Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση δεν
ήταν διόλου ευνοϊκές, µιας και επικράτησε µετά το πέρας των
Ναπολεόντειων πολέµων σε ολόκληρη την Ευρώπη η εχθρική πολιτική, όπως
αυτή ορίστηκε από την Ιερά Συµµαχία, απέναντι σε κάθε επαναστατικό
κίνηµα.
Έτσι κάθε απελευθερωτικό κίνηµα, αλλά και κάθε κοινωνικού
περιεχοµένου επανάσταση ή ξεσηκωµός, έβρισκε σύσσωµη την Ευρώπη
αντίθετη, όπως είχε καταφέρει να επιβάλει ο Μέτερνιχ.
Αυτή την πολιτική είχε υπογράψει και ο τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος
ως γνωστόν είχε ως υπουργό των Εξωτερικών τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο
οποίος για την ιστορία είχε αγωνιστεί για να µην περάσει η «γραµµή»
Μέτερνιχ στην Ευρώπη.
Έτσι, όταν έγινε γνωστό το κίνηµα του Υψηλάντη και κυρίως επειδή
αυτός ήταν και αξιωµατικός του τσαρικού στρατού, ο τσάρος Αλέξανδρος
βρέθηκε σε διπλωµατικό αδιέξοδο, µιας και έπρεπε να επικρίνει ανοιχτά,
πέρα από την Ελληνική Επανάσταση, και τον Υψηλάντη.
Έτσι ανατέθηκε στον Καποδίστρια η ευθύνη της σύνταξης µιας
επιστολής, η οποία έδωσε την ευκαιρία στον Έλληνα υπουργό του
αυτοκράτορα να προσθέσει ενδείξεις ευνοίας προς τον Υψηλάντη και τον
ελληνικό Αγώνα.
Το κείµενο της επιστολής αυτής, όπως το δηµοσιεύει ο Φιλήµων µε
µετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο, είναι το ακόλουθο, στα κύρια
στοιχεία του:
«Πρίγκιψ µου,
Λεϋβάχ 14 Μαρτίου 1821
Λαβών την από 24 Φεβρουαρίου υµετέραν επιστολήν, ο Αυτοκράτωρ, τόσω
βαθυτέραν ησθάνθη θλίψιν, όσω αείποτε εξετίµησε το ευγενές των
αισθηµάτων, ων εδώκατε δείγµατα εν τη υπηρεσία αυτού.
Πόρρω λοιπόν απείχεν η Α.Α.Μ. όπως πιστεύση, ότι εµέλλετε αίφνης
παρασυρθήναι υπό του πνεύµατος εκείνου του παραλογισµού, όπερ φέρει τους
ανθρώπους του καθ’ ηµάς αιώνος, επιλανθανοµένους των πρωτίστων
καθηκόντων αυτών, εις αναζήτησιν αγαθού, ουδόλως ελπιζοµένου άλλως, ή
διά της αυστηράς τηρήσεως των παραγγελµάτων της θρησκείας και της
ηθικής.
Η τάξις της γεννήσεως ηµών, το στάδιον όπερ εξελέξασθε, η δικαία
υπόληψις, ην εκτήσασθε, τα πάντα εν ενί λόγω παρείχον υµίν την ευκαιρίαν
και τα µέσα, όπως φωτίσητε περί των αληθών αυτών συµφερόντων τους
προύχοντας εκείνους της Ελλάδος, τους δεικνύοντας τόσον φυσικήν προς
υµάς εµπιστοσύνην.
Αναµφιβόλως εν τη φύσει του ανθρώπου έγκειται η έφεσις της
βελτιώσεως της τύχης εαυτού, και βεβαίως πλείσται περιστάσεις ενέπνευσαν
τοις Έλλησι την ευχήν, ίνα µη µείνωσι ξένοι προς την ιδίαν αυτών
ειµαρµένην.
Αλλ’ αρά γε διά της αποστασίας… δύνανται κολακεύεσθαι περί της
επιτυχίας ενός τόσω εξόχου σκοπού; Δύναται άρα ποθείν την αναγέννησιν
αυτού και ανύψωσιν εις την βαθµίδα των ελευθέρων έθνος τι διά σκοτεινών
υπενεργειών, διά ζοφερών σκευωριών;
Ο Αυτοκράτωρ ουδόλως διανοείται τούτο’ έσπευδεν ίνα εξασφαλίση τοις
Έλλησι την προστασίαν διά των µεταξύ Ρωσσίας και Πύλης συνοµολογηθεισών
συνθηκών αλλ’ ήδη τα δυνατά ταύτα αποκτήµατα παραγνωρίζονται, αι οδοί
της νοµιµότητος εγκαταλιµπάνονται, και υµείς δείκνυσθε θέλοντες, ίνα
προσκολλήσητε το όνοµα υµών εις συµβεβηκότα, πασιφανώς αποδοκιµαζόµενα
παρά της Α.Α.Μ.
Η Ρωσσία διάγει εν ειρήνη µετά του οθωµανικού κράτους.
Η εν Μολδαυΐα εκραγείσα επανάστασις επ’ ουδενί λόγω δικαιολογήσει ρήξιν τινα µεταξύ των δύο κρατών.
Άλλως διερρηγνύµεθα αν µετά της τουρκικής κυβερνήσεως, προσεφερόµεθα
εχθρικώς κατ’ αυτής και παρεβιάζοµεν την πίστιν των συνθηκών,
ευνοούντες, έστω και δι’ απλής σιωπηράς συγκαταθέσεως, επανάστασιν,
σκοπούσαν την ανατροπήν δυνάµεως, µεθ’ ης η Ρωσσία εκήρυξε και κηρύττει
ως έχουσα σταθερούς σκοπούς προς διατήρησιν σχέσεων ειρήνης και φιλίας.
Και κατ’ άλλην δε σκέψιν, τίνα στιγµήν εξελέξατε, ίνα προσβάλητε την
Πύλην; Αυτήν εκείνην την στιγµήν, καθ’ ην διαπραγµατεύσεις, οσηµέραι
γονιµώτεραι αποτελεσµάτων ευτυχών καθιστάµεναι, περιβάλλουσι την ειρήνην
διά νέων εγγυήσεων αυτήν ακόµη την στιγµήν, καθ’ ην αι απαιτήσεις της
υµετέρας οικογενείας, έµελλον ικανοποιηθήναι, ο δε Σουλτάνος, ως
γινώσκετε, προυτίθετο, ίνα αποδώση υµίν πλήρη και εντελή δικαιοσύνην.
Πεπληροφορηµένοι περί των περιστάσεων τούτων, και ειδότες τας
ανέκαθεν διεπούσας την πολιτικήν του Αυτοκράτορος αρχάς, πως ετολµήσατε
υποσχεθέντες τοις κατοίκοις των Ηγεµονειών την υποστήριξιν µεγάλης τινος
Δυνάµεως;
Εάν ηθελήσατε προσηλώσαι τα βλέµµατα αυτών προς την Ρωσσίαν, οι
συµπατριώται υµών θέλουσιν ιδείν ταύτην ακινητούσαν, µετ’ ολίγον δε αι
δίκαιαι µοµφαί αυτών θέλουσιν επιβαρύνειν Υµάς, και αισθανθήσεσθε
πίπτουσαν εφ’ υµών µεθ’ όλου αυτής του βάρους την ευθύνην επιχειρήσεως,
ήν µόνα πάθη παραφρονούντα ηδύναντο υπαγορεύσαι.
Αλλ’ όµως πάντοτε έχει τις καιρόν, ιν’ αποδώση σέβας προς τον ορθόν
λόγον και προς την αλήθειαν έχετε εισέτι εν χερσίν την σωτηρίαν των περί
υµάς αποπεπλανηµένων ανθρώπων…
Ο Αυτοκράτωρ ουδεµίαν, ούτε αµέσως ούτε εµµέσως, παρέξει υµίν
συνδροµήν, διότι, επαναλαµβάνοµεν λέγοντες, ήθελεν είσθαι ανάξιον αυτού
το υποσκάπτειν τα θεµέλια της τουρκικής αυτοκρατορίας διά της
επονειδίστου και εγκληµατικής ενεργείας µυστικής εταιρίας…
Σταθμίσατε, Πρίγκιψ μου, τας παρατηρήσεις, ας απευθύνει υμίν ο Αυτοκράτωρ ως τελευταίον δείγμα της αγαθότητος αυτού.
Ωφελήθητε εκ της τόσον σωτηριώδους προειδοποιήσεως ταύτης˙
επανορθώσατε το κακόν, όπερ επράξατε ήδη˙ προλάβατε τας καταστροφάς, ας
μέλλετε επισύραι κατά της ωραίας και ατυχούς πατρίδος υμών.
Εάν υποδείξητε ημίν τα μέσα προς κατάπαυσιν των ταραχών άνευ
παραβιάσεώς τινος και χωρίς της ελαφροτέρας προσβολής των όρων των
υφισταμένων μεταξύ Ρωσσίας και οθωμανικής Πύλης συνθηκών, ο Αυτοκράτωρ
ουκ αρνηθήσεται την παρέμβασιν εαυτού παρά τη Τουρκική κυβερνήσει,
προσκαλών αυτήν εις έμφρονα μέτρα, δυνάμενα την εν Βλαχία και Μολδαυΐα
επάνοδον της ησυχίας, ης την ανάγκην συναισθάνονται τόσω βαθέως αι χώραι
αύται.
Εν πάση άλλη περιπτώσει η Ρωσσία έσεται απλούς θεατής των γινομένων,
ουδέ τα όπλα του Αυτοκράτορος κινηθήσονται, ουδέ υμείς και οι αδελφοί
υμών εστέ εφεξής εν υπηρεσία της Α.Μ. του αυτοκράτορος.
Η Πριγκίπισσα Υψηλάντου εξακολουθήσει απολαμβάνουσα την προστασίαν
Αυτού, αλλά καθ’ όσον αφορά προσωπικώς αυτήν˙ επ’ ουδεμία όμως
περιπτώσει ο Αυτοκράτωρ επιτρέψει την είσοδον υμών εις Ρωσσίαν.
Η επιστολή αύτη περιλεύσεται υμίν διά του βαρώνου Στρωγανώφ,
διαταγέντος, ίνα αφ’ ου κοινοποιήσει ταύτην τη Πύλη διαβιβάση προς υμάς
και προσθέση τας συμβουλάς, μεθ’ ων ο Αυτοκράτωρ εφάπαξ έτι προτρέπει
υμάς, ίνα συμμορφωθήτε.
(υπογρ.) Ο Κόμης Καποδίστριας»
Από την ανάγνωση της επιστολής γίνεται φανερό ότι ο Καποδίστριας
εξέφραζε την άποψη ως υπουργός της ρωσικής κυβερνήσεως του τσάρου
Αλέξανδρου και όχι την προσωπική του γνώμη και τα αισθήματά του για την
υπόδουλη πατρίδα του.
Η επιστολή αποτελεί, εκτός των άλλων, έγγραφο έξοχης διπλωματικής
ευστροφίας. Ο Καποδίστριας ερμηνεύει και αναπτύσσει το διάταγμα και
προσθέτει επικρίσεις και επιπλήξεις προς τον Υψηλάντη.
Εκτός των άλλων, αναγκάζεται να αποδοκιμάσει έντονα τη μυστική
Εταιρεία και το επαναστατικό πνεύμα της εποχής. Αυτές οι επιπλήξεις ήταν
απαραίτητες ενέργειες που εξέφραζαν την πολιτική συγκυρία.
Ταυτόχρονα όμως πίσω από τις αυστηρές επικρίσεις υπέφωσκε η συγκεκαλυμμένη εύνοια προς τον Υψηλάντη και τον Αγώνα.
Ωστόσο ακόμα και αυτές οι επιπλήξεις και το αποδοκιμαστικό πνεύμα
ήταν διατυπωμένες μέσα από μια περίτεχνη φρασεολογία, που δεν παρέλειπε
καν τις τιμητικές εκφράσεις προς τον Υψηλάντη.
Επί πλέον ας σημειώσουμε ότι σε σημεία της επιστολής παρεμβάλλονται
περίτεχνα θέματα, τα οποία αναιρούν διακριτικά το βασικό καταγγελτικό
της περιεχόμενο.
Για αυτό γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, «η επιστολή
αύτη… απεδοκίμαζε μεν το κίνημα, αλλά διελάμβανε εν τω μεταξύ ότι
“πολλαί περιστάσεις δικαιολογούσι την ευχήν των Ελλήνων του να μη
μείνωσιν εσαεί αδιάφοροι προς την βελτίωσιν της ιδίας αυτών τύχης”. Ώστε
αν κατέκρινε τον τρόπον και τον χρόνον, καθ’ ον εξηγέρθη η επανάστασις,
κατ’ ουσίαν ανεγνώριζε το δίκαιον των απαιτήσεων αυτής.
Πλην τούτου κατωτέρω προσέθετεν: “εάν υποδείξετε ημίν τα μέσα δι’ ων
δύνανται να παύσωσιν αι ταραχαί, μη παραβιαζομένων των μεταξύ Ρωσσίας
και Πύλης συνθηκών, ο αυτοκράτωρ δεν θέλει διστάσει να παρεμβή επί τούτω
παρά τη οσμανική κυβερνήσει”.
Εν άλλαις λέξεσιν ο Υψηλάντης εκαλείτο να λάβη μέρος εις τας
διαπραγματεύσεις όσας ο αυτοκράτωρ έλεγεν εαυτόν πρόθυμον να επιχειρήση
προς θεραπείαν των ευλόγων του έθνους ευχών».
Όπως επίσης σχετικά με το θέμα αναφέρεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμος ΙΒ’, σελ. 39:
«Ο Καποδίστριας δεν αρνήθηκε τη σύνταξη της επιστολής αυτής, που
εντασσόταν σε μια πολιτική, βλαπτική άμεσα για τον Υψηλάντη και τον
ελληνικό Αγώνα στη Μολδοβλαχία τουλάχιστον.
Γνώριζε ότι, όπως ήταν η ψυχολογική ατμόσφαιρα τότε και ο
συσχετισμός δυνάμεων στη Διάσκεψη του Λάυμπαχ, επιβαλλόταν υποχωρητικός
ελιγμός.
Πίστευε ακόμη, ότι η σύνταξη της επιστολής από τον ίδιο θα
καθιστούσε την απόφαση του αυτοκράτορος λιγώτερο επιζήμια για τον
Υψηλάντη και τον ελληνικό Αγώνα, αλλά και θα παρείχε κάπως τη δυνατότητα
να τους εξασφαλίση πλεονεκτήματα.
Εξ άλλου κατανοούσε, ότι είχε να διεξαγάγη σκληρό διπλωματικό πόλεμο
εναντίον της συντηρητικής Ευρώπης για την προστασία της ελληνικής
επαναστάσεως και ότι άρα έπρεπε να διατηρήση την υψηλή θέση του στη
ρωσική κυβέρνηση και την εμπιστοσύνη του Ρώσου αυτοκράτορος.
Πραγματικά, διαφορετική στάση του θα ήταν βαρύ πολιτικό σφάλμα, και
τυχόν παραίτησή του τότε θα ισοδυναμούσε με λιποταξία του από το καθήκον
προς το Ελληνικό Έθνος, που εισερχόταν σε μεγάλη δοκιμασία».