Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε.
Ξενος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε.»
Ματθ. 25,42-43
Ματθ. 25,32 Και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουργίας του Αδάμ μέχρι της συντελείας του κόσμου και θα χωρίση αυτούς μεταξύ των με όσην ευκολίαν χωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια.
Ματθ. 25,33 Και θα θέση τα μεν πρόβατα εις τα δεξιά του τα δε ερίφια εις τα αριστερά.
Ματθ. 25,34 Τοτε θα στραφή ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκωνται εις τα δεξιά του και θα πη· «ελάτε σεις οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθή για σας από τότε που εθεμελιώνετο ο κόσμος.
Ματθ. 25,35 Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας.
Ματθ. 25,36 Ημουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε.»
Ματθ. 25,37 Τοτε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· «Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον και σε εθρέψαμε η διψασμένον και σου εδώσαμε νερό;
Ματθ. 25,38 Ποτε δε σε είδαμεν ξένον και σε περιμαζέψαμε η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν;
Ματθ. 25,39 Ποτε δε σε είδαμε ασθενή η φυλακισμένον και ήλθαμε εις επίσκεψίν σου;»
Ματθ. 25,40 Και θα αποκριθή εις αυτούς ο βασιλεύς· «Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που εκάματε, δια να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ»
(Ο Χριστός, ο βασιλεύς, που είναι ο Υιός του Θεού αλλά και υιός του ανθρώπου, τους πάσχοντας, τους πτωχούς και γυμνούς
αυτούς τους οποίους οι ματαιόδοξοι και υπερήφανοι περιφρονούν,
τους θεωρεί αδελφούς του
τέκνα του ουρανίου Πατρός και τους περιβάλλει με όλην του την αγάπην.
Δι'αυτό και κάθε βοήθειαν που τους προσφέρεται την θεωρεί ως προσφερομένην εις αυτόν τον ίδιον.)
Ματθ. 25,41 Τοτε θα πη και εις εκείνους, που στέκονται εις τα αριστερά του· «φύγετε μακρυά από εμέ σεις οι καταράμενοι και πηγαίνετε στο αιώνιον πυρ, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους πονηρούς αγγέλους του.
Ματθ. 25,42 Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε.
Ματθ. 25,43 Ξενος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε.»
Ματθ. 25,44 Τοτε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντες «Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένον η ξένον η γυμνόν η ασθενή η φυλακισμένον και δεν σε υπηρετήσαμεν;»
Ματθ. 25,45 Τοτε θα αποκριθή εις αυτούς και θα είπη· «αλήθεια σας λέγω· εφ' όσον δεν εκάματε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκάματε.»
Ματθ. 25,46 Και θα απέλθουν αυτοί μεν εις την αιωνίαν κόλασιν μαζή με τον διάβολον, οι δε δίκαιοι εις την αιωνίαν ζωήν μαζή με τον Θεόν.
«Διψῶ»
Το Θεϊκό και Τίμιο Αίμα του Χριστού έτρεχε πάνω στο Σταυρό. Ο πυρετός Του ανέβαινε. Τα σπλάχνα Του καίγονταν από τον αφόρητο πόνο. Και τότε ο Χριστός πρόφερε μια μικρή λέξη με μεγάλο νόημα: «Διψώ». Τότε οι άγριοι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι σε ξύδι και χολή και το έφεραν στα χείλη Του. Όμως ο Χριστός δεν ήπιε. Γιατί; Πάνω στο Σταυρό διψούσε βέβαια αφόρητα, αλλά συγχρόνως είχε και μια αλλιώτικη δίψα. Διψούσε, όχι τόσο για νερό, όσο για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο Χριστός διψά, δηλαδή επιθυμεί πολύ έντονα, να επικρατήσει σε όλη τη γη και σε καθεμιά ψυχή ξεχωριστά η ειρήνη Του, η αγάπη Του και το Ευαγγγέλιό Του.