Στον Οικουμενισμό, όλες οι αδυναμίες, οι αποκλίσεις, τα λάθη, προέρχονται από την κατάχρηση του Αγίου Πνεύματος.
Στην περίπτωση αυτή απαιτούνται οι αυστηρότατοι περιορισμοί και η διορατικότητα των Πατέρων: το Άγιο Πνεύμα δίδεται μονάχα στην Εκκλησία του Θεανθρώπου, ως ανταμοιβή της πίστεως στον Θεάνθρωπο. Απόδειξη
αυτού είναι ή Πεντηκοστή. Δεν δίδεται εκτός Εκκλησίας, εκτός Θεανθρώπου. Όλες οι αποκλίσεις δεν είναι παρά ανθρωπιστικές πλάνες. Αυτή είναι η αποστολική παράδοση και κληρονομια.
Εξάλλου, έτσι δικαιολογούνται όλες οι δυτικές «εκκλησίες» και αιρέσεις, τα φορτώνουν όλα στο Πνεύμα το Άγιο.
Πορεύονται «κατ' άνθρωπον» με τον ακόλουθο τρόπο: αντί της μεθόδου του Σωτήρος -της αναγεννήσεως του έσω άνθρωπου- οδεύουν την οδό του ευρωπαϊκού ουμανισμού πασχίζοντας να μεταμορφώσουν το πρόσωπο, διά της κοινωνίας και όχι διά της οδού του Σωτήρος ή οποία συνίσταται στη σωτηρία του άνθρωπου, διά του Θεού και όχι διά της κοινωνίας.
Στον σύγχρονο Οικουμενισμό, όλα βασίζονται στην ακόλουθη θέση, στο ουμανιστικό αξίωμα: ή Εκκλησία δεν είναι μία αλλά πολλές. Είναι σαν ή Εκκλησία να κομματιάστηκε. Ή Εκκλησία όμως δεν μπορεί να διαιρεθεί. Από αυτήν μπορεί κανείς μονάχα να εκπέσει και όχι να αποκοπεί. Στην ουσία της ή Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός,
Θεανθρώπινο σώμα, το Πρόσωπο του Θεανθρώπου και για αυτό είναι πάντοτε μία, σε όλους τούς κόσμους μία. Σε αυτό έγκειται ή οικουμενικότητα της, ή καθολικότητα. Ο σύγχρονος Οικουμενισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από
ψεύτικους χριστούς, ψεύτικους μεσσίες, ψεύτικους προφήτες, γεμάτος από ποικιλότητα πίστεων, ολιγοπιστίας και τέλος παντελούς απουσίας. Ή προβληματική του συγχρόνου Οικουμενισμού είναι καθαρά κοσμική, πολιτικάντικη και στην ουσία της κομμουνιστική - παπιστική. Τα πάντα ανάγονται σε «κοινωνικές» αξίες και μάλιστα γήινες και παροδικές.
Δεν υπάρχει το Θεανθρώπινο επίκεντρο, ή προβληματική του Ευαγγελίου: δεν επιζητείται «πρώτον ή Βασιλεία του Θεού» και ή δικαιοσύνη Του αλλά το βασίλειο του κόσμου αυτού και όλα όσα είναι εξ αυτού.
Στην περίπτωση αυτή απαιτούνται οι αυστηρότατοι περιορισμοί και η διορατικότητα των Πατέρων: το Άγιο Πνεύμα δίδεται μονάχα στην Εκκλησία του Θεανθρώπου, ως ανταμοιβή της πίστεως στον Θεάνθρωπο. Απόδειξη
αυτού είναι ή Πεντηκοστή. Δεν δίδεται εκτός Εκκλησίας, εκτός Θεανθρώπου. Όλες οι αποκλίσεις δεν είναι παρά ανθρωπιστικές πλάνες. Αυτή είναι η αποστολική παράδοση και κληρονομια.
Εξάλλου, έτσι δικαιολογούνται όλες οι δυτικές «εκκλησίες» και αιρέσεις, τα φορτώνουν όλα στο Πνεύμα το Άγιο.
Πορεύονται «κατ' άνθρωπον» με τον ακόλουθο τρόπο: αντί της μεθόδου του Σωτήρος -της αναγεννήσεως του έσω άνθρωπου- οδεύουν την οδό του ευρωπαϊκού ουμανισμού πασχίζοντας να μεταμορφώσουν το πρόσωπο, διά της κοινωνίας και όχι διά της οδού του Σωτήρος ή οποία συνίσταται στη σωτηρία του άνθρωπου, διά του Θεού και όχι διά της κοινωνίας.
Στον σύγχρονο Οικουμενισμό, όλα βασίζονται στην ακόλουθη θέση, στο ουμανιστικό αξίωμα: ή Εκκλησία δεν είναι μία αλλά πολλές. Είναι σαν ή Εκκλησία να κομματιάστηκε. Ή Εκκλησία όμως δεν μπορεί να διαιρεθεί. Από αυτήν μπορεί κανείς μονάχα να εκπέσει και όχι να αποκοπεί. Στην ουσία της ή Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός,
Θεανθρώπινο σώμα, το Πρόσωπο του Θεανθρώπου και για αυτό είναι πάντοτε μία, σε όλους τούς κόσμους μία. Σε αυτό έγκειται ή οικουμενικότητα της, ή καθολικότητα. Ο σύγχρονος Οικουμενισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από
ψεύτικους χριστούς, ψεύτικους μεσσίες, ψεύτικους προφήτες, γεμάτος από ποικιλότητα πίστεων, ολιγοπιστίας και τέλος παντελούς απουσίας. Ή προβληματική του συγχρόνου Οικουμενισμού είναι καθαρά κοσμική, πολιτικάντικη και στην ουσία της κομμουνιστική - παπιστική. Τα πάντα ανάγονται σε «κοινωνικές» αξίες και μάλιστα γήινες και παροδικές.
Δεν υπάρχει το Θεανθρώπινο επίκεντρο, ή προβληματική του Ευαγγελίου: δεν επιζητείται «πρώτον ή Βασιλεία του Θεού» και ή δικαιοσύνη Του αλλά το βασίλειο του κόσμου αυτού και όλα όσα είναι εξ αυτού.