Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

Τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ - 20 Ἰουλίου
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, 20 Ἰουλίου εἶνε ἑ­ορ­τή. Ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἠλίας ὁ προφήτης.
Τὸ ὄνομά του εἶνε γνωστὸ καὶ παντοῦ διαδεδομένο. Ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία...

ἄντρες μὰ καὶ γυναῖκες φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ ναοὶ τιμῶνται στὴ μνήμη του. Ναοὶ κ᾽ ἐξωκκλήσια, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ κορυ­φὲς βουνῶν, πανηγυρίζουν σήμερα.
Στὴν πατρί­δα μου τὴν Πάρο, στὸ ψηλότερο βουνό, εἶνε χτισμένος ναὸς τοῦ Προφήτη Ἠλία, καὶ σήμερα ὅλο τὸ νησὶ ἀνεβαίνει στὴν κο­ρυφή, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἀγναντεύουν τὸ ἀπέραν­το πέλαγος καὶ δοξάζουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας! Ἀπ᾽ ὅλο τὸ βίο του θὰ ποῦμε λίγα θαυμαστὰ γεγονότα.
 
* * *
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε στὴν ἱερὰ γῆ τῆς Παλαιστίνης ὀχτακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, σὲ ἐποχὴ ἄσχημη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ δι­­αφθορὰ εἶχαν ἐξαπλωθῆ πολύ. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λησμονήσει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευ­αν εἴδωλα. Τόσο ἦταν τὸ ῥεῦμα τῆς εἰδωλολα­τρίας, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ Ἰσραηλιτι­κὸς λαός, ποὺ γνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό, παρασύρθηκε.
 
Βασιλιᾶς ἦταν ὁ Ἀχαάβ. Ὁ Ἀχαὰβ δὲν ἦταν κακός· καλὸς ἦταν. Ποιός τὸν χάλασε; ποιός χαλάει τὸν ἄντρα; Μιὰ γυναίκα. Ἡ γυναίκα ἢ θὰ ὑψώσῃ τὸν ἄντρα μέχρι τὰ ἄστρα ἢ θὰ τὸν ῥί­ξῃ μέχρι τὸν ᾅδη, στὴν κόλασι· παίζει σπουδαῖο ῥόλο στὴ ζωὴ τοῦ ἀντρός. Μιὰ τέτοια κα­κιὰ γυναίκα, ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, βρέθηκε δίπλα στὸν Ἀχαὰβ καὶ τὸν διέφθειρε ψυχι­κὰ καὶ ἠθικά· τὸν ἔσπρωξε νὰ λατρεύῃ τὰ εἴ­δωλα, νὰ εἶνε ἄδικος, πλεονέκτης καὶ βίαιος.
 
Πιὸ κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι ἦταν ἕνα ἀμπέλι, ποὺ ὁ νοικοκύρης του, ὁ φτωχὸς Ναβουθαί, τό ᾽χε κληρονομιὰ ἀπ᾽ τὸν πατέρα του. Καὶ ξέρε­τε πόσο οἱ χωρικοὶ ἀγαποῦν τὰ κτήματά τους, μάλιστα αὐτὰ ποὺ ὁ πατέρας τους τά ᾽χει ποτίσει μὲ τὸν ἱδρῶτα του. Ὁ Ναβουθαὶ τό ᾽σκαβε, τὸ κλάδευε, τὸ καλλιεργοῦσε· τὸ ἀγαποῦ­σε πολύ. Μὰ νά ποὺ τό ᾽βαλε στὸ μάτι ὁ βασι­λιᾶς καὶ ἤθελε νὰ τὸ κάνῃ δικό του. Τοῦ τὸ ζήτησε, τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσῃ ἄλ­λο καλύτερο ἢ χρήματα πολλά. Ὁ Βαβουθαὶ δὲν δέχτηκε. "Τὸ ἀμ­πέλι τοῦ πατέρα μου δὲν τὸ που­λῶ", εἶπε. Τότε ἡ βασίλισσα ἔδωσε ἐντο­λὴ νὰ ἐ­νοχοποι­ήσουν μὲ συκοφαντία τὸ Ναβουθαὶ καὶ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Ἔτσι πῆρε τὸ ἀμ­πελά­κι καὶ τό ᾽κανε κτῆμα τῶν ἀνακτόρων.
Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἀδικία. Ποιός τώρα νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία; Τὰ δικαστήρια μικρὰ ἀδικήματα τιμωροῦν· οἱ μεγάλοι ἐγκληματίες μένουν ἀτιμώρητοι. Κάποιος ὅμως ἤλεγξε καὶ τὸν Ἀ­χαὰβ καὶ τὴν Ἰεζάβελ. Ποιός; Ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· "Βασιλιᾶ, σκότωσες καὶ ἔτσι πῆρες τὸ ἀμ­πέλι· θὰ τιμωρηθῇς· θὰ σκοτω­θῇς, καὶ ὅπου τὰ σκυλιὰ ἔγλειψαν τὸ αἷμα τοῦ Ναβου­θαί, ἐ­κεῖ θὰ γλείψουν καὶ δικά σας αἵ­ματα"… Καὶ πρά­γματι ἔτσι ἔγινε (βλ. Γ΄ Βασ. κεφ. 20).
 
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί κακὸ εἶνε ἡ ἀδικία; Εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει. Λέει ἕνας ἅγιος· Ἔ­χεις ἑκατὸ πρόβατα· θέλεις νὰ τὰ χάσῃς ὅλα; Κλέψε ἕνα καὶ βάλ᾽ το μέσ᾽ στὸ κοπάδι σου. Ἐ­κεῖνο θὰ γίνῃ αἰτία νὰ χαθοῦν καὶ ὅλα τ᾽ ἄλ­λα.
 
Ἕνα ἐπεισόδιο αὐτό. Τὸ ἄλλο. Ὄχι μόνο ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ βασίλισσα ἦταν δι­εφθαρμένοι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, ἄν­τρες – γυναῖκες, εἶχαν ἀπομα­κρυνθῆ. Κι ὁ Θεός, λέει ἡ Γραφή, ὠργίστηκε· κλείστηκαν τὰ οὐ­ράνια καὶ δὲν ἔβρεχε (βλ. Γ΄ Βασ. 17,1-8).
 
Ἀχάριστοι ἄνθρωποι! Ἡ βροχούλα ποὺ πέφτει ξέρετε τί ἀξίζει; Λίρες ζητάει ὁ κόσμος· τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα τρέλλαναν ὅ­λους. Ἀλλὰ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς λίρες· κάθε σταγόνα λίρα εἶνε, τόσο ἀξίζει. Γιατὶ ἅμα δὲ βρέ­ξῃ, ὅλοι θὰ πεθάνουμε. Θά ᾽πρεπε γιὰ κάθε σταγόνα ποὺ πέφτει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό· ἀλλὰ τέτοιοι εἴμαστε ἐμεῖς, ἀχάριστοι.
 
Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειπαν τὸ Θεό, ἐρωτοτροποῦ­σαν μὲ τὰ εἴδωλα, πόρνευαν, ἀτίμαζαν, ὠργίαζαν. Καὶ ὁ Κύριος τιμώρησε τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀνομβρία. Ὄχι ἕνα καὶ δυὸ μῆνες, ἀλλὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες! Στέρεψαν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, ξεράθηκαν τὰ δέντρα, καταστράφηκαν οἱ καρποί, ψοφοῦσαν τὰ ζῷα, οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν. Λιμὸς μέγας, πεῖνα μεγάλη.
Καὶ ποιός ἔλυσε τὴν πεῖνα; ποιός ἄνοιξε τὰ οὐράνια ποὺ ἦταν κλεισμένα; Ὁ προφήτης Ἠ­λίας. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος γονάτισε, ἔκανε προσευχή, καὶ τότε γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ σύννεφα, ἄρχισε νὰ βρέχῃ, ποτίστηκε ἡ γῆ, καὶ οἱ ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
 
Ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀ­χαρίστους ἡ πεῖνα. Θὰ εἶνε τέτοια ἀ­νάγ­κη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὑποφέρουν. Θὰ στερέψουν καὶ μεγά­λα ποτάμια καὶ θὰ τὰ περνοῦν μὲ τὰ πόδια παι­διὰ καὶ κοπάδια. Τότε, σὲ μιὰ νύχτα, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις· ὅλοι θὰ τρέχουν σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ θὰ πάρουν πάλι τὶς ἀξίνες νὰ καλλιεργήσουν τὴ γῆ, ποὺ τὴν ἄφησαν γιὰ νὰ μαζευτοῦν σὲ πόλεις ἑκατομμυρίων κατοίκων, πόλεις – Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῶς ζοῦν ἐκεῖ; Σκάβουν τὴ γῆ; Ὄχι. Μὲ ἀτιμίες, κλεψιές, ἀδικίες. Ὅταν ὅμως γίνῃ ὁ λιμός, οἱ πόλεις θὰ ἐρημώσουν, καὶ μικρὰ χω­ριὰ θὰ ἔχουν χιλιά­­δες κατοίκους. Τότε βασιλιᾶδες καὶ σοφοὶ θὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὸ γεωργό, ποὺ σήμερα εἶνε περιφρονημένος, καὶ θὰ τὸν ἐκλιπα­ροῦν γιὰ λίγο ψωμάκι.
 
Ἔτσι νόμισες, ἄνθρωπε, ποὺ πίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ δὲ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ποὺ ἔχεις τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ βλαστημᾷς τὰ θεῖα, ἔτσι νόμισες; Γιὰ τὴν ἀχαριστία τέτοιων ἀνθρώπων ἡ καλύτερη τιμωρία θὰ ἦταν νὰ βρεθοῦν σὲ κάποιον ἄλλο πλανήτη. Γιατὶ μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἔδωσε ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά· καὶ ὅμως δὲ ἀκούει ἀπὸ μᾶς ἕνα εὐχαριστῶ.
 
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθουμε στὸ βίο τοῦ ἁγίου. Τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο ἦταν ὅτι τιμώρησε τὸν κλέφτη βασιλιᾶ, τὸ δεύτερο ὅτι τιμώρησε τὸν ἀ­χάριστο λαό. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Τότε, στὴν πεῖνα τὴ μεγάλη, πείνασε καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Περνώντας βουνὰ καὶ λαγκάδια χτύπησε πολλὰ σπίτια, μὰ τὸν ἔδιωχναν, κανείς δὲν τοῦ ᾽δινε τίποτα. Πῆγε καὶ σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριό, τὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, σὲ μιὰ καλύβα ποὺ ἔμενε μιὰ χήρα μὲ τὸ μονόκριβο παιδί της.
― Δός μου, τῆς λέει, λίγο νερὸ νὰ πιῶ καὶ κάτι νὰ φάω.
― Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχω τίποτα. Λίγο ἀλεύρι μοῦ ᾽μεινε καὶ λίγο λαδάκι στὸ δοχεῖο. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἦρ­θες πέρασε μέσα.
Ἄναψε τὸ φοῦρνο, ζύ­μωσε τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ λάδι, ἔκανε μιὰ πίττα κ᾽ ἔφαγε ὁ προφήτης. Καὶ μὲ τὴν εὐλογία του ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη στὸ σπίτι τῆς χήρας δὲν ἔλειψε οὔτε τὸ ἀλεύρι οὔτε τὸ λάδι (βλ. Γ΄ Βασ. 17,9-16).
 
Δὲν πά᾽ νά ᾽χῃς, ἀγαπητέ μου, ἀποθῆκες μὲ ἀγαθὰ καὶ καταθέσεις σὲ τράπεζες; ἂν δὲν ἔ­χῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, στά­χτη θὰ γίνουν, θὰ πεθάνῃς. Ἐνῷ ὁ φτωχός, ποὺ δὲ λατρεύει τὰ χρήματα ἀλλὰ πιστεύει στὸ Θεό, θὰ ζήσῃ. Ἡ Γραφὴ λέει· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐ­πείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
 
Κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω. Ὁ προφήτης Ἠ­λί­ας ἐκεῖ στὸ σπιτάκι τῆς χήρας ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλ­λο πιὸ μεγάλο θαῦμα. Ἐκεῖνες τὶς μέρες ἀρ­­ρώστησε τὸ μονάκριβο παιδί της καὶ πέθανε, κ᾽ ἦ­ταν μεγάλος ὁ πόνος της. Τότε ὁ ἄν­θρωπος τοῦ Θεοῦ γονάτισε, ἔκανε θερμὴ προσ­ευχὴ καὶ ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἡ χήρα δοξολογοῦ­σε τὸ Θεό (βλ. Γ΄ Βασ. 17,17-24).
 
Ὅπως λοιπὸν ὁ Ἠλίας ἀνέστησε τὸ νεκρό, ἔτσι μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ποὺ εἶνε θαμμένοι στοὺς τάφους. Δὲν πέθαναν· ζοῦν. Τὸ κορμὶ πεθαίνει, ἡ ψυχὴ δὲν πεθαίνει. Καὶ θά ᾽ρθῃ ἡ ὥρα ποὺ ὅλοι θὰ παρου­σιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ καθένας θὰ ζυγιστῇ, θὰ κριθῇ· καὶ ὅσοι ἔ­καναν τὰ φαῦλα, θὰ πᾶνε στὴν κόλασι, ἐνῷ οἱ δίκαιοι θὰ πᾶνε κοντὰ στὸ Θεό. Τὰ λέει αὐτὰ ὁ Χριστὸς κ᾽ εἶνε ἀναμφισβήτητα.

* * *

Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, δὲν πέθανε. Πύρινο ἅρμα, ἁμάξι μὲ τροχοὺς ποὺ ἔ­βγαζαν φωτιές, τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὰ οὐράνια (βλ. Δ΄ Βασ. 2,1-12). Ἐκεῖ μένει καί, κατὰ τὴν παράδοσι, θὰ ξανάρθῃ στὸ τέλος νὰ ἐλέγ­ξῃ τὸν κόσμο. Καὶ τότε ἀλλοίμονο στὸν κλέφτη, στὸν φονέα, στὸ μοιχὸ καὶ τὴ μοιχαλίδα, στὸ φιλάργυρο, στὸν ἄδικο καὶ κάθε ἐγκληματία.
 
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία τὸ Θεσβίτη, ποὺ ἑορτάζουμε. Ἡ ἑορτή του δὲν εἶνε γλέντι, μεθύσια, χοροὶ ἔξαλλοι· ἡ ἑορτὴ εἶνε νὰ διαβάσῃς τὸν βίο του καὶ νὰ δοξολογή­σῃς τὸ Θεό. Ἔτσι ἑώρταζαν τὰ παλιὰ τὰ χρόνια· ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ εὐαγγέλιο, κοινωνοῦσαν, καὶ τὸ ἀπόγευμα οἱ ἄντρες πήγαιναν στὸ χωράφι τῆς χήρας μὲ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὸ καλλιεργοῦσαν· τέτοια ἔργα, τέτοιες καλωσύνες, τά ᾽χανε εὐλογία Θεοῦ.
 
Εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠ­λιοὺ ὁ Θεὸς νὰ εὐλογῇ τὰ ἔργα καὶ τὶς οἰκογένειές σας, καὶ πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζετε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Προφήτου Ἠλιοὺ Ἄνω Καλλινίκης Φλωρίνης, 20-7-1976)


http://www.augoustinos-kantiotis.gr

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...