Ακολουθεί μία διδακτικὴ ἱστορία ἀπὸ τὴ μοναχὴ Πορφυρία, τὴν πρώην ὁδηγὸ τάξι.
Ἐννέα ἡ ὥρα τὸ βράδυ, βρίσκομαι στὴν πλατεία Παγκρατίου. Ἕνα παιδὶ γύρω στὰ 17 μὲ σταματάει.
–Καλησπέρα, στὰ Village.
Ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου ἔχει ἀρχίσει τὸ ἀπόδειπνο. Τὸ παιδί, ποὺ κάθισε δίπλα μου, μοῦ λέει:
– Δὲν βγάζεις τὸν παπά, νὰ βάλεις τραγούδια;
– Γιατί, ἀγόρι μου, δὲν σοὺ ἀρέσει ἡ ἀκολουθία;
– Ἡ ἀκολουθία δὲν μὲ νοιάζει… Τοὺς παπάδες δὲν θέλω νὰ ἀκούω.
– Γιατί, τί σου ἔκαναν οἱ παπάδες;
– Ἐμένα τίποτε… Ὁ πατέρας μου τοὺς βρίζει, γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς θέλω.
– Ὁ πατέρας σου γιατί τοὺς βρίζει;
– Δὲν ξέρω.
– Ἔχεις πάει ποτέ σου στὴν Ἐκκλησία;
– Ὄχι! Ποτέ!
– Καλά, στὴν Ἀνάσταση δὲν πάτε; Τὰ…. Χριστούγεννα δὲν πάτε;
– Ὄχι!
– Σὲ γάμους, σὲ βαφτίσια, πάτε;
– Ναί, πᾶμε.
– Ἡ μανούλα σου δὲν σοὺ ἔχει μιλήσει γιὰ τὸν Θεό;
– Ὄχι!
– Οὔτε τὸ σταυρό σου κάνεις;
– Ὄχι!
Χριστέ μου, δὲν εἶναι δυνατόν!
– Ἀγόρι μου γλυκό, στὸ σχολεῖο θρησκευτικὰ δὲν κάνετε;
– Ἐ, κάνουμε κάτι λίγο....
Ἐννέα ἡ ὥρα τὸ βράδυ, βρίσκομαι στὴν πλατεία Παγκρατίου. Ἕνα παιδὶ γύρω στὰ 17 μὲ σταματάει.
–Καλησπέρα, στὰ Village.
Ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου ἔχει ἀρχίσει τὸ ἀπόδειπνο. Τὸ παιδί, ποὺ κάθισε δίπλα μου, μοῦ λέει:
– Δὲν βγάζεις τὸν παπά, νὰ βάλεις τραγούδια;
– Γιατί, ἀγόρι μου, δὲν σοὺ ἀρέσει ἡ ἀκολουθία;
– Ἡ ἀκολουθία δὲν μὲ νοιάζει… Τοὺς παπάδες δὲν θέλω νὰ ἀκούω.
– Γιατί, τί σου ἔκαναν οἱ παπάδες;
– Ἐμένα τίποτε… Ὁ πατέρας μου τοὺς βρίζει, γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς θέλω.
– Ὁ πατέρας σου γιατί τοὺς βρίζει;
– Δὲν ξέρω.
– Ἔχεις πάει ποτέ σου στὴν Ἐκκλησία;
– Ὄχι! Ποτέ!
– Καλά, στὴν Ἀνάσταση δὲν πάτε; Τὰ…. Χριστούγεννα δὲν πάτε;
– Ὄχι!
– Σὲ γάμους, σὲ βαφτίσια, πάτε;
– Ναί, πᾶμε.
– Ἡ μανούλα σου δὲν σοὺ ἔχει μιλήσει γιὰ τὸν Θεό;
– Ὄχι!
– Οὔτε τὸ σταυρό σου κάνεις;
– Ὄχι!
Χριστέ μου, δὲν εἶναι δυνατόν!
– Ἀγόρι μου γλυκό, στὸ σχολεῖο θρησκευτικὰ δὲν κάνετε;
– Ἐ, κάνουμε κάτι λίγο....
– Ἄκουσε νὰ σοὺ πῶ, ἀγόρι μου, ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωή, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ παπὰς εἶναι γιὰ νὰ μᾶς μεταφέρει τὰ λόγια του Θεοῦ. Χωρὶς τὸν Θεὸ εἴμαστε νεκροί!
– Νεκροί;
– Ναί! Χωρὶς Θεὸ εἴμαστε πνευματικὰ νεκροί. Στὸ σπίτι σᾶς εἶστε εὐτυχισμένοι, οἱ γονεῖς σου εἶναι ἀγαπημένοι;
– Μμ!! ὄχι.
– Γιατί; Τί συμβαίνει;
– Ὁ πατέρας μου εἶναι νευρικός, ὅλο μαλώνει μὲ τὴν μάννα μου καὶ μέ μας. Ὅλα του φταῖνε.
– Βλέπεις πῶς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε δυστυχισμένοι; Ἐνῶ, ὅταν εἴμαστε κοντά Του, εἴμαστε χαρούμενοι καὶ ἤρεμοι, δὲν νευριάζουμε, ξέρουμε νὰ συγχωροῦμε, εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη. Ἐσὺ θὰ ἤθελες, ὅταν θὰ μεγαλώσεις καὶ παντρευτεῖς, νὰ κάνεις οἰκογένεια σὰν καὶ αὐτὴ ποῦ ζεῖς;
– Ὄχι, γιατί δὲν μ’ ἀρέσει.
– Γιὰ νὰ κάνεις καλύτερη οἰκογένεια, πρέπει νὰ πλησιάσεις τὸν Θεό.
– Πῶς θὰ τὸν πλησιάσω;
– Νά, θὰ σὲ πάω τώρα νὰ μιλήσεις μὲ ἕναν παπά, ὅπως τοὺς λὲς ἐσύ. Πᾶμε;
– Ὄχι, ὄχι, δὲν θέλω!
– Σὲ παρακαλῶ, σὲ ἱκετεύω, τοῦ εἶπα πολὺ γλυκά, πολὺ τρυφερά. Πήγαινε μόνο μία φορὰ καὶ μὴν ξαναπᾶς ποτέ σου, σὲ παρακαλῶ. Καὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω μαζί σου καὶ ὕστερα θὰ σὲ πάω στὰ, VILLAGE, χωρὶς χρήματα.
Αὐτὸ τοῦ ἄρεσε καὶ μοῦ λέει:
– Τὸ λόγο σου;
– Τὸ λόγο μου!
Βιαζόμουν νὰ προλάβω, πρὶν φύγει ὁ ἱερέας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εὐτυχῶς πρόλαβα. Τὸ παλληκάρι μπῆκε γιὰ ἐξομολόγηση. Ὅταν μετὰ ἀπὸ μισῆ ὥρα βγῆκε, ἦταν τόσο ἀλλαγμένος, ποὺ μὲ εὐχαρίστησε καὶ μοῦ εἶπε: «Ὡραῖος αὐτὸς ὁ παπάς, θὰ ξανάρθω!»
Μετὰ τὸν πῆγα στὰ VILLAGE. ὅπως τοῦ εἶχα ὑποσχεθεῖ. Ἡ χαρά μου ἦταν ἀπερίγραπτη• τὸ παιδὶ ξεκινοῦσε μία νέα σωτήρια πορεία.
«Ταξιδεύοντας στὰ τείχη τῆς πόλης», Πορφυρίας Μοναχής, εκδ. «Παναγόπουλος Νεκτάριος».