Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αγουστίνου Καντιώτου
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ καυχώμεθα, αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις μας. Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο πρᾶγμα στὸν κόσμο ἀπὸ τὴ θρησκεία μας. Εἶνε τὸ διαμάντι τῆς ζωῆς. Ἡ θρησκεία μας ἔχει περιεχόμενο, ἔχει βάθος ὅπως ὁ ὠκεανός, ἔχει πλάτος ὅπως ὁ οὐρανός.
Θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα γιὰ νὰ παρουσιάσουμε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἐδῶ θὰ δοῦμε ἕνα μόνο θέμα, ποὺ εἶνε ἡ ῥίζα. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία μας, καὶ δὲ μπορεῖ κανένας διάβολος νὰ τὴν ξερριζώσῃ. Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα, ἡ ἀρχή, τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας; Τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων» (ἄρθρ. 1).
Ζοῦμε δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, σὲ ἐποχὴ πολὺ ἄσχημη, μιὰ ἐποχὴ ἀντιχρίστου. Ποτέ ἄλλοτε ὁ κόσμος δὲν ἔζησε μιὰ τέτοια ἐποχὴ ὅπως ἡ δική μας, ποὺ βγῆκαν ὅλα τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ὡραιότερο ἀπ᾽ ὅλα, τὸ Θεό, γιὰ νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος ἄθεος. Καὶ δυστυχῶς ὄχι μόνο στὶς μεγάλες πολιτεῖες ἀλλὰ καὶ στὰ μικρὰ χωριὰ ἔφτασαν οἱ κράχτες τῆς ἀπιστίας καὶ φωνάζουν ἡμέρα καὶ νύχτα, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶνε μεγάλο τὸ ζήτημα· ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἢ δὲν ὑπάρχει; Ἐὰν δὲν ὑπάρχῃ, τότε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13. Α´ Κορ. 15,32)· ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη ἀτιμία, τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα, χωρὶς Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀλλ᾽ ἂν ὑπάρχῃ ―καὶ ὑπάρχει εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων―, τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ῥυθμίσῃ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν ἐμεῖς λέμε ὅτι ὑπάρχει.
Θὰ μᾶς ρωτήσουν οἱ ἀντίθετοι· Ἔχετε ἀποδείξεις; μπορεῖτε νὰ μᾶς πείσετε ὅτι ὑπάρχει Θεός; Μάλιστα. Πόσες ἀποδείξεις θέλετε; μία, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα; Ἐὰν μπορῆτε νὰ μετρήσετε τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, θὰ μπορέσετε νὰ μετρήσετε καὶ τὶς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει Θεός. Καμμιά ἄλλη ἀλήθεια δὲν ἔχει τόσες ἀποδείξεις ὅσες ἔχει αὐτή.
⃝ Ὑπάρχει Θεός! Ἔχεις μάτια; γιατί σοῦ δόθηκαν; Ἄνοιξέ τα καὶ θὰ δῇς γύρω σου τὴ δημιουργία, ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν! Ὅλα ὅσα βλέπεις εἶνε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα. Ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, ἡ γῆ, τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες, οἱ θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ ζῷα, ὁ ἄνθρωπος, ὅλα φωνάζουν· ὑπάρχει Θεός. Διότι ποιός τὰ ἔκανε; Μία ἡ ἀπάντησις, δὲν χωρεῖ ἄλλη· ὁ Θεός, ἡ ὑπέρτατη ἀρχὴ τοῦ παντός.
Ὅπως ὅταν βλέπῃς ἕνα σπίτι σκέπτεσαι ὅτι κάποιος τὸ ἔχτισε, ὅταν βλέπῃς ἕνα αὐτοκίνητο νὰ τρέχῃ λὲς ὅτι κάποιος τὸ ὁδηγεῖ, ὅταν βλέπῃς ἕνα ἀεροπλάνο νὰ πετάῃ λὲς ὅτι κάποιος τὸ κατασκεύασε, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν κόσμο συμπεραίνουμε ὅτι τὸν ἔφτειαξε ὁ Μεγαλοδύναμος. Ἕνα μικρὸ παράδειγμα· πάρτε ἕνα μυρμηγκάκι. Τὸ εἴδατε πῶς εἶνε; Ἔχει μάτια μικροσκοπικὰ καὶ βλέπει, ἔχει αὐτιὰ κι ἀκούει, ἔχει πόδια καὶ τρέχει. Ἔχει καὶ ἀσύρματο! ὅπως ὁ ἄνθρωπος συνεννοεῖται μὲ ἀσύρματο, ἔτσι καὶ τὸ μυρμηγκάκι συνεννοεῖται μὲ τὶς λεπτὲς κεραῖες ποὺ ἔχει στὸ κεφαλάκι του. Ἔχει καὶ τέχνη· κατασκευάζει τὴ φωλιά του μέσ᾽ στὴ γῆ. Ἔχει καὶ πρόνοια· φροντίζει καὶ μαζεύει ἐκεῖ τροφὲς γιὰ τὸ χειμῶνα. Ποιός λοιπὸν τὸ ἔφτειαξε; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες τῆς γῆς νὰ μαζευτοῦν, ἕνα μυρμηγκάκι δὲ μποροῦν νὰ κάνουν, ὄχι ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔργα ποὺ ἐποίησε ὁ Θεός. Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν λέμε· Ὑπάρχει Θεός! τὸ φωνάζουν ὅλα τὰ δημιουργήματά του.
⃝ Ὑπάρχει Θεός! Τὸ φωνάζει ἀκόμη ἡ ἱστορία τῶν λαῶν. Ὅπου καὶ ἂν πᾶμε καὶ ἐρευνήσουμε μνημεῖα καὶ κείμενα, εἴτε στὸ Βόρειο εἴτε στὸ Νότιο Πόλο, εἴτε στὴν Ἀνατολὴ εἴτε στὴ Δύσι, εἴτε σὲ πολιτισμένους εἴτε σὲ ἀγρίους, παντοῦ οἱ ἄνθρωποι θρησκεύουν, πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἅμα ἄνθρωπος, ἅμα πίστι στὸ Θεό. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος πιστεύει, ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀνωτάτη δύναμις. Ὑπάρχει Θεός! τὸ φωνάζουν καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Βαβυλώνιοι καὶ Ἀσσύριοι καὶ Κινέζοι καὶ Ἰάπωνες, ὅλοι οἱ λαοί.
⃝ Ὑπάρχει Θεός! Τὸ φωνάζει καὶ κάτι μέσα μας. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ συνείδησις. Τὸ λένε καὶ ψυχολόγοι ἐπιστήμονες. Τί θὰ πῇ συνείδησις; Κάνεις τὸ καλό; παράδεισος εἶνε στὴν καρδιά σου, ἔχεις χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, κι ἂς τρῶς ψωμὶ μὲ κρεμμύδι. Κάνεις τὸ κακό; κι ἂν δὲν σὲ εἶδε κανένας, οὔτε ὁ ἄντρας σου οὔτε ἡ γυναίκα σου οὔτε ἀστυνομία οὔτε παπᾶς, κόλασι ἔχεις, λύπη καὶ στενοχώρια, σὲ πλημμυρίζει μελαγχολία. Θυμηθῆτε τὸν Κάιν. Σκότωσε τὸν Ἄβελ κι ἀπ᾽ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡσυχία δὲν εἶχε· ὅπου νὰ πήγαινε, ὅλα τοῦ φώναζαν· Σκότωσες τὸν ἀδελφό σου! Κάποιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας λέει· Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ ἐλέγξῃ ἡ συνείδησί σου. Ποιός λοιπὸν φύτεψε τὴ συνείδησι, ποιός ἔβαλε μέσα μας αὐτὴ τὴ φωνή; Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἕνας σοφὸς εἶπε· Δύο πράγματα μὲ κάνουν νὰ πιστεύω στὸ Θεό· τὸ ἕνα εἶνε ὁ ἔναστρος οὐρανὸς καὶ τὸ ἄλλο ὁ ἠθικὸς νόμος ποὺ ὑπάρχει μέσα μας.
⃝ Τὸ ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τὸ φωνάζει καὶ ἡ ἐπιστήμη μὲ τὸ στόμα κορυφαίων ἐκπροσώπων της. Μόνο ἡμιμαθεῖς, ποὺ ἔχουν κλείσει τὰ βιβλία, δηλώνουν ἄθεοι καὶ εἰρωνεύονται τὴν πίστι· ἀντιθέτως μεγάλοι ἐπιστήμονες, Ἕλληνες καὶ ξένοι, ὁμολογοῦν ὅτι, ὅσο προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἔρευνα καὶ τὴ γνῶσι, τόσο περισσότερο θαυμάζει καὶ ἡ πίστι του στὸ Θεὸ ἐνισχύεται.
⃝ Ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τὸ φωνάζουν τέλος καὶ ἄπιστοι, ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο. Στὴν πραγματικότητα αὐτοὶ δὲν εἶνε ἄθεοι. Ὅταν ὅλα στὴ ζωή τους πηγαίνουν καλά, τότε παριστάνουν τὸν ἄθεο· ὅταν ὅμως ἔρθουν συμφορὲς ἢ πλησιάζῃ τὸ «μαυροπούλι» τοῦ θανάτου, ἀλλάζουν. Ρώτησαν κάποιον γνωστὸ ἄθεο τῶν ἡμερῶν μας ἂν πιστεύῃ κι ἀπήντησε· Κάποτε στὸ βουνὸ ἄκουσα νὰ σφυρίζῃ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τότε ἀσυναίσθητα φώναξα «Παναγιά μου, σῶσε με…». Στὸν κίνδυνο ὅλοι ἐπικαλοῦνται.
Ἡ ῥίζα λοιπόν, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πίστι ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Τὸ σημερινὸ μάλιστα εὐαγγέλιο λέει καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ φροντίζει γιὰ μᾶς. Φροντίζει ὅσο κανείς ἄλλος. Ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πουλιά, τὰ ζῷα, τὰ λουλούδια, γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά του, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, ἀδελφέ μου, τοῦ Θεοῦ εἶνε. Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Ὁ ἀέρας! Χωρὶς ἀέρα μπορεῖ νὰ ζήσῃ κανείς; Πῆγαν οἱ ἀστροναῦτες στὴ σελήνη. Τί βρῆκαν ἐκεῖ; Τίποτα. Ξεραΰλα. Οὔτε ἕνα λουλούδι, οὔτε ἕνα πουλάκι, οὔτε ἕνα ἀρνάκι, οὔτε ἕνα δένδρο. Καὶ τὸ χειρότερο, οὔτε ἀέρας. Ὅπως στὸν ἄρρωστο βάζουν ὀξυγόνο, ἔτσι εἶχαν φέρει κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴ γῆ μπουκάλες μὲ ὀξυγόνο γιὰ ν᾽ ἀναπνέουν. Καὶ ἔλεγαν· Ἄχ, πότε νὰ κατεβοῦμε στὴ γῆ νὰ πάρουμε ἀέρα!… Ὅλα μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεός! Κοιτάξτε τὸ ρολόϊ· πέντε λεπτὰ –τί λέω–, δύο λεπτὰ νὰ σταματήσῃ ἡ παροχὴ ἀέρος, πέθαναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δὲ θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας.
Καὶ μόνο ὁ ἀέρας, τὸ φῶς, τὸ νερὸ καὶ οἱ καρποὶ τῆς γῆς; Μήπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογένεια (ἡ γυναίκα, ὁ ἄντρας, τὰ παιδιά), ἡ πατρίδα, ἡ ἐλευθερία, ἡ εἰρήνη…; Ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἀχάριστε ἄνθρωπε, τί περιμένει ἀπὸ σένα; Ἕνα εὐχαριστῶ. Ἐδῶ ἕνα σκυλάκι ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο δὲ λέει εὐχαριστῶ, ἀλλὰ μερικοὶ ἀνοίγουν τὴν ἀκάθαρτη γλῶσσα τους καὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα! Εἶνε Χριστιανὸς αὐτός; Οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγριος δὲν εἶνε· γιατὶ καὶ οἱ ἄγριοι δὲν ἀφήνουν νὰ βλαστημήσῃ κανεὶς τὸ θεό τους. Οὔτε σατανᾶς δὲν εἶνε· γιατὶ ὁ σατανᾶς κάνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ κάνει· τρέμει, δὲν μπορεῖ νὰ βλαστημήσῃ τὸ Θεό.
Τὸ συμπέρασμα. Κανένας μὴ μᾶς κλονίσῃ. Νὰ πιστεύουμε στὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο καὶ μ᾽ αὐτὸν νὰ ζοῦμε, κοντά του νὰ εἴμαστε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του ἐδῶ πάνω στὴ γῆ. Αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε.
Κι ἂν ἔμεινες ἔρημος στὸν κόσμο, μὴν ἀπελπίζεσαι. Ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός! Τὸ εἶπα, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ δὲν παύω νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω· χωρὶς λεφτὰ μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς ἄντρα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς γυναῖκα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς Θεὸ δὲ μπορεῖς νὰ ζήσῃς! Αὐτό εἶνε τὸ ὕψιστο. Κρατῆστε το. Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας καὶ μὴν ἀκοῦτε τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους. Μείνετε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Χριστὸ μέχρι τέλους, κι ὅταν πλησιάζῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,4).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Περαίας Ἀμυνταίου ἢ Πέλλης 1-7-1984)
augoustinos-kantiotis.gr
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ καυχώμεθα, αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις μας. Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο πρᾶγμα στὸν κόσμο ἀπὸ τὴ θρησκεία μας. Εἶνε τὸ διαμάντι τῆς ζωῆς. Ἡ θρησκεία μας ἔχει περιεχόμενο, ἔχει βάθος ὅπως ὁ ὠκεανός, ἔχει πλάτος ὅπως ὁ οὐρανός.
Θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα γιὰ νὰ παρουσιάσουμε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἐδῶ θὰ δοῦμε ἕνα μόνο θέμα, ποὺ εἶνε ἡ ῥίζα. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία μας, καὶ δὲ μπορεῖ κανένας διάβολος νὰ τὴν ξερριζώσῃ. Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα, ἡ ἀρχή, τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας; Τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων» (ἄρθρ. 1).
Ζοῦμε δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, σὲ ἐποχὴ πολὺ ἄσχημη, μιὰ ἐποχὴ ἀντιχρίστου. Ποτέ ἄλλοτε ὁ κόσμος δὲν ἔζησε μιὰ τέτοια ἐποχὴ ὅπως ἡ δική μας, ποὺ βγῆκαν ὅλα τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ὡραιότερο ἀπ᾽ ὅλα, τὸ Θεό, γιὰ νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος ἄθεος. Καὶ δυστυχῶς ὄχι μόνο στὶς μεγάλες πολιτεῖες ἀλλὰ καὶ στὰ μικρὰ χωριὰ ἔφτασαν οἱ κράχτες τῆς ἀπιστίας καὶ φωνάζουν ἡμέρα καὶ νύχτα, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶνε μεγάλο τὸ ζήτημα· ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἢ δὲν ὑπάρχει; Ἐὰν δὲν ὑπάρχῃ, τότε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13. Α´ Κορ. 15,32)· ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη ἀτιμία, τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα, χωρὶς Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀλλ᾽ ἂν ὑπάρχῃ ―καὶ ὑπάρχει εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων―, τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ῥυθμίσῃ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν ἐμεῖς λέμε ὅτι ὑπάρχει.
Θὰ μᾶς ρωτήσουν οἱ ἀντίθετοι· Ἔχετε ἀποδείξεις; μπορεῖτε νὰ μᾶς πείσετε ὅτι ὑπάρχει Θεός; Μάλιστα. Πόσες ἀποδείξεις θέλετε; μία, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα; Ἐὰν μπορῆτε νὰ μετρήσετε τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, θὰ μπορέσετε νὰ μετρήσετε καὶ τὶς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει Θεός. Καμμιά ἄλλη ἀλήθεια δὲν ἔχει τόσες ἀποδείξεις ὅσες ἔχει αὐτή.
⃝ Ὑπάρχει Θεός! Ἔχεις μάτια; γιατί σοῦ δόθηκαν; Ἄνοιξέ τα καὶ θὰ δῇς γύρω σου τὴ δημιουργία, ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν! Ὅλα ὅσα βλέπεις εἶνε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα. Ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, ἡ γῆ, τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες, οἱ θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ ζῷα, ὁ ἄνθρωπος, ὅλα φωνάζουν· ὑπάρχει Θεός. Διότι ποιός τὰ ἔκανε; Μία ἡ ἀπάντησις, δὲν χωρεῖ ἄλλη· ὁ Θεός, ἡ ὑπέρτατη ἀρχὴ τοῦ παντός.
Ὅπως ὅταν βλέπῃς ἕνα σπίτι σκέπτεσαι ὅτι κάποιος τὸ ἔχτισε, ὅταν βλέπῃς ἕνα αὐτοκίνητο νὰ τρέχῃ λὲς ὅτι κάποιος τὸ ὁδηγεῖ, ὅταν βλέπῃς ἕνα ἀεροπλάνο νὰ πετάῃ λὲς ὅτι κάποιος τὸ κατασκεύασε, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν κόσμο συμπεραίνουμε ὅτι τὸν ἔφτειαξε ὁ Μεγαλοδύναμος. Ἕνα μικρὸ παράδειγμα· πάρτε ἕνα μυρμηγκάκι. Τὸ εἴδατε πῶς εἶνε; Ἔχει μάτια μικροσκοπικὰ καὶ βλέπει, ἔχει αὐτιὰ κι ἀκούει, ἔχει πόδια καὶ τρέχει. Ἔχει καὶ ἀσύρματο! ὅπως ὁ ἄνθρωπος συνεννοεῖται μὲ ἀσύρματο, ἔτσι καὶ τὸ μυρμηγκάκι συνεννοεῖται μὲ τὶς λεπτὲς κεραῖες ποὺ ἔχει στὸ κεφαλάκι του. Ἔχει καὶ τέχνη· κατασκευάζει τὴ φωλιά του μέσ᾽ στὴ γῆ. Ἔχει καὶ πρόνοια· φροντίζει καὶ μαζεύει ἐκεῖ τροφὲς γιὰ τὸ χειμῶνα. Ποιός λοιπὸν τὸ ἔφτειαξε; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες τῆς γῆς νὰ μαζευτοῦν, ἕνα μυρμηγκάκι δὲ μποροῦν νὰ κάνουν, ὄχι ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔργα ποὺ ἐποίησε ὁ Θεός. Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν λέμε· Ὑπάρχει Θεός! τὸ φωνάζουν ὅλα τὰ δημιουργήματά του.
⃝ Ὑπάρχει Θεός! Τὸ φωνάζει ἀκόμη ἡ ἱστορία τῶν λαῶν. Ὅπου καὶ ἂν πᾶμε καὶ ἐρευνήσουμε μνημεῖα καὶ κείμενα, εἴτε στὸ Βόρειο εἴτε στὸ Νότιο Πόλο, εἴτε στὴν Ἀνατολὴ εἴτε στὴ Δύσι, εἴτε σὲ πολιτισμένους εἴτε σὲ ἀγρίους, παντοῦ οἱ ἄνθρωποι θρησκεύουν, πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἅμα ἄνθρωπος, ἅμα πίστι στὸ Θεό. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος πιστεύει, ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀνωτάτη δύναμις. Ὑπάρχει Θεός! τὸ φωνάζουν καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Βαβυλώνιοι καὶ Ἀσσύριοι καὶ Κινέζοι καὶ Ἰάπωνες, ὅλοι οἱ λαοί.
⃝ Ὑπάρχει Θεός! Τὸ φωνάζει καὶ κάτι μέσα μας. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ συνείδησις. Τὸ λένε καὶ ψυχολόγοι ἐπιστήμονες. Τί θὰ πῇ συνείδησις; Κάνεις τὸ καλό; παράδεισος εἶνε στὴν καρδιά σου, ἔχεις χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, κι ἂς τρῶς ψωμὶ μὲ κρεμμύδι. Κάνεις τὸ κακό; κι ἂν δὲν σὲ εἶδε κανένας, οὔτε ὁ ἄντρας σου οὔτε ἡ γυναίκα σου οὔτε ἀστυνομία οὔτε παπᾶς, κόλασι ἔχεις, λύπη καὶ στενοχώρια, σὲ πλημμυρίζει μελαγχολία. Θυμηθῆτε τὸν Κάιν. Σκότωσε τὸν Ἄβελ κι ἀπ᾽ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡσυχία δὲν εἶχε· ὅπου νὰ πήγαινε, ὅλα τοῦ φώναζαν· Σκότωσες τὸν ἀδελφό σου! Κάποιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας λέει· Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ ἐλέγξῃ ἡ συνείδησί σου. Ποιός λοιπὸν φύτεψε τὴ συνείδησι, ποιός ἔβαλε μέσα μας αὐτὴ τὴ φωνή; Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἕνας σοφὸς εἶπε· Δύο πράγματα μὲ κάνουν νὰ πιστεύω στὸ Θεό· τὸ ἕνα εἶνε ὁ ἔναστρος οὐρανὸς καὶ τὸ ἄλλο ὁ ἠθικὸς νόμος ποὺ ὑπάρχει μέσα μας.
⃝ Τὸ ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τὸ φωνάζει καὶ ἡ ἐπιστήμη μὲ τὸ στόμα κορυφαίων ἐκπροσώπων της. Μόνο ἡμιμαθεῖς, ποὺ ἔχουν κλείσει τὰ βιβλία, δηλώνουν ἄθεοι καὶ εἰρωνεύονται τὴν πίστι· ἀντιθέτως μεγάλοι ἐπιστήμονες, Ἕλληνες καὶ ξένοι, ὁμολογοῦν ὅτι, ὅσο προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἔρευνα καὶ τὴ γνῶσι, τόσο περισσότερο θαυμάζει καὶ ἡ πίστι του στὸ Θεὸ ἐνισχύεται.
⃝ Ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τὸ φωνάζουν τέλος καὶ ἄπιστοι, ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο. Στὴν πραγματικότητα αὐτοὶ δὲν εἶνε ἄθεοι. Ὅταν ὅλα στὴ ζωή τους πηγαίνουν καλά, τότε παριστάνουν τὸν ἄθεο· ὅταν ὅμως ἔρθουν συμφορὲς ἢ πλησιάζῃ τὸ «μαυροπούλι» τοῦ θανάτου, ἀλλάζουν. Ρώτησαν κάποιον γνωστὸ ἄθεο τῶν ἡμερῶν μας ἂν πιστεύῃ κι ἀπήντησε· Κάποτε στὸ βουνὸ ἄκουσα νὰ σφυρίζῃ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τότε ἀσυναίσθητα φώναξα «Παναγιά μου, σῶσε με…». Στὸν κίνδυνο ὅλοι ἐπικαλοῦνται.
Ἡ ῥίζα λοιπόν, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πίστι ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Τὸ σημερινὸ μάλιστα εὐαγγέλιο λέει καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ φροντίζει γιὰ μᾶς. Φροντίζει ὅσο κανείς ἄλλος. Ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πουλιά, τὰ ζῷα, τὰ λουλούδια, γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά του, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, ἀδελφέ μου, τοῦ Θεοῦ εἶνε. Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Ὁ ἀέρας! Χωρὶς ἀέρα μπορεῖ νὰ ζήσῃ κανείς; Πῆγαν οἱ ἀστροναῦτες στὴ σελήνη. Τί βρῆκαν ἐκεῖ; Τίποτα. Ξεραΰλα. Οὔτε ἕνα λουλούδι, οὔτε ἕνα πουλάκι, οὔτε ἕνα ἀρνάκι, οὔτε ἕνα δένδρο. Καὶ τὸ χειρότερο, οὔτε ἀέρας. Ὅπως στὸν ἄρρωστο βάζουν ὀξυγόνο, ἔτσι εἶχαν φέρει κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴ γῆ μπουκάλες μὲ ὀξυγόνο γιὰ ν᾽ ἀναπνέουν. Καὶ ἔλεγαν· Ἄχ, πότε νὰ κατεβοῦμε στὴ γῆ νὰ πάρουμε ἀέρα!… Ὅλα μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεός! Κοιτάξτε τὸ ρολόϊ· πέντε λεπτὰ –τί λέω–, δύο λεπτὰ νὰ σταματήσῃ ἡ παροχὴ ἀέρος, πέθαναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δὲ θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας.
Καὶ μόνο ὁ ἀέρας, τὸ φῶς, τὸ νερὸ καὶ οἱ καρποὶ τῆς γῆς; Μήπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογένεια (ἡ γυναίκα, ὁ ἄντρας, τὰ παιδιά), ἡ πατρίδα, ἡ ἐλευθερία, ἡ εἰρήνη…; Ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἀχάριστε ἄνθρωπε, τί περιμένει ἀπὸ σένα; Ἕνα εὐχαριστῶ. Ἐδῶ ἕνα σκυλάκι ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο δὲ λέει εὐχαριστῶ, ἀλλὰ μερικοὶ ἀνοίγουν τὴν ἀκάθαρτη γλῶσσα τους καὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα! Εἶνε Χριστιανὸς αὐτός; Οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγριος δὲν εἶνε· γιατὶ καὶ οἱ ἄγριοι δὲν ἀφήνουν νὰ βλαστημήσῃ κανεὶς τὸ θεό τους. Οὔτε σατανᾶς δὲν εἶνε· γιατὶ ὁ σατανᾶς κάνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ κάνει· τρέμει, δὲν μπορεῖ νὰ βλαστημήσῃ τὸ Θεό.
Τὸ συμπέρασμα. Κανένας μὴ μᾶς κλονίσῃ. Νὰ πιστεύουμε στὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο καὶ μ᾽ αὐτὸν νὰ ζοῦμε, κοντά του νὰ εἴμαστε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του ἐδῶ πάνω στὴ γῆ. Αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε.
Κι ἂν ἔμεινες ἔρημος στὸν κόσμο, μὴν ἀπελπίζεσαι. Ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός! Τὸ εἶπα, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ δὲν παύω νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω· χωρὶς λεφτὰ μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς ἄντρα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς γυναῖκα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς Θεὸ δὲ μπορεῖς νὰ ζήσῃς! Αὐτό εἶνε τὸ ὕψιστο. Κρατῆστε το. Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας καὶ μὴν ἀκοῦτε τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους. Μείνετε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Χριστὸ μέχρι τέλους, κι ὅταν πλησιάζῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,4).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Περαίας Ἀμυνταίου ἢ Πέλλης 1-7-1984)
augoustinos-kantiotis.gr