- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Καί άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον εκάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Καί έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν καί οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Καί μετά, εκοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.
Πηγή