Ένας άρχοντας των Περσών ήταν πολύ δυστυχισμένος, γιατί ο μονάκριβος γιος του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Έστειλε, λοιπόν, στον όσιο (Συμεών) τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, με την παράκληση να προσευχηθεί στον Κύριο για τη θεραπεία του παιδιού του. Του έδωσε, μάλιστα, και δυο υφάσματα από πολύτιμο μετάξι με κεντημένους επάνω χρυσούς σταυρούς, για να τα προσφέρει στον στυλίτη.
Ο επίσκοπος διηγήθηκε στο Συμεών το δράμα του παιδιού και του πατέρα του. Ο όσιος σπλαχνίστηκε και είπε στον επίσκοπο:
-Πάρε αυτά τα υφάσματα που έφερες, έτσι διπλωμένα όπως είναι, και πήγαινε στο καλό. Όταν φτάσεις κοντά στην πόλη σας, κατέβα από το ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα στο στήθος σου και προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!».
Ο επίσκοπος έφυγε κι έκανε όπως του υπέδειξε ο όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο.
Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό αίτημά τους, τους κατήχησε και τους βάπτισε.
Ο επίσκοπος διηγήθηκε στο Συμεών το δράμα του παιδιού και του πατέρα του. Ο όσιος σπλαχνίστηκε και είπε στον επίσκοπο:
-Πάρε αυτά τα υφάσματα που έφερες, έτσι διπλωμένα όπως είναι, και πήγαινε στο καλό. Όταν φτάσεις κοντά στην πόλη σας, κατέβα από το ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα στο στήθος σου και προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!».
Ο επίσκοπος έφυγε κι έκανε όπως του υπέδειξε ο όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο.
Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό αίτημά τους, τους κατήχησε και τους βάπτισε.