάτη Καποδίστρια και
πίστευε ότι ο τσάρος δεν θα επέτρεπε τουρκικά στρατεύματα να εισβάλουν
στην επαναστατημένη περιοχή. Δυστυχώς ο τσάρος επέτρεψε! Πίστευε ακόμη ο
Υψηλάντης ότι ο εντόπιος πληθυσμός θα έσπευδε να στρατευθεί υπό τα
ελληνικά κυρίως όπλα. Δυστυχώς το μόνο εχέγγυο αποτελούσε η καλή άσκηση
της εξουσίας των προγόνων του ως ηγεμόνων στην περιοχή. Δεν ήταν όμως
αυτό αρκετό, καθώς αρκετοί άλλοι ηγεμόνες εκ των Φαναριωτών δεν είχαν
αφήσει καλές εντυπώσεις στους εντόπιους. Τέλος δεν ήταν σε θέση να
εκτιμήσει τον εν γεννήσει εθνικισμό των λαών της Βαλκανικής, καθώς το
δυτικό «πνεύμα» φυσούσε μανιωδώς και εδώ και σάρωνε τον πνεύμα του Ρήγα.
Τι λοιπόν; Θα κατηγορήσουμε τον αγνό εκείνο πατριώτη που έδωσε
σημαντικό μέρος της περιουσίας του και θυσίασε τη ζωή του για την
ελευθερία του Γένους, επειδή οδήγησε στον θάνατο τους άπειρους πολέμου
Ιερολοχίτες και πολλούς άξιους οπλαρχηγούς; Στην ιστορία πρωτεύει το
κίνητρο. Ενώ τα κίνητρα των πρωταγωνιστών της Φιλικής Εταιρείας και
πολλών αγωνιστών κατά την επανάσταση ήσαν αγνά και ανιδιοτελή, τα
κίνητρα των συγχρόνων αποδομητών είναι ιδιαζόντως ιδιοτελή.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»