Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Νικόλαος Πλαστήρας, ο «Άξιος της πατρίδος»

Γράφει  ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος


Μέσα από τα συντρίμμια της Μικρασιατικής εκστρατείας, ένα λαμπρό  ελληνόπουλο κατόρθωνε να διασώσει την στρατιωτική τιμή της Ελλάδος και να φέρει το θρυλικό 5/42 σύνταγμά του διατεταγμένο, στην μητέρα πατρίδα. Ήταν ο θρυλικός «Μαύρος Καβαλά-ρης» - Νικόλαος Πλαστήρας. Στην πολιτικοστρατιωτική του πορεία, την πρωθυπουργία ανέλαβε στις 5 Ιανουαρίου του 1945, στις 15 Απριλίου του 1951 και στις 27 Οκτωβρίου 1951. Γεννήθηκε το 1882 στην Καρδίτσα. Εισήχθη το 1910 στην Σχολή Υπαξιωματικών και αποφοίτησε το 1912 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Κατά τα έτη 1912-13 συμμε-τείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε ακόμα με έντονη πολεμική δραστηριότητα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στην μάχη του Σκρά ως διοικητής τάγματος, εξεδήλωσε ιδιαίτερες στρατιωτικές αρετές. Στην πολιτική ζωή εισέρχεται το 1921 οπότε και τίθεται επικεφαλής του ομωνύμου κινήματος με συναρχηγούς τους συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά και αντιπλοίαρχο Φωκά. Στην επακολουθήσασα κυβέρνηση υπο τον Σ. Κροκιδά τον Σεπτέμβριο του 1922 ο Νικόλαος Πλαστήρας δεν συμμετέχει, αλλά αποτελεί τον πολιτικό καθοδηγητή της. Το 1925 λαμβάνει χώρα η δικτατορία Παγκάλου που επιχειρεί να τον συλλάβει, αλλά ο Νικόλαος Πλαστήρας διαφεύγει στην Κυανή Ακτή στο εξωτερικό. Στην εκλογική αναμέτρηση το Μάρτιο του 1933 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττάται και ο Πλαστήρας με το υψηλό του στρατιωτικό κύρος επιχειρεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών να κηρύξει επανάσταση. Είναι τόσο νωπή όμως η λαϊκή ετυμηγορία και το εγχείρημα αποτυγχάνει εν τη γενέσει του. Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 του ανατίθεται από τον αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό η πρωθυπουργία και σχηματίζει κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί πλην του ΚΚΕ. Από τη θέση αυτή μάλιστα στις 12 Φεβρουαρίου υπογράφει την διαβόητη συμφωνία της Βάρκιζας. Ωστόσο τον Απρίλιο του 1945 ο Πλαστήρας παραιτείται από την πρωθυπουργία και αποσύρεται πολιτικώς. Επανακάμπτει στο πολιτικό προσκήνιο με την «Εθνική Προοδευ-τική Ένωση Κέντρου» (ΕΠΕΚ) στις εκλογές του 1950 καταλαμβάνοντας τη τρίτη θέση μετά το Λαϊκό Κόμμα και τους Φιλελεύθερους και μετά τον Σοφοκλή Βενιζέλο στην συσταθείσα οικουμενική κυβέρνηση αναλαμβάνει την πρωθυπουργία στις 15 Απριλίου του 1951.


Στις  εκλογές του  1951 η ΕΠΕΚ παίρνει την δεύτερη θέση με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του στρατάρχου Παπάγου να προηγείται, αλλά στην προκύψασα οικουμενική  κυβέρνηση της 27-ης Οκτωβρίου του 1951 ο Πλαστήρας ορκίζεται και πάλι πρωθυπουργός. Και στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση της 16-ης Νοεμβρίου υφίσταται συντριπτική ήττα, που συνιστά συνάμα καίριο πλήγμα για την ήδη κλονισμένη από καρδιακό επεισόδιο υγεία του, τον Νοέμβριο του 1951. Στις εκλογές αυτές μάλιστα το λιοντάρι της Μικρασίας δεν κατορ-θώνει να εκλεγεί βουλευτής στην περιφέρεια Αθηνών που είχε θέσει υποψηφιότητα. Το ηθικό τούτο πλήγμα διαδέχονται ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο τον Μάρτιο του 1952 και ένα ακόμα έμφραγμα στις 11 Ιουλίου του 1953. Στις 23-7-1953, η ψυχή του Μικρασιατικού ελληνισμού χάνει την μάχη με την ζωή.  Ένα ταπεινό πανό που είχε αναρτηθεί σε μια επίσκεψή του στην Μυτιλήνη ίσως να απέδιδε κατά τον εναργέστερο τρόπο την λαμπρή προσωπικότητά του. «Άξιος της πατρίδος» ...

Η φτώχεια του πρώην πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα, δεν αποτελεί παράδειγμα για τους σημερινούς κηφήνες της πολιτικής! “Η Ελλάδα πεινάει κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο”, είχε πει, ενώ ο αδελφός του ήταν άνεργος. Μεταφέρουμε μερικά από τα πολλά αξιόλογα συμβάντα της ζωής του, τα οποία χαρακτηρίζουν τον άνδρα και τον καθιστούν πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση για παλιότερους αλλά και σημερινούς, δεδομένου ότι, τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι, έμπαιναν πλούσιοι στην πολιτική και έβγαιναν πάμφτωχοι.

Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ – πιστός φίλος του – αναφέρει:

Ο στρατηγός είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα “Πλαστήρας” όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Κι επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε και δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τον επέπληξε και του απαγόρευσε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και δεν πήγε.

Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος -έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλ’ αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».

Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω. σκάβω για να καλοτρώγω;».

Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό:

Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»

Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.

Ο Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει:

- Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.

- Μα θα προσβληθεί.

- Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!

Το 1952, πρωθυπουργός ακόμη ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ.».

Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω:

Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».

Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26/7/1953 τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά – ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...